Μαρίζα Κωχ: Εκείνο το βράδυ της 13ης Σεπτεμβρίου είχα συναυλία στο Μεσολόγγι. Η είδηση έφτασε αμέσως αλλά οι εικόνες και η συνειδητοποίηση ήρθαν μετά τα μεσάνυχτα. Το πρωί μπήκα στο βαν κι έφτασα στην Καλαμάτα με το σύντροφό μου. Για δεύτερη φορά στη ζωή μου έμενα εμβρόντητη μετά το σεισμό του 1956 που έζησα ως παιδί στη Σαντορίνη. Με τους μουσικούς που βρήκα στην Καλαμάτα, και με ορμητήριο το σπίτι μου στην Καρδαμύλη, τα απογεύματα γυρίζαμε ανάμεσα στις σκηνές που είχαν στηθεί στο παλιό στρατόπεδο και ψυχαγωγούσαμε μικρούς και μεγάλους. Ήρθαν τα Χριστούγεννα και στη συντροφιά μας κάλεσα κι άλλους φίλους, μαζί και το Νίκο Κούνδουρο. Εμείς γυρίζαμε και λέγαμε τα κάλαντα κι ο Νίκος φιλοτέχνησε αυτή τη ζωγραφιά που βλέπετε στο βίντεο, σε επιφάνεια 70Χ100, την οποία χάρισε στο Δήμο Καλαμάτας. Αυτά που έζησα εκείνους τους μήνες μ’έφεραν πιό κοντά στην πόλη και στους ανθρώπους της και από τα βιώματα αυτά έγραψα το τραγούδι, το
ηχογράφησα και το έδωσα τότε στα ραδιόφωνα. Επίσης το ερμήνευσα ζωντανά σε παράσταση που έγινε στο Κάστρο, και το απέδωσε χορευτικά το Λύκειο Ελληνίδων Καλαμάτας. Στην ηχογράφηση έπαιξαν οι Φιλιππιδαίοι από την Ήπειρο και βιολί από τη Σαντορίνη, ο Νίκος Οικονομίδης. Σήμερα, 30 χρόνια μετά, με τη δυνατότητα που δίνει η τεχνολογία, το αναρτώ εδώ για εκφράσω για άλλη μια φορά τη συγκίνησή μου για τον τόπο που αγάπησα τόσο πολύ.
ΣΤΙΧΟΙ:
Ένα καράβι φεύγει απ’το παλιό λιμάνι
Κρήτη και Καλαμάτα να ‘ρθουν πιο κοντά
Φωνές χαράς γιορτάζει η πόλη αυτό το βράδυ
Κι η προκυμαία λάμπει απ’τα βεγγαλικά.
Και ξαφνικά η ανάσα κόβεται μαχαίρι
Η γης βογγάει βαθιά και τρέμει η απάνω γη
Η Καλαμάτα με τ’ωραίο παλιό λιμάνι
Έσβησε κάτω απ’τ’άστρα πριν χαράξει η αυγή.
Η Καλαμάτα ήταν του Μωρηά η Σμύρνη
Είχε ομορφιές από χαμένες εποχές
Είχε στου κάστρου τα πλευρά τις γειτονιές της
Κάτω στην πόλη εδώ, στρατώνες κι αγορές.
Και ξαφνικά η ανάσα κόβεται μαχαίρι
Η γης βογγάει βαθιά και τρέμει η απάνω γη
Η Καλαμάτα με τ’ωραίο παλιό λιμάνι
Έσβησε κάτω απ’τ’άστρα πριν χαράξει η αυγή.
Την Καλαμάτα μέσ’ στον πόνο της την είδα
Βοήθεια από θεούς κι ανθρώπους να ζητά
Χειμώνας χίλια εννιακόσια ογδονταέξι
Μαρμαρωμένος χρόνος μέσα στην καρδιά.
Και ξαφνικά η ανάσα κόβεται μαχαίρι
Η γης βογγάει βαθιά και τρέμει η απάνω γη
Η Καλαμάτα με τ’ωραίο παλιό λιμάνι
Έσβησε κάτω απ’τ’άστρα πριν χαράξει η αυγή.
Πέρασαν χρόνια στην οδύνη βυθισμένα
Δουλέψαν νέοι, γέροι και παιδιά
Δουλέψαν χέρια που ήρθαν από μέρη ξένα
Να ξαναζωντανέψει η πόλη του Μωρηά.
Τώρα το πλοίο φεύγει απ’το λιμάνι
Κάνει εκείνο το ταξίδι απ’την αρχή
Η Καλαμάτα στου χορού τον κύκλο πιάνει
Και σαν μια νέα σελήνη μπαίνει στη ζωή