Τις ώρες που διαβάζετε αυτές τις γραμμές, η χορεία των μάχιμων λαϊκοδημοτικών μουσικών και τραγουδιστών έχει ήδη διακτινισθεί σε όλη την Ελλάδα και κάνει τσεκ ήχου για τα πανηγύρια του Δεκαπενταύγουστου.
Εν έτει 2013, η ατμόσφαιρα των πανηγυριών καλά κρατεί. Οι άνθρωποι χορεύουν. Σε αυτά μπορείς ακόμη να ακούσεις σπουδαίους τραγουδιστές και μουσικούς. Νέα σουξέ υπάρχουν. Τίποτε όμως δεν είναι όπως παλιά, ενώ νέα ήθη έχουν διαμορφωθεί την τελευταία δεκαετία.
«Δουλειά υπάρχει, λεφτά δεν έχει ο κόσμος. Τώρα, απλώς παλεύουμε για το μεροκάματο, δεν είναι όπως παλιά. Εξάλλου και η χαρτούρα έχει κοπεί», σημειώνει στα «ΝΕΑ» η Γωγώ Τσαμπά, η οποία ήδη φέτος έχει ανέβει στο πάλκο είκοσι πανηγυριών και μετράει τα ΄δυο μεγάλα σουξέ, τα περίφημα «Καγκέλια» (14 πω – πω – πω, ανά ρεφρέν) και το «Δεν σου κάνω τον άγιο». Η ίδια φέτος συνεργάζεται με τη Φιλιώ Πυργάκη, την οποία θαύμαζε από μικρή. Και έχει τα δίκια της όταν απαντά σε όσους ισχυρίζονται ότι το πανηγύρι έχει καταντήσει «παράρτημα σκυλάδικου», λέγοντας: «Ναι, αλλά το ρεπερτόριο του λαϊκοδημοτικού είναι αυτό που έφερε τη νεολαία στα πανηγύρια».
Η Τσαμπά (λέγεται πως έβαλε στο χρονοντούπαλο την Έφη Θώδη) και μια χορεία νέων προσώπων αποτελούν τη νέα σκηνή του λαϊκοδημοτικού που τον χειμώνα δουλεύουν στα κλαρίνα της Αθήνας (σημειώστε εδώ τα «Αγρίμια» στην Πλατεία Βάθη ή τα «Χίλια Αστέρια» στην Αχαρνών), επιμένουν να δισκογραφούν (σχεδόν μονοπώλιο έχει η θρυλική εταιρεία General του Σταματελάτου) και τώρα το καλοκαίρι οργώνουν την Ελλάδα για τον «πόλεμο» των πανηγυριών.
«ΚΟΠΗΚΕ Η ΧΑΡΤΟΥΡΑ».
Υπήρχε όντως μια εποχή κατά την οποία τα πανηγύρια θύμιζαν πόλεμο. Η χαρτούρα (λεφτά ως φιλοδώρημα από τους πελάτες) έρεε άφθονη. «Μία φορά με τον Κώστα Σκαφίδα και τον Βαγγέλη Κοκκώνη στον Μαραθώνα έπεσε τόσο ξύλο που κρυφτήκαμε κάτω από το πάλκο. Φύγαμε όμως με 300.000 δραχμές ο καθένας. Την άλλη ημέρα αγόρασα ένα φέντερ μηχάνημα», σημειώνει στα “ΝΕΑ” ο κιθαρίστας και συνθέτης Κώστας Πίτσος, ο οποίος ανέβηκε σε πάλκο πανηγυριού στα 13 του χρόνια στο Λιδορίκι.
Σήμερα, ο ίδιος συνεχίζει τα οδοιπορικά με ένα βαν σε όλη την Ελλάδα και αυτές τις ημέρες σχεδόν δεν ξεκουράζεται. «Τα πάντα έχουν αλλάξει στο πανηγύρι. Έχει χαθεί ο παλιός κώδικας του σεβασμού, ΄έχει κοπεί η χαρτούρα, έχουμε ελεύθερη πίστα χωρίς σειρά τραγουδιών και παραγγελιών. Συχνά,. Μας βάζουν σε ένα χωράφι και παίζουμε», συμπληρώνει.
Και όντως τα πράγματα έως τις αρχές του 90 ήταν διαφορετικά. Ακόμη τότε στο πάλκο ανέβαιναν ιερά πρόσωπα όπως ο κλαριντζής Γιάννης Βασιλόπουλος, ο τραγουδιστής Τάκης Καρναβάς, ο Βασίλης Σαλέας, ο Βαγγέλης και ο Βασίλης Σούκας, ο Γιώργος Κόρος, ο Κώστας Σκαφιδάς, ο Ανδρέας Τσαούσης. Ήταν ακόμη στις δόξες τους οι Τασία Βέρρα, η Σοφία Κολλητήρη και η Φιλιώ Πυργάκη. Τώρα είναι διαφορετικά.
Η τελευταία ακόμα «πολεμάει» στα πάλκο (όπως και ο Πρεβεζάνος Γιάννης Κωνσταντίνου ή ο Πετρολούκας Χαλκιάς και ο Αντώνης Κυρίτσης) ή Κολλητήρη πιο αραιά, η Βέρρα έχει αποσυρθεί ενώ η Βάσω Χατζή παραμένει η «βασίλισσα» της Αττικοβοιωτίας (απολαύστε την σήμερα στη Χασιά).
Η ΝΕΟΤΕΡΗ ΓΕΝΙΑ
Νέα πρόσωπα δίνουν το δικό τους στίγμα. Συγκρατήστε το όνομα της μεγάλης τραγουδίστριας Γιώτας Γρίβα, του Γιώργου Βελισσάρη (φέτος κάνει σουξέ με τη «Βλάχα»), της Χαράς Βέρρα, όλοι κάτω των 40 ετών. Σημειώστε, ακόμη, τον Γιάννη Καψάλη και τα κλαρίνα των Αριστόπουλου, Πλαστήρα, Πλακιά και Νεκτάριου Κοκκώνη. Οι κώδικες, επίσης, γεωγραφικά κρατιούνται (για παράδειγμα η Βάσω Χατζή, δημοφιλής στην Αττική, δεν έχει την ίδια πέραση στα πανηγύρια του Ξηρόμερου Αιτωλοακαρνανίας) ή όπως έλεγε ο παλιός κλαριντζής Παναγιώτης Κοκοντίνης «η μουσική είναι κατά τόπους». Και όμως είναι όλα διαφορετικά.
«Τώρα παίζουμε και σε χωράφι»
Κάποτε το σύστημα των πανηγυριών ήθελε μια ζυγιά (κομπανία) στο ένα καφενείο και μια στο απέναντι. Χωρίς μικρόφωνα, μόνο κλαρίνο, βιολί, σαντούρι, λαούτο και λίγο μετά κιθάρα. Τα πανηγύρια κρατούσαν δύο μέρες. Την παραμονή παίζανε στα καφενεία, την άλλη μέρα αμέσως μετά την εκκλησία και το απόγευμα στην πλατεία (στον γενικό χορό) ενώ σχηματίζανε κοινό ταμείο.
«Τώρα με μια άδεια συλλόγου ενός χωριού παίζουμε μέχρι και σε χωράφι. Το μεροκάματο βγαίνει αλλά θέλει πολλά χιλιόμετρα, παλιά αρκούσε μια βόλτα στα Μεσόγεια που οι Αρβανίτες ήταν τρομεροί γλεντζέδες κι άφηναν λεφτά», μας λέει ο Κώστας Πίτσος, που μετράει πάνω από τέσσερις δεκαετίες στα πανηγύρια και έχει γράψω πάνω από 900 λαϊκοδημοτικά τραγούδια, ανάμεσά τους πολλές επιτυχίες. Σήμερα, το μπουκάλι το ουίσκι έχει 80-100 ευρώ, το πλαστικό πιάτο με λουλουδικό στα 10 ενώ και η σαμπάνια είναι στα νέα ήθη που εισήχθησαν τις δεκαετίες 80-90, αν και όλο σε πιο φθίνουσα πορεία (κρίση γαρ).
Το ρεπερτόριο βέβαια έχει αλλάξει, αν και θρυλικά σουξέ όπως ο «Σελημπέης» ή το «Μαραίνομαι ο καημένος» ακόμη συγκινούν τη νέα γενιά, που αποτελεί τον βασικό κορμό στα πανηγύρια – συλλογική πράξη κάποτε υψηλής αισθητικής και ιερότητας όπου μπορούσες να ακούσεις μεγάλες φωνές (ρωτήστε έναν Ξηρομερίτη για τον Τάκη Καρναβά) ή μεγάλους μουσικούς (ρωτήστε έναν Ηπειρώτη για τον κλαριντζή Τάσο Χαλκιά ή έναν Στερεοελλαδίτη για τον Βασίλη Σούκα). Αυτές οι συναθροίσεις που πάντως καλά κρατούν αποτελούν ίσως το τελευταίο ζωντανό κύτταρο διασκέδασης παρά τις υπερβολές, τις στρεβλώσεις και τις παραχαράξεις.
tanea.gr