Το περιβάλλον μέσα στο οποίο καλείται να λειτουργήσει ο ελληνικός ελαιοκομικός τομέας (και ιδιαίτερα το ελαιόλαδο) σήμερα και πολύ περισσότερο αύριο, είναι εντελώς διαφορετικό απ’ αυτό του ’90 και 2000.
Τα πάντα διαφοροποιούνται, αφού οι μηχανισμοί στήριξης του παραγωγού λόγω ΚΑΠ έχουν σχεδόν διαλυθεί, η αγορά λειτουργεί με βάση την προσφορά και ζήτηση, η Ισπανία πλησιάζει το όριο του 1,7 εκατ. τόνου με πάνω από 35% extra παρθένο και έλεγχο της αγοράς (παραγωγής και ζήτησης) και υπάρχει είσοδος στην αγορά νέων ανταγωνιστικών χωρών (Τυνησία, Μαρόκο, Τουρκία κ.λπ.) με χαμηλό κόστος παραγωγής. Πολλές χώρες προωθούν φιλόδοξα προγράμματα δημιουργίας νέων φυτειών για: α) κάλυψη της αυξανόμενης εσωτερικής ζήτησης (Αλγερία, Μαρόκο, Αλβανία και Κροατία), β) αύξηση των μεριδίων τους στις διεθνείς αγορές (Ισπανία, Τουρκία, Αίγυπτος, Τυνησία, Συρία). Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η καλλιέργεια της ελιάς επεκτείνεται και σε άλλες περιοχές, εκτός της μεσογειακής λεκάνης, με ευνοϊκές κλιματολογικές συνθήκες. Πολλές από αυτές τις χώρες στο παρελθόν σημείωσαν σημαντικές επιτυχίες με άλλα παραδοσιακά μεσογειακά προϊόντα όπως το κρασί (Αργεντινή, Χιλή, Αυστραλία, Καλιφόρνια).
Στη χώρα μας ο ελαιοκομικός τομέας έχει συγκριτικό πλεονέκτημα (παραδοσιακός ελαιώνας, ποικιλίες, χαμηλές εισροές, κ.λπ.) σε σχέση με άλλες χώρες της Ε.Ε. (Ισπανία, Πορτογαλία) και της μεσογειακής λεκάνης (Μαρόκο, Τυνησία, Αίγυπτος, κ.λπ.), που κυριαρχούν οι εντατικοί και υπερ-εντατικοί ελαιώνες (150 – 220 δένδρα ανά στρέμμα) με αυξημένες εισροές. Επιπλέον, η παγκόσμια αγορά για το ελαιόλαδο, ιδιαίτερα το πιστοποιημένης ποιότητας (συμπεριλαμβανομένης και της οργανοληπτικής) και ασφάλειας, είναι σήμερα ελλειμματική και αναμένεται να είναι ευνοϊκή τα επόμενα χρόνια, με δεδομένη την αύξηση της κατανάλωσης του προϊόντος στις χώρες BRIC (Βραζιλία, Ρωσία, Κίνα) αλλά και στην Ε.Ε., που παραμένει η υπ’ αριθμόν ένα αγορά για το προϊόν. Από τα στοιχεία του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιοκομίας η παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου την περίοδο 1990 – 2012 αυξήθηκε κατά 75% και η κατανάλωση κατά 74,4%.
Η Ισπανία με στρατηγικό σχέδιο από το 1990 για την αύξηση της παραγωγής και τη βελτίωση της ποιότητας πέτυχε να υπερδιπλασιάσει την παραγωγή το 2013, φτάνοντας τους 1.700.000 τόνους, από τους οποίους πάνω από το 35% είναι έξτρα παρθένο.
Η Ιταλία, που έχει επικεντρώσει την προσπάθεια στην ποιότητα του ελαιολάδου, απολαμβάνει πολύ υψηλότερες τιμές παραγωγού. Οι άλλες μεσογειακές χώρες, με ευνοϊκές συνθήκες, επενδύουν με σχεδιασμό στην ανάπτυξη της ελαιοκομίας (αύξηση της ποσότητας και βελτίωση της ποιότητας).
Η Τυνησία ξεπέρασε τους 200.000 τόνους, η Τουρκία τους πλησιάζει με μία μεγάλη δυναμική στον τομέα, ενώ στο Μαρόκο η παραγωγή αυξήθηκε πάνω από 200%. Τα μέχρι σήμερα αποτελέσματα καλλιέργειας της ελιάς στις νέες χώρες (Αργεντινή 25.000 τόνους, Αυστραλία 18.000 τόνους, Χιλή 16.000 τόνους, ΗΠΑ – Καλιφόρνια 10.000 τόνους, Κίνα 6.000 τόνους) δεν είναι ιδιαίτερα ικανοποιητικά, λόγω οριακών εδαφοκλιματικών συνθηκών και δυνατότητες σημαντικής αύξησης της παραγωγής. Οι πιθανές τεχνολογικές εξελίξεις (δημιουργία νέων ποικιλιών, μέθοδοι καλλιέργειας κ.λπ.) ενδεχομένως δε θα επιτρέψουν τα επόμενα χρόνια τη δημιουργία δυναμικών κλάδων ελαιοπαραγωγής. Μεσοπρόθεσμα η εμφάνιση των νέων χωρών δε θα διαταράξει τις ισορροπίες προσφοράς – ζήτησης που επικρατούν στις διεθνείς αγορές, αφού το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους θα συνεχίσει να απευθύνεται στην ταχύτατα διευρυνόμενη εσωτερική τους αγορά. Η σημαντική συνεισφορά της ανάπτυξης της καλλιέργειας της ελιάς στις νέες χώρες είναι ότι το ελαιόλαδο και μάλιστα το εξαιρετικά παρθένο, μπαίνει στην κουλτούρα τους.
H χώρα μας με τα δομικά προβλήματα που έχει δεν μπορεί να «παίξει» στον τομέα της ποσότητας με ανταγωνιστικό κόστος παραγωγής σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον και θα πρέπει να στραφεί σε παραδοσιακές και ήπιες μορφές καλλιέργειας της ελιάς για την παραγωγή ποιοτικών και ασφαλών ελαιοκομικών προϊόντων, σημαντικής προστιθέμενης αξίας, καθώς το διεθνές περιβάλλον είναι ευνοϊκό. Παρά τη μείωση των συνολικών επιδοτήσεων και της αναδιανομής των προϋπολογισμών μεταξύ των παλαιών και νέων χωρών μελών, ο ελαιοκομικός τομέας πρέπει να έχει σημαντική υποστήριξη (αν και με τις μέχρι σήμερα αποφάσεις για την περίοδο 2015 – 20 δεν την έχει), γιατί αποτελεί μια παραδοσιακή, εκτατική καλλιέργεια που συνεισφέρει στα «δημόσια αγαθά» (ανάπτυξη υπαίθρου, διατήρηση του κοινωνικού ιστού, προστασία περιβάλλοντος κ.λπ.).
Το γενικότερο κλίμα, πάντως, είναι ευνοϊκό για το ελαιοκομικό προϊόν, αλλά οι όποιες κινήσεις θα πρέπει να γίνουν συντονισμένα, καθώς η ωρίμανση των αγορών απαιτεί ολοένα και καλύτερη ποιότητα και ασφάλεια, σε βάθος έρευνα της αγοράς, κατάλληλη προώθηση και προβολή και εργαλεία marketing, που να συνεισφέρουν στην καλή εικόνα που έχει για το ελαιοκομικό προϊόν ο καταναλωτής.
Φτάνει, φυσικά, η προσπάθεια να είναι σοβαρή, συντεταγμένη, με εθνική στρατηγική, αξιοποίηση και ανάδειξη των συγκριτικών πλεονεκτημάτων του ελληνικού ελαιολάδου και της ελληνικής επιτραπέζιας ελιάς. Και όχι με νοοτροπίες παρελθόντος, που ο ελαιοκομικός τομέας είχε από τις μεγαλύτερες συμμετοχές στα κοινοτικά πρόστιμα, συνολικού ύψους 2,5 δισ. ευρώ, που επέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στη χώρα μας για κακοδιαχείριση αγροτικών ενισχύσεων και επιδοτήσεων. Υπάρχουν το γενετικό υλικό (ποικιλίες) και οι εδαφοκλιματικές συνθήκες για να επιτευχθεί ο στόχος. Όμως, δε φτάνουν. Στη νέα τάξη πραγμάτων είναι απαραίτητες οι γνώσεις, η επιστημονική έρευνα, η εκπαίδευση και κατάρτιση, η επιχειρηματική οργάνωση και η έρευνα της αγοράς.
Η εθνική στρατηγική, αφενός, θα αντιμετωπίζει τα προβλήματα και τις αδυναμίες του παρελθόντος και, αφετέρου, θα αναδεικνύει τα πλεονεκτήματα που υπάρχουν. Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής, η χώρα μας θα πρέπει να επενδύσει στην ανάδειξη και κατοχύρωση (rights) των ελληνικών ποικιλιών ελιάς, να στοχεύει στη μείωση κόστους παραγωγής (ομάδες παραγωγής, εφαρμογή συστημάτων ολοκληρωμένης ή και βιολογικής καλλιέργειας), τη βελτίωση και διασφάλιση της ποιότητας και ασφάλειας του προϊόντος (εκσυγχρονισμός και πιστοποίηση ελαιουργείων, ιχνηλασιμότητα, κ.λπ.), την εξυγίανση του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς (πάταξης νοθείας, ελληνοποιήσεων), τη διαφοροποίησή του από τα σπορέλαια (ενημέρωση καταναλωτών) και την ουσιαστική ποσοτική διεύρυνση της παρουσίας του επώνυμου ποιοτικού ελληνικού ελαιολάδου και της επιτραπέζιας ελιάς στις μεγάλες αγορές του εξωτερικού. Μία δυναμική ελληνική απάντηση στην επιδιωκόμενη «ελαιοκομική παγκοσμιοποίηση» θα μπορούσε να είναι η επιλογή και καλλιέργεια σε κάθε περιοχή των ντόπιων ελληνικών ποικιλιών, όπου είναι δυνατό.
Πηγή: Χανιώτικα Νέα
Του Κώστα Χαρτζουλάκη
*Γεωπόνος – ερευνητής, τ. διευθυντής Ινστιτούτου Ελιάς και Υποτροπικών Φυτών