Τις απόψεις του σχετικά με την παράσταση που ανέβασε ο Θεατρικός Όμιλος του Λυκείου Μεσσήνης εκφράζει ο πρώην δημοτικός σύμβουλος Π. Τσούσης, αναφέροντας πως «για δέκατη έβδομη συνεχή χρονιά, υπό την καθοδήγηση του φιλολόγου καθηγητού του Νικολάου Φουσιάνη, παρουσίασε στην αίθουσα του Λυκείου το έργο του Ευριπίδη “Φοίνισσες”.
Πιθανόν το έργο να μη είναι από τα πολύ γνωστά, κι εδώ ήταν η μεγάλη έκπληξη και κυρίως για εμάς που δεν έχουμε και μεγάλη επαφή με τα αρχαία αριστουργήματα του ελληνικού πνεύματος, να βρεθούμε 2.450 χρόνια μετά την πρώτη παρουσίαση του έργου σε μία περιγραφή γεγονότων σχεδόν πανομοιότυπων με τη σημερινή πραγματικότητα, και στις πράξεις και στα νοήματα και στα γεγονότα.
Και έτσι επιβεβαιώνεται για μία ακόμα φορά ότι ο ελληνισμός έχει μείνει ανά τους αιώνες πανομοιότυπος, και εμείς ως κράτος και λαός δεν έχουμε διδαχθεί αυτά που έπρεπε στο πέρασμα των αιώνων. Διδαχές που έπρεπε να μας έχουν γίνει και κτήμα και φάρος στο διάβα των…
Αλλά και αν δεν υπήρχε η εμβάθυνση των εκτελεστών στα σημεία που ο Ευριπίδης ήθελε να τονίσει και να διδάξει, θα ήταν μία παράσταση απλή, και η παρουσία μας θα περιορίζετο στο να δούμε τα παιδιά μας στη σκηνή και να τα καμαρώνουμε.
Η πραγματικότητα ήταν, όμως, τελείως διαφορετική.
Η εμβάθυνση στα λόγια του Ευριπίδη των εκτελεστών, (αγοριών και κοριτσιών), που είναι μαθητές και μαθήτριες του Λυκείου, χωρίς ίχνος επαγγελματικής απασχόλησης, ξάφνιασε τους θεατές.
Η διδασκαλία, πιστεύω τόσο του κ. Νίκου Φουσιάνη όσο και της κας Αγγελικής Ρακιντζή, έδωσε τον τόνο και το χρώμα των ιδεών ώστε να μιλήσουν στην ψυχή μας.
Για να μην παρεξηγηθώ και για να μη επαινέσω κάποιους και κάποιες και αφήσω εκτός περιγραφής άλλους, θα πω ότι όλοι οι εκτελεστές, κορίτσια και αγόρια ήταν ΥΠΕΡΟΧΟΙ. Τον ζούσαν το ρόλο τους. Δεν ήταν μια απλή περιγραφή και τέλος. Ήξεραν τι έλεγαν, εννοούσαν αυτά που έλεγαν, πίστευαν αυτά που έλεγαν σα να ζούσαν την μακρινή εκείνη εποχή, σα να ζούσαν αυτά ταύτα τα γεγονότα (και σχολιάζει στη συνέχεια τους ρόλους του χορού, της Ιοκάστης, της Αντιγόνης, της παιδαγωγού, του Πολυνείκη, του Ετεοκλή, του Κρέοντα, του Τειρεσία, του Μενοικέα, των αγγελιοφόρων και του Οιδίποδα, που λόγω στενότητας χώρου ήταν αδύνατη η δημοσίευσή τους).
Μια παράσταση που έπρεπε να δουν όλοι οι κάτοικοι, είτε έχοντες είτε μη έχοντες μαθητές ή μαθήτριες εκτελεστές.
Εκείνο που με λύπησε από την όλη εκδήλωση ήταν η παντελής απουσία αιρετών του Δήμου Μεσσήνης. Ουδείς δημοτικός σύμβουλος πλειοψηφίας ή μειοψηφίας, ουδείς αντιδήμαρχος, ούτε και ο κ. δήμαρχος παρακολούθησαν την παράσταση, ώστε να τιμήσουν το μόχθο κυρίως των παιδιών σε μια τους προσπάθεια πέραν των συμβατικών τους υποχρεώσεων και σε βάρος του ελεύθερου χρόνου τους, αν υπάρχει, στις σημερινές συνθήκες του εκπαιδευτικού μας συστήματος».