Πολέμησε στα χιονισμένα βουνά του Ελληνοαλβανικού Μετώπου
Ο πολεμιστής και ήρωας του έπους του ’40, Νικήτας Αγγελινάς, από την Κυπαρισσία, 104 ετών σήμερα, μιλά στο «Θ» για όσα έζησε στον πόλεμο, στα χιονισμένα βουνά του Ελληνοαλβανικού Μετώπου και οι αφηγήσεις του, πραγματικά, συγκλονίζουν!
Μόνο δέος μπορεί να αισθάνεται κανείς έχοντας απέναντί του έναν ήρωα και ακούγοντας τις μαρτυρίες του για όσα βίωσε, ενώ αντιλαμβάνεται το μεγαλείο της ψυχής των ανθρώπων εκείνων που έδωσαν μάχες και τις κέρδισαν για να είμαστε σήμερα εμείς ελεύθεροι. Άνθρωποι που τους πρέπει κάθε τιμή και ευγνωμοσύνη, την οποία, ωστόσο, η Ελληνική Πολιτεία δεν τους έχει αποδώσει, κι αυτό είναι το παράπονό του. Ποτέ και κανένας δεν τον ρώτησε, από το κράτος, για τον πόλεμο.
Ο κ. Αγγελινάς πολέμησε και επέζησε από πολλές μάχες, μένοντας στο Μέτωπο επί 8 περίπου μήνες. Μετά τον πόλεμο επέστρεψε στο σπίτι του στην Κυπαρισσία. Παντρεύτηκε την Αφροδίτη Νικολοπούλου, με την οποία απέκτησαν 5 παιδιά, ενώ έχει την τύχη να καμαρώνει 11 εγγόνια και 4 δισέγγονα.
Ο ίδιος είναι ένας από τους τελευταίους, εν ζωή, συμπατριώτες μας που αγωνίστηκαν υπέρ πίστεως και πατρίδος. Γεννήθηκε στην Περδικόβρυση Κυνουρίας το έτος 1912. Η οικογένειά του πούλησε τα χτήματά της στο χωριό και εγκαταστάθηκε στην Κυπαρισσία, στα Διπόταμα Φαρακλάδας. Πήγε φαντάρος και ανήκε στο 8ο Σύνταγμα Πεζικού, στο Ναύπλιο. Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος ήταν 28 χρόνων και το πατριωτικό καθήκον τον κάλεσε στο Μέτωπο.
«Στις 28 Οκτωβρίου κηρύχθηκε ο πόλεμος, ήτανε Κυριακή βράδυ και ξημέρωνε Δευτέρα. Το ίδιο βράδυ, θυμάμαι, έβρεχε και φύσαγε ένας δυνατός αέρας. Πήγα στο τρένο, και με το τρένο πήγα στο Ναύπλιο και παρουσιάστηκα. Όταν υπηρετούσα, ήμουν στο Λόχο Πολυβόλων. Εφόσον ήμουν καλός και έκανα θεωρία και στους άλλους, μ’ έκανε ο Λόχος Υποδεκανέα, τον πρώτο βαθμού του ελληνικού κράτους στο Στρατό για τους φαντάρους. Είναι μεγάλη δουλειά αυτή, και τιμή, μέσα σε 300 άτομα στο Λόχο να σε βγάλουνε πρώτο. Δε θυμάμαι πόσες μέρες καθίσαμε στο Ναύπλιο και από εκεί μπήκαμε στο τρένο και πήγαμε για το Μέτωπο, μέχρι την Καλαμπάκα. Από εκεί και πέρα, μέχρι το Αργυρόκαστρο, με τα πόδια. Και πηγαίναμε νύχτα. Μόλις νύχτωνε ξεκινάγαμε. Έβρεχε, κρύο έκανε, χειμώνας ήτανε, εμείς πηγαίναμε με τα πόδια και μόλις ξημέρωνε stop! Σταματάγαμε. Φοβόμαστε τα αεροπλάνα, μη μας δούνε. Όταν πήγαμε στο Αργυρόκαστρο, θυμάμαι ήταν 6 Δεκέμβρη και την άλλη μέρα στο Μέτωπο. Μαλισπάπ, έτσι το λέγανε, στην Κολώνια, το χωριό, στου Γκολέμη, άλλο χωριό, Προγονάτι, άλλο χωριό. Εκεί, χιόνι το ’να απάνου στ’ άλλο. Φύσαγε αέρας και σήκωνε το χιόνι κι έκανε χιονοθύελλα και μας σκέπαζε κάτω. Τα λέω και κλαίω. Πού ήμαστουνε! Κάναμε επίθεση, πιάσαμε ένα υψόμετρο, το λησμονάω πώς το λένε. Καθίσαμε εκεί 31 μέρες. Και μετά μας αντικαταστήσανε, ήρθανε άλλοι κι εμείς πήγαμε πίσω στο Λιμπόχοβο, και μετά ξαναπήγαμε στο Μέτωπο, προς την Κλεισούρα πήγα εγώ…
[…] Το πυροβολικό έριχνε οβίδες κι εμείς ήμαστουνε μες στις οβίδες. Στο Προγονάτι που κάτσαμε, απάνου στο λόφο, ήρθαν τα Χριστούγεννα. Δεν είχαμε την κουραμάνα είτε τίποτα. Τινάξανε τα σακιά που είχανε γαλέτα και ήτανε τρίμματα και μας δίνανε και τρώγαμε τρίμματα από τη γαλέτα…», ανέφερε πολύ συγκινημένος, αλλά και περήφανος που πολέμησε για την πατρίδα.
Συνεχίζοντας, αφηγήθηκε την παράδοση ενός τάγματος Ιταλών: «Στο λόφο που ήμαστουνε στο Προγονάτι, έγινε μάχη με τους Ιταλούς και εκείνοι σηκώνανε τα χεριά ψηλά και παραδινόσαστε. Μας λέγανε “Γρκέκο, Γκρέκο…”. Ολόκληρο τάγμα Ιταλών παρεδόθη και στο δικό μας τάγμα ήτανε διοικητής ο Ησαΐας και μεις του φωνάζαμε: “Έλα, κε Ησαΐα, να παραλάβεις το τάγμα σου”!
Οι Ιταλοί αιχμάλωτοι κλαίγανε. Παντρεμένοι, βγάνανε τις φωτογραφίες με τις γυναίκες και με τα παιδιά τους…».
Σε άλλο σημείο της αφήγησής του ανέφερε: «Είδα το μουλάρι που τράβαγε το σκοτωμένο Ιταλό και έτρωγε τα ρούχα του. Μάλιστα. Δεν είχε να φάει τίποτα το μουλάρι, τι να έτρωγε, το χιόνι; Κι έτρωγε τα ρούχα του…».
Η φωνή του «έσπασε», όταν μίλησε για ένα περιστατικό με ένα συμπολεμιστή του: «Ένας που είχε παντρευτεί, φαντάρος, την Κυριακή και τη Δευτέρα κηρύχθηκε ο πόλεμος. Σκοτώθηκε. Και ερχόντουσαν τα γράμματα από τη γυναίκα του. Κλαίγαμε, κλαίγαμε, κλαίγαμε την τύχη του».
[…] «Τραυματίες πολλοί, σκοτωμένοι δίπλα μας. Τους βάζαμε στον ώμο να τους μεταφέρουμε… Κάτω, η Κολώνια είχε μια σπηλιά και ήτανε οι γιατροί. Χειρουργείο το είχανε κάνει. Φαντάροι νέοι σκοτωμένοι, τραυματίες, τι πάθαμε…», λέει με βαθιά συγκίνηση και θλίψη για τους χαμένους συμπολεμιστές του.
Με τις ώρες μπορεί ο κ. Αγγελινάς να αφηγείται τα βιώματά του στο Μέτωπο. Βιώματα που έχουν χαραχθεί στη μνήμη και την ψυχή του. Ο ίδιος εκφράζει και το παράπονό του: «Κανένας δε με ρώτησε αν είμαι πολεμιστής, είτε αν έχω κρυοπαγήματα, κανείς δε μ’ έχει ρωτήσει. Το παράπονό μου. Δουλέψαμε, σκοτωθήκαμε, κουραστήκαμε, κρυώσαμε, πουντιάσαμε, υποφέραμε, αλλά κανένας δε βρέθηκε να με ρωτήσει “είσαι πολεμιστής;”. Όχι, δε με ρώτησε. Έπρεπε να μας δίνουνε σύνταξη, κάτι, εμάς που πολεμήσαμε και υποφέραμε…».
Του Ηλία Γιαννόπουλου