Για τις 19 Μαρτίου 2017 έχει προγραμματιστεί στη Νέα Υόρκη η πρεμιέρα του ελληνοσουηδικού ντοκιμαντέρ «Η δική μας Κάλλας» του Μπάμπη Τσόκα, ενώ θα ακολουθήσουν προβολές σε πολλές πόλεις της Αμερικής, καθώς επίσης στην Ευρώπη, τη Ρωσία και τα Αραβικά Εμιράτα.
Να σημειωθεί εδώ ότι το 2017 ανακηρύχθηκε ως Έτος Κάλλας για την Ελλάδα, αφού συμπληρώνονται 40 χρόνια από το θάνατό της.
Το ντοκιμαντέρ του Μπάμπη Τσόκα εστιάζει στις ρίζες της μεγάλης ντίβας, στην απαρχή της και στο πώς προδιαγράφηκε τρόπον τινά σ’ ένα μικρό χωριό της Μεσσηνίας η τραγική της πορεία. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, το νήμα οφείλει να αρχίσει να ξετυλίγεται από το Νεοχώριον.
Έπειτα από χρόνια έρευνας, ανελέητων γυρισμάτων, ελλείψει μπάτζετ, το αποτέλεσμα είναι ένα ρομαντικό ψυχογράφημα, που αναδεικνύει λησμονημένα κομμάτια και μας βοηθά να κατανοήσουμε το φαινόμενο Κάλλας σε βάθος.
Η Μυρτώ Καμβυσίδη, που υποδύεται τη Μαρία Κάλλας, μίλησε σχετικά στο «Θάρρος»: «Είμαι πολύ συγκινημένη, ολοκληρώνεται για μας κάτι που έμοιαζε στο σύνολό του ακατόρθωτο. Το πρώτο στοίχημα ήταν να συνδέσουμε την Κάλλας με τη Μεσσηνία και το δεύτερο να το πραγματοποιήσουμε όλο αυτό χωρίς μπάτζετ.
Το δραματοποιημένο αυτό ντοκιμαντέρ είναι σινεφίλ, αφαιρετικό, σε λυρικό ύφος, με ποιητικό λόγο. Δεν προσπαθήσαμε να υποκαταστήσουμε τη μεγάλη ντίβα, δεν είχαμε άλλωστε ποτέ τα μέσα. Σκοπός μας ήταν να αναδείξουμε τον ψυχισμό της και τη βαθιά ριζωμένη τραγικότητά της, την ελληνικότητά της.
Οι προσεγγίσεις της Κάλλας μέχρι στιγμής ήταν, αν θέλετε, “εν μέρει”, κάτι από Χόλλυγουντ με έμφαση στην ερωτική της ζωή. Δεν είχαν σχέση με το τραγικό στοιχείο, το οποίο ανακαλύπτει κανείς μόνο όταν ψάξει την ιστορία της οικογένειάς της. Είναι σαν να εξετάζαμε τόσα χρόνια έναν καρπό και, επιτέλους, φτάσαμε στο δέντρο που τον δημιούργησε, στο “όλον”.
Η κινηματογραφική προσέγγιση του Μπάμπη είναι, αν θέλετε, το πιο ολοκληρωμένο ψυχογράφημα που έχει δημιουργηθεί μέχρι στιγμής για την Κάλλας, μακριά από ίντριγκες και ανυπόστατες φήμες που το όνομα της Ελληνίδας ντίβας αμέσως εγείρει.
Ο σκοπός ήταν ιερός, γι’ αυτό ενώθηκαν αμέτρητοι εθελοντές για να ολοκληρωθεί το ντοκιμαντέρ, να φτάσει από την Ιταλία μέχρι το Παρίσι, στην τελευταία οικία της Κάλλας, από το δωμάτιο που έμενε η Μαρία στο Σκορπιό μέχρι τις γειτονιές της Νέας Υόρκης όπου μεγάλωσε.
Το οδοιπορικό ήταν πραγματικά εξουθενωτικό, κυρίως όταν έχεις το βάρος του σκοπού αυτού και όχι χρηματοδότηση, αλλά αντ’ αυτού ανυπέρβλητα εμπόδια.
Σκαρφαλώναμε σε μάντρες, μπαίναμε παράνομα σε κτήρια, εγώ θυμάμαι διαρκώς να αλλάζω ρούχα στη μέση του δρόμου… να μας κυνηγά η Αστυνομία κάθε λίγο και λιγάκι, γιατί έπρεπε να έχουμε πληρώσει ένα τεράστιο ποσό για να πραγματοποιήσουμε γυρίσματα σε δημόσιους χώρους στις πρωτεύουσες του εξωτερικού. Δεν είχαμε καμία πολυτέλεια αυτού που λέμε “παραγωγή”.
Αλλά ηθικό πια το ζήτημα, να ολοκληρώσουμε αυτό που ξεκινήσαμε, να γράψουμε και την τελευταία λέξη της ιστορίας που ανακαλύψαμε. Από την άλλη, ήταν τόσο ενθαρρυντικό που πάρα πολλοί άνθρωποι ενώθηκαν και έτρεχαν μαζί μας, χωρίς να έχουν ίδιον όφελος και ξοδεύοντας τον προσωπικό τους χρόνο και τα χρήματά τους.
Κι αυτό από μόνο του θα ήταν όλη μας η ανταμοιβή.
Τώρα η ιστορία θα ταξιδέψει παντού, έφυγε από τα χέρια μας και ελπίζουμε να αποτελέσει ένα ακόμα λιθαράκι γνώσης για την Κάλλας, ώστε να βοηθήσει να γίνουν κι άλλες παραγωγές, ακόμα πιο σπουδαίες».
Απώτερος σκοπός της παραγωγής είναι να αξιοποιηθεί το πατρικό σπίτι της οικογένειας της Κάλλας στη Μεσσηνία, να γίνει ένα μουσείο – οδοιπορικό στις ρίζες της Ελληνίδας ντίβας μέσα από το ντοκιμαντέρ και τα προσωπικά αντικείμενα της ίδιας και της οικογένειάς της, και μελλοντικά να αποτελέσει έναν τουριστικό προορισμό σε συνδυασμό με την Αρχαία Μεσσήνη.
Του Παναγιώτη Μπαμπαρούτση