Πώς θα οργανώσει το ελαιόλαδο το ταξίδι του στις διεθνείς αγορές
Στο 92% το μερίδιο Ιταλίας και Ισπανίας στις εξαγωγές, όταν το αντίστοιχο ελληνικό μόλις που αγγίζει το 8%
Διπλή προσπάθεια πρέπει να καταβάλλουν οι Έλληνες παραγωγοί και επιχειρηματίες για να επικρατήσουν στις εξαγωγές ελαιολάδου, έναν τομέα στον οποίο οι ανταγωνιστές τους δραστηριοποιούνται εδώ και 20 χρόνια, και να αφήσουν πίσω τους την εποχή της εξαγωγής ελαιολάδου χύδην, που είχε ως αποτέλεσμα να χάνει το προϊόν την υπεραξία που θα μπορούσε να έχει δεδομένης της εξαιρετικής του ποιότητας.
Ενδεικτικό είναι ότι η Ιταλία και η Ισπανία κατέχουν τη μερίδα του λέοντος όσον αφορά στις εξαγωγές ελαιολάδου, αφού, όπως καταδεικνύουν και τα στοιχεία του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στο Παρίσι, το μερίδιο των ιταλικών και ισπανικών εξαγωγών ελαιολάδου στις 15 πιο σημαντικές αγορές αγγίζει το 92%, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο των ελληνικών εξαγωγών ανέρχεται στο 8%. Και μάλιστα, το τυποποιημένο ελαιόλαδο, το οποίο τιμολογείται πολύ περισσότερο από το χύμα, περιορίζεται στο 5%.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Γραφείου, ένα λίτρο τυποποιημένου ελαιολάδου τιμολογείται από 6 έως 30 ευρώ, ενώ ένα λίτρο παρθένου ελαιολάδου χύδην στα 2,3 ευρώ.
Χωρίς στρατηγική
Εκτός από χύδην και φτηνά, το ελληνικό ελαιόλαδο εξάγεται και με λάθος εικόνα, όπως σημείωσε ο Δημοσθένης Μπρούσαλης, διευθυντής της Dasc Branding, στο συνέδριο «Εξαγωγές Ελαιολάδου» που διοργανώθηκε στο πλαίσιο της έκθεσης ΕΛΑΙΟΤΕΧΝΙΑ 2014 το Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου, στο ξενοδοχείο Athens Plaza.
Όπως προκύπτει και από τα στοιχεία της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου των ΗΠΑ, που παρέθεσε η Έλενα Παραβάντη, διατροφολόγος και δημοσιογράφος, η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από έλλειψη μάρκετινγκ, διαφοροποίησης του προϊόντος και ενημέρωσης των καταναλωτών σχετικά με την ποιότητα του ελληνικού ελαιολάδου, ενδεικτικό της οποίας αποτελεί το γεγονός ότι αναμειγνύεται με άλλα ελαιόλαδα για να ανεβάσει την ποιότητά τους.
Εξόφθαλμο παράδειγμα αυτής της καθυστέρησης αποτελεί η σύνδεση της μεσογειακής διατροφής από τους ξένους με την Ιταλία και όχι με την Ελλάδα, παρόλο που εντοπίστηκε στην Κρήτη.
Γενικότερα, δεν υπάρχει κεντρική στρατηγική όσον αφορά στις εξαγωγές. Όπως δήλωσε στην Agrenda η Κατερίνα Παπαϊωάννου, διευθύντρια εξαγωγών της Ecogreen LTD, «δεν είναι οργανωμένη κρατικά η συμμετοχή μας σε εκθέσεις που έχουν ως στόχο τις εξαγωγές, αφού δεν έχουν γίνει κινήσεις για να κατεβαίνουν ομαδικά οι Έλληνες εξαγωγείς».
Αντιθέτως, η Τουρκία, για παράδειγμα, έχει εδώ και χρόνια δυναμική παρουσία στο ελαιόλαδο με εθνικές συμμετοχές σε εκθέσεις. Ακόμα και το επιδοτούμενο πρόγραμμα του ΕΣΠΑ «Εξωστρέφεια» βοηθά επιχειρήσεις που έχουν κλείσει μια εταιρική χρήση, έχουν δραστηριοποιηθεί δηλαδή πάνω από ένα χρόνο. Συνεπώς, μένει στον ιδιώτη να χρηματοδοτήσει με ίδιους πόρους τη συμμετοχή του σε μια εμπορική έκθεση.
Έλλειψη εμπιστοσύνης
Στην ανύπαρκτη κρατική και κοινοτική βοήθεια έρχεται να προστεθεί και η έλλειψη εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών στις ελληνικές εταιρείες, η οποία παρατηρείται από το 2009 και μετά λόγω της αστάθειας και του οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα. Ως εκ τούτου, «δε γίνονται εφάπαξ καταβολές πριν ξεκινήσει μία φόρτωση», σημειώνει η κυρία Παπαϊωάννου.
Όπως τόνισε στο συνέδριο η Τζένη Σκοτίδη, διευθύντρια της SimplyExports, «κανείς δε δίνει τα λεφτά του μπροστά για να αγοράσει ελληνικά προϊόντα απ’ τη στιγμή που δεν ξέρει αν θα του φορτώσει ο υποψήφιος εξαγωγέας».
Επιπλέον, ο Οργανισμός Ασφάλισης Εξαγωγικών Πιστώσεων δεν ασφαλίζει πια τις εξαγωγικές πιστώσεις.
Προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα και να βγουν οι ενδιαφερόμενοι στις ξένες αγορές, χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια. Όπως δήλωσε στην Agrenda ο παραγωγός Τάσος Ανέστης, που τυποποίησε φέτος μετά από 3 χρόνια προσπάθειας το ελαιόλαδό του, «η διαδικασία της τυποποίησης και της εξαγωγής δεν είναι υπόθεση ενός ατόμου. Χρειάζεται η συνεργασία με ανθρώπους, με τους οποίους μπορείς να συγχρωτιστείς».
Φορτώνουμε χωρίς να ασφαλίζουμε
«Είμαστε η μόνη χώρα που φορτώνουμε χωρίς να ασφαλίζουμε», τόνισε ακόμη η Τζένη Σκοτίδη. Αυτό αποτελεί «το μεγαλύτερο λάθος που μπορούμε να κάνουμε ως εξαγωγείς», συμπληρώνει.
Σύμφωνα με την κυρία Σκοτίδη, η διαπραγμάτευση ασφαλών όρων πληρωμής αποτελεί προϋπόθεση για μια ανταγωνιστική εξαγωγική δραστηριότητα, όπως και η στρατηγική τιμολόγησης, η οποία είναι, επίσης, απαραίτητη για επιτυχημένες εξαγωγές. «Οι περισσότεροι που ξεκινάνε τώρα επιλέγουν τιμολόγηση βάσει της τιμής κόστους», που, σύμφωνα με την Τζ. Σκοτίδη, είναι και το πιο σωστό για όσους έχουν μόλις αρχίσει να δραστηριοποιούνται στις εξαγωγές ελαιολάδου.
Χωρίς σχεδιασμό
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει κεντρική κατεύθυνση όσον αφορά την προώθηση του ελαιολάδου με στόχο τις εξαγωγές. Την κατάσταση στον τομέα των ελληνικών εξαγωγών ελαιολάδου περιέγραψαν επιστήμονες, εξαγωγείς, επιχειρηματίες και παραγωγοί στο συνέδριο «Εξαγωγές ελαιολάδου» το Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου στο ξενοδοχείο Athens Plaza στο Σύνταγμα.
Οι ομιλητές συμβούλευσαν τους υποψήφιους εξαγωγείς, εξέθεσαν τα χαρακτηριστικά και τις απαιτήσεις ξένων αγορών και αντάλλαξαν τις εμπειρίες τους.
Η ημερίδα διοργανώθηκε στο πλαίσιο της Έκθεσης Ελαιοτεχνία 2014, η οποία θα πραγματοποιηθεί 7 – 10 Μαρτίου στο παλαιό Δυτικό Αεροδρόμιο στο Ελληνικό, και των 2 διαγωνισμών που «τρέχουν» παράλληλα με την έκθεση: Ποιότητας Εξαιρετικού Παρθένου Ελαιολάδου (Ισχυρής, Μέτριας και Ελαφράς έντασης Φρουτώδους) και καλύτερης Συσκευασίας Τυποποιημένου Ελαιολάδου (Περιέκτης, Καινοτομία, Συνολική Εικόνα, Ετικέτα).
Η συμμετοχή είναι εξαιρετικά αυξημένη σε σχέση με πέρσι. «Έχουμε αυτή την περίοδο 35 συμμετοχές και ο διαγωνισμός θα γίνει σε 6 μήνες. Τις προηγούμενες χρονιές την αντίστοιχη περίοδο οι συμμετοχές ήταν 3 – 4», αναφέρει ο Γιώργος Κουβέλης, γενικός διευθυντής της έκθεσης Ελαιοτεχνία. Όπως διαπιστώνει, «είναι πολλοί αυτοί που θέλουν να ασχοληθούν με το ελαιόλαδο ως επαγγελματική απασχόληση».
Αυτό το αυξημένο ενδιαφέρον παρατηρήθηκε πέρσι. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Γ. Κουβέλη, «οι συμμετοχές του διαγωνισμού φτάσανε τις 100 πέρσι, σημειώνοντας αύξηση σχεδόν 50% σε σχέση με πρόπερσι». Τα βραβεία αποτελούν σημαντικά εργαλεία στην εξαγωγική δραστηριότητα, αφού αποδεικνύουν την ποιότητα των προϊόντων – νικητών και τους προσθέτουν αξία.
Θέλουν μελέτη οι αγορές, τονίζουν οι ειδικοί
Σωστή προώθηση, συσκευασία και ενδελεχή έρευνα της ξένης αγοράς είναι τα προαπαιτούμενα προκειμένου οι Έλληνες παραγωγοί και επιχειρηματίες να εξάγουν τυποποιημένο ελαιόλαδο, αφού η ποιότητά του είναι δεδομένη.
Συγκεκριμένα, όπως τόνισαν οι ομιλητές στο συνέδριο «Εξαγωγές Ελαιολάδου», για να καταφέρουν οι ενδιαφερόμενοι να εξάγουν τα προϊόντα τους, πρέπει οπωσδήποτε να συμμετέχουν σε εμπορικές εκθέσεις, 1 – 2 ανά χώρα, όπου ο κόσμος της παραγωγής συναντάει αυτόν της αγοράς.
Προηγουμένως, όμως, είναι απαραίτητο να έχουν αποστείλει επιστολές παρουσίασης της εταιρείας και των προϊόντων τους τονίζοντας τα δυνατά τους σημεία και να έχουν δημιουργήσει ιστοσελίδα, ώστε να μπορούν να εντοπιστούν από τους υποψήφιους αγοραστές.
Η ιστοσελίδα, όπως επισήμαναν οι ομιλητές του συνεδρίου, είναι απαραίτητη για την προβολή του προϊόντος. Όμως, είναι χρήσιμο να περιέχει πρακτικά στοιχεία που πείθουν τον καταναλωτή να αγοράσει το συγκεκριμένο ελαιόλαδο και να αποφεύγονται τα ιστορικά, περιγραφικά και μυθολογικά στοιχεία. Επίσης, πρέπει να περιέχονται στην ιστοσελίδα χρήσιμες πληροφορίες με στόχο να καταρριφθούν οι μύθοι που υπάρχουν για το ελληνικό ελαιόλαδο σε ξένες αγορές, όπως, για παράδειγμα, ότι παχαίνει ή ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε γλυκά, όπως πιστεύουν οι Αμερικανοί καταναλωτές.
Εκτός από την καλή προώθηση του προϊόντος, που επιτυγχάνεται με τις εκθέσεις και την ιστοσελίδα, είναι απαραίτητη και η σωστή επιλογή συσκευασίας και μπουκαλιού, η οποία πρέπει να γίνεται με στόχο τη διαφοροποίηση του προϊόντος στο ράφι, λαμβάνοντας υπόψη τους πελάτες στους οποίους απευθύνεται το προϊόν (target group) και τα αισθητικά πρότυπα.
Σύμφωνα με την Άρτεμις Κοκκινάκη, δημιουργική διευθύντρια του Art Studio, «το καλό αποτέλεσμα στο μπουκάλι εξαρτάται από την πληροφόρηση που θα δώσει ο παραγωγός στο σχεδιαστή σχετικά με το προϊόν για να δημιουργήσει την ετικέτα που θέλει».
Πολύ σημαντική, τέλος, για μία αποτελεσματική εξαγωγική δραστηριότητα είναι η έρευνα σχετικά με τα χαρακτηριστικά του ξένου καταναλωτή, τον πολιτισμό του και, βέβαια, τη νομοθεσία που διέπει τη λειτουργία των ξένων αγορών.
Κλειστή για την Ελλάδα η γαλλική αγορά
Οι ελληνικές εξαγωγές ανέρχονται στα 4,9,
ενώ οι ισπανικές στα 213 εκατ. ευρώ
Στις ευκαιρίες που υπάρχουν στη γαλλική αγορά για τις εξαγωγές έξτρα παρθένου, καθώς και βιολογικού ελαιολάδου, αναφέρεται έκθεση που δημοσιοποίησε το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στο Παρίσι.
Όπως επισημαίνει, όμως, η χώρα μας δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί τη γαλλική αγορά, που ενδιαφέρεται για καλής ποιότητας ελαιόλαδα, αλλά και για βιολογικά τα οποία πωλούνται σε πολύ υψηλές τιμές.
Αντιθέτως, η Ισπανία και η Ιταλία αξιοποιούν πλήρως την ευρωπαϊκή νομοθεσία για ελεύθερη διακίνηση των αγαθών και καλύπτουν εξαγωγικά το παραγωγικό κενό στη γαλλική αγορά ελαιολάδου.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ακόμη και η εξαγωγική διείσδυση της Τυνησίας και του Μαρόκου. Η Γαλλία, ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελεί ιδανικό προορισμό κατεύθυνσης των ελληνικών εξαγωγών. Εντούτοις, σύμφωνα με τα στοιχεία της Αρχής Τελωνείων Γαλλίας, οι εξαγωγές ελληνικού ελαιολάδου είναι ισχνές στη γαλλική αγορά και η αξία τους ανήλθε το 2012, σε 4,9 εκατ. ευρώ, ενώ στην αντίστοιχη περίοδο η αξία των εξαγωγών ισπανικού ελαιολάδου ανήλθε στα 213 εκατ. ευρώ.
Όπως προκύπτει από πρόσφατα ευρωπαϊκά στοιχεία, ο Γάλλος καταναλωτής κατατάσσεται στην 9η θέση παγκοσμίως αναφορικά προς τις ποσότητες ανάλωσης ελαιολάδου. Η αγορά της Γαλλίας προσφέρει ένα ελκυστικό πεδίο για εισαγωγές από το παγκόσμιο εξαγωγικό φάσμα, δεδομένου ότι κυριαρχεί ανισομέρεια και αναντιστοιχία μεταξύ οριακής εγχώριας παραγωγής και υψηλής εγχώριας κατανάλωσης (περίπου 6.000 τόνοι ετήσια παραγωγή – 100.000 τόνοι ετήσια κατανάλωση σύμφωνα με στοιχεία της Διεπαγγελματικής Ένωσης Ελαιοπαραγωγών Γαλλίας).
Το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο αποτελεί το συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας μας, καθώς η Ελλάδα είναι η μεγαλύτερη παραγωγός – χώρα. Ωστόσο, αναφορικά προς τη γαλλική αγορά καταλαμβάνει την έκτη θέση στην κατάταξη των προμηθευτριών χωρών και συγκεκριμένα έπεται του Βελγίου και της Πορτογαλίας
Στη Γαλλία τα σούπερ μάρκετ αποτελούν το κυριότερο κανάλι διανομής, με τις τιμές, τις συσκευασίες και τις επωνυμίες να παρουσιάζουν αξιόλογες διαφοροποιήσεις. Σημαντικό κανάλι διανομής αποτελούν και τα καταστήματα λιανικής πώλησης σχετικής δυναμικότητας, όπως ντελικατέσσεν και υπαίθριες αγορές, ενώ το συνολικό εύρος των πωλήσεων μέσω αυτών αντιπροσωπεύει ποσοστό 11%, γεγονός που παρέχει τη δυνατότητα σε μικρότερους παραγωγούς να τοποθετηθούν στη γαλλική αγορά. Όπως επισημαίνει η έκθεση, το συγκεκριμένο αγοραστικό κοινό, ιδιαίτερα των καταστημάτων ντελικατέσσεν, αναζητά εξαιρετικά ποιοτικά και βιολογικά προϊόντα με χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στα συγκριτικά πλεονεκτήματα του ελληνικού ελαιολάδου.
Επίσης, τα καταστήματα βιολογικών προϊόντων και ντελικατέσσεν απευθύνονται σε ένα καταναλωτικό κοινό υψηλού μορφωτικού επιπέδου με αυξημένη αγοραστική δύναμη, θετικά διακείμενο σε προϊόντα που θεωρεί υψηλής ποιότητας και κατεξοχήν υγιεινά χωρίς να συναρτά την επιλογή του αυστηρά προς το ύψος της τιμής.
Στη γαλλική αγορά οι τιμές των βιολογικών ελαιολάδων κυμαίνονται από 10 ευρώ έως και 40 ευρώ ανά λίτρο. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τιμές άνω των 20 ευρώ ανά λίτρο συνήθως αντιστοιχούν σε βιολογικό ελαιόλαδο Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ), απευθυνόμενο στο πλέον απαιτητικό κοινό με υψηλό εισόδημα.
ΠΗΓΗ: agronews