Αποθεώνει το ελαιόλαδο της Μεσσηνίας το περιοδικό της αεροπορικής εταιρείας Air France, στο τεύχος Απριλίου 2015! Ο Fred Chesneau επέλεξε την Πελοπόννησο και ιδιαίτερα την περιοχή της Καλαμάτας, το ιερόν της ελιάς, ως πεδίο όπου εξελίσσεται η νέα του εξερεύνηση, όπως αναφέρει το περιοδικό, που φέρει τον τίτλο Air France Magazine. «Είναι ένας globe-cooker και κατόρθωσε να φθάσει στην πηγή των προϊόντων και των συνταγών που σφυρηλάτησαν την ελληνική γαστρονομική κληρονομιά εδώ και εκατοντάδες χρόνια», εξηγεί η εισαγωγή. Ιδού ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα: «Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΑΣΙΝΟΥ ΔΙΑΜΑΝΤΙΟΥ» «Με φύλλωμα που έχει χρώμα χαλκοπράσινο με ασημένιες αντανακλάσεις και με πυκνότητα αντίστοιχη του δάσους του Αμαζονίου, οι ελαιώνες του Μεσσηνιακού Κάμπου, που αποκαλείται επίσης η πεδιάδα των ελαιώνων, και ο τόσο κοντινός με τη γη ήλιος του χειμώνα, μ’ αφήνουν να ελπίζω ότι όλες οι προϋποθέσεις ενώθηκαν για να οδηγήσουν σε πέρας την αναζήτησή μου: να ανακαλύψω ένα ελαιόλαδο τόσο σπάνιο και τόσο μυστικό, που οι παραγωγοί του το κρατούν μόνο για δική τους κατανάλωση. Φέρει το όνομα αγουρέλαιο – όχι ώριμο, στα ελληνικά. Διότι, αντίθετα με τα κοινώς αποδεκτά, όσο πιο πράσινος (δηλαδή πρώιμος) είναι ο καρπός, τόσο το νέκταρ που παράγεται θα είναι πιο φρουτώδες, πιο πιπεράτο, πιο ποιοτικό και με περισσότερο “χαρακτήρα”».
Με τον τρόπο αυτό ξεκινά το κείμενο, που παραθέτει στη συνέχεια τη μύηση του συγγραφέα στην καλλιέργεια και στη συγκομιδή της ελιάς από το Βασίλη και τον Πέτρο Χάντζιο, πατέρα και γιο, «παραγωγούς ελαιολάδου επί 7 γενιές», σύμφωνα με τον globe-cooker.
«Εδώ και τέσσερα χρόνια, ο Πέτρος και ο αδελφός του Γρηγόρης είχαν την καλή ιδέα να εξάγουν στη Γαλλία το οικογενειακό ελαιόλαδο, που ονομάσθηκε για την περίσταση Κάλιος, όμορφη σύνθετη λέξη, από τις λέξεις Καλαμάτα και ήλιος. Το ελαιόλαδο αυτό, κατόπιν επιλογής, κοσμεί τα τραπέζια μετρημένων στα δάχτυλα σεφ της Γαλλίας», εξηγεί ο συγγραφέας και εξερευνητής των μυστικών του εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου της περιοχής μας.
ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΚΑΙ ΕΚΘΛΙΨΗ
Οι μέντορές του τον μυούν στην ελληνική φιλοξενία, λέξη την οποία προσπαθεί να μεταφράσει με τρεις γαλλικές, καθώς και «στη μακρά διαδικασία παρασκευής αυτού του ελληνικού φίλτρου», όπως αποκαλεί το ελαιόλαδο έχοντας στο νου του τον Αστερίξ και το φίλτρο του δρυίδη, καθώς κάνει ανάλογες αναφορές στη συνέχεια, περιγράφοντας το οικογενειακό κυριακάτικο τραπέζι και συγκρίνοντάς το με το τραπέζι, με το οποίο κλείνουν όλες οι περιπέτειες του Γαλάτη ήρωα.
Ο Fred Chesneau ξεκινά από τη συγκομιδή, με το δεμπλάκι στο χέρι. Στη συνέχεια και με ταχύτητα, ο ελαιόκαρπος περνά στο επόμενο στάδιο, στην επεξεργασία του στο ελαιοτριβείο. Κατόπιν, έρχεται η ώρα της δοκιμής, όπως στα κρασιά: «Το αποτέλεσμα και τα συναισθήματα είναι άμεσα – όλα βρίσκονται στο ραντεβού με τη μύτη και τον ουρανίσκο! Πρώτα έρχονται αρώματα φρεσκοκομμένης χλόης και ένα αίσθημα ελαφρώς πικάντικου, που δίδουν σταδιακά τη θέση τους σε λεπτές γεύσεις με νύξεις από πιπέρι και άνθη. Είναι ταυτοχρόνως αγνό, γευστικό και σύνθετο… όπως η Ελλάδα», γράφει ο δοκιμαστής και λάτρης του μεσσηνιακού αγουρελαίου.
ΜΑΘΗΜΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ
Ο περιηγητής της Μεσσηνιακής Γης, Fred Chesneau, αναφέρεται στο μάθημα για τις ποικιλίες του ελαιοδένδρου, που του έκαναν οι οικοδεσπότες του. Πρώτη κατά σειράν αναφέρεται η Χονδρολιά, η βρώσιμη ποικιλία Καλαμάτας, που κάνει γνωστή την περιοχή μας εδώ και αιώνες παγκοσμίως και ακολουθούν οι υπόλοιπες.
Ο συγγραφέας εξηγεί τι σημαίνει «πρώτη ψυχρή πίεση» και τονίζει: «Εάν οι Ισπανοί είναι οι πρώτοι παραγωγοί παγκοσμίως, οι Έλληνες που βρίσκονται στην τρίτη θέση, είναι οι πρώτοι καταναλωτές ελαιολάδου, με 25 λίτρα κατά κεφαλήν ετησίως: τι μας επιφυλάσσεις, κρητική (σ.σ. εννοεί μεσογειακή) δίαιτα!».
Ο Fred Chesneau περιγράφει όσα είδε και ένιωσε, τρώγοντας – μεταξύ άλλων – τοπικές λιχουδιές της στεριάς και της θάλασσας σε καταστήματα του Νεοχωρίου Μελιγαλά και των Κιτριών και αποδίδει τη νοστιμιά τους, σε ένα βαθμό, στο γεγονός ότι μαγειρεύονται με εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο. Βεβαίως, δεν παραλείπει να εξηγήσει πώς τον μάγεψε η μαρμελάδα πορτοκάλι, που συνιστά να την απλώσει κανείς σε ένα γνήσιο ελληνικό γιαούρτι, για να τη γευθεί.