Την πολιούχο τους Παναγιά Μυρτιδιώτισσα γιόρτασαν το περασμένο Σάββατο οι κάτοικοι της Πύλου. Ο μητροπολίτης Μεσσηνίας, απευθυνόμενος στους πιστούς, αναφέρθηκε στο ιστορικό της Ιεράς Εικόνος και τόνισε ότι η Παναγία Μυρτιδιώτισσα αποτελεί ενίσχυση και ελπίδα στις δοκιμασίες που διανύουμε. Παράλληλα, σχολιάζοντας τις προσπάθειες κάποιων για αλλοίωση της ταυτότητας του έθνους μας, τόνισε ότι ”η θρησκευτική συνείδηση των Ελλήνων δεν κινδυνεύει από κανέναν ούτε μπορεί να υπονομευθεί“.
Με αφορμή το μάθημα των Θρησκευτικών κάλεσε τους υπευθύνους σε διάλογο με την Εκκλησία, προς αποφυγή δυσάρεστων εξελίξεων. «Το μάθημα των Θρησκευτικών δεν έχει να κάνει μόνο με τη γνώση των θρησκειών, αλλά πάνω από όλα αποτελεί μορφή παιδείας, εκπαίδευσης και συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας» σημείωσε ο μητροπολίτης, υπογραμμίζοντας ότι «μέσα σε έναν πολυπολιτισμικό χώρο πλέον που έχει μετατραπεί η πατρίδα μας, οι πάντες πλέον έχουν δικαίωμα να αποκτήσουν τη γνώση όλων των διαστάσεων των θρησκευτικών, των πολιτιστικών και της κληρονομίας μας, αλλά δεν πρέπει αυτή η γνώση να διαβρώσει την πολιτιστική κληρονομιά της πατρίδας μας».
Ολοκληρώνοντας υπογράμμισε ότι “ίσως, προς στιγμήν, να μην είναι η φωνή (σ.σ. της Εκκλησίας) ισχυρή. Αλλά προσέξτε! Και απευθύνομαι σε όλους. Όταν αντιληφθεί η Εκκλησία ότι κινδυνεύει η θρησκευτική συνείδηση του λαού της και υπονομεύεται η ιστορική και πολιτισμική κληρονομιά της και ότι το μέλλον αυτού του λαού θα είναι αβέβαιο, τότε η φωνή αυτή θα γίνει ηχηρή. Και δε γνωρίζω ποιο θα είναι το αποτέλεσμα. Και αυτό δεν είναι απειλή, αλλά είναι ακριβώς ό,τι μας έχει διδάξει η ιστορία αυτού του τόπου».
Αντίλογος
Για τα όσα είπε στο λόγο του ο μητροπολίτης Μεσσηνίας έχουμε έναν αντίλογο: Ο κάθε θεσμός προϋποθέτει και ταυτόχρονα κατασκευάζει τα μέλη του. Σε αντίθεση με την Εκκλησία που μας κατατάσσει ανάλογα με το πόσο πιστοί είμαστε, η δημοκρατική Πολιτεία προϋποθέτει και κατασκευάζει πολίτες. Δηλαδή, υποκείμενα που έχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Με την έννοια αυτή, η Πολιτεία δεν είναι ούτε υπέρ ούτε κατά της θρησκείας. Συνεπώς, οι μη ορθόδοξοι και οι άθεοι δε θα πρέπει να θεωρούνται Έλληνες που τους λείπει κάτι, και τους οποίους οι «φωτισμένοι» χριστιανοί ανέχονται, δίνοντάς τους το δικαίωμα να αυτοεξαιρεθούν από το γενικό κανόνα.
Για τη δημοκρατική σύγχρονη κοινωνία τέτοιος κανόνας δε νοείται, εφόσον η Ελλάδα των Ελλήνων χριστιανών, όπως και η χούντα, εξέπνευσε το 1974. Και με αφορμή τις πρόσφατες εξελίξεις, ας μιλήσουμε ακόμα πιο καθαρά: Το πώς διδάσκεται το μάθημα των Θρησκευτικών στα σχολεία δεν το καθορίζει η Ιερά Σύνοδος, αλλά ο υπουργός Παιδείας της εκλεγμένης κυβέρνησης.
Και κάτι τελευταίο. Μέσα στην αντάρα της πολιτικής αντιπαράθεσης, όταν οι πολέμιοι του ΣΥΡΙΖΑ δεν τον κοντράρουν απλώς, αλλά τον δαιμονοποιούν, μερικοί ίσως αδράξουν την ευκαιρία να συνταχθούν με την Εκκλησία για να μαζέψουν ψήφους, επικαλούμενοι κατ’ ιδίαν ότι τέτοια και χειρότερα έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ για να πάρει την εξουσία. Λάθος πελώριο. Και πολιτικό, και λογικό. Εξάλλου, υπάρχουν τόσα άλλα να καταλογίσουν στην κυβέρνηση.
Αντί, λοιπόν, να σφυρίζουμε αδιάφοροι ή, ακόμα χειρότερα, να τα βάζουμε με τον Νίκο Φίλη, επειδή προσπαθεί να εισαγάγει μερικές αυτονόητα ορθές θέσεις που κάνουν τους παπάδες να βγαίνουν απ’ τα ράσα τους, θα πρέπει μάλλον να τον πιέζουμε να τολμήσει περισσότερο.
Του Αντώνη Πετρόγιαννη