ΒΙΒΛΙΚΗ μορφή ο «Μίτσιγκαν» με τη βροντερή φωνή, κουβαλά πάνω του όλη την ενέργεια και τη δημιουργική τρέλα της ελληνικής επαρχίας, αλλά και την ελπίδα του επαναστάτη, πως με τ’ αυτοσχέδια φτερά του τολμά να πετά ψηλά, ακόμη κι αν νιώθει πως ο ήλιος μπορεί να του τα κάψει.
Ο Δημήτρης Τσίγκανος, τουτέστιν «Μίτσιγκαν», γεννήθηκε στις 3 Μαρτίου 1958. Στη γλώσσα των παραγωγών είναι «καρπουζάς». Στη γλώσσα των αστών είναι παραγωγός μπολιασμένος χρόνια με το μικρόβιο του κινηματογραφιστή. Επί του πρακτέου, βραβεύτηκε για τις «Ομορφιές και δυσκολίες» και η ταινία του έφτασε να προβληθεί με το Γαλλικό Ινστιτούτο ως το Λος Αντζελες. Στη γλώσσα των φίλων είναι ο «Μίτσιγκαν», ο σπουδαίος άνθρωπος που δε χορταίνεις να κάνεις παρέα, γιατί είναι αυθεντικός, νοιάζεται, ένας σύγχρονος θυμόσοφος.
Η διαδρομή της ζωής του ξεκινά από την Κυπαρισσία Μεσσηνίας, αλλά κλειδί για την πορεία του είναι η γνωριμία μ’ ένα φίλο του θείου του, αδερφού του πατέρα του. Έχει κινηματογράφο λίγα χιλιόμετρα παρακάτω, στα Φιλιατρά. Η μαγεία των κινούμενων εικόνων τον κερδίζει. Έφηβος πηγαίνει σχολείο στην Αθήνα, περνά στα ΚΑΤΕΕ, αλλά η λαχτάρα του τον οδηγεί στη σχολή σκηνοθεσίας Σταυράκου. Οικογενειακά ζητήματα τον φέρνουν πίσω στην πατρογονική γη, αλλά εκείνος κρατά ζωντανό τ’ όνειρό του. Το κτήμα μετατρέπεται σε επίκεντρο πολιτισμού. Στα «Αγροκτήματα Καρπουζιών και Μαρουλιών» πραγματοποιούνται κινηματογραφικές προβολές ή παραστάσεις.
Το κτήμα μοσχοβολά. Η κουβέντα αναπόφευκτα στρέφεται στο καρπούζι. Η ζωή του είναι στενά δεμένη μ’ αυτόν το δροσερό ογκώδη καρπό της φύσης, το άλφα και το ωμέγα του ελληνικού καλοκαιριού. Τον ρωτάμε πεζά πράγματα, πώς καταλαβαίνει αν είναι καλό ή… κολοκύθι. «Το καρπούζι είναι σαν την πόκα, δε μαθαίνεται ποτέ», λέει γελώντας και σοβαρεύεται αμέσως.
Υπάρχουν πολλές ποικιλίες καρπουζιών, εξηγεί, αλλά στην περιοχή μόνο δύο οικογένειες καλλιεργούσαν ήδη πριν απ’ το ’45. Η καλλιτεχνική του φύση δεν τον αφήνει ν’ αγιάσει, πειραματίζεται με τις ποικιλίες καρπουζιών: δίκιλο, τρίκιλο, γυναικείο, μίνι, άσπερμο!
Η παραγωγή, λέει, χρειάζεται συναίσθημα, «αλλά για να φτάσει στην αγορά ένα προϊόν, οφείλεις να ξέρεις τις απαιτήσεις της. Οι “βαρέλες”, τα μακρόστενα καρπούζια, πάνε σε αγορές με πανσπερμία φυλών. Στην κεντρική Ευρώπη θέλουν μικρά και μεσαία καρπούζια. Η Ελλάδα αγοράζει καρπούζια από τσιγγάνους».
Ο «βασιλιάς» του καρπουζιού, ο μοναδικός μονάρχης που αναγνωρίζει, «είναι το άσπερμο καρπούζι, διότι δεν έχει γενετικό υλικό σπόρια για να ζαχαρώσει, γι’ αυτό το ζητούν τα κρουαζιερόλοια».
Υποστηρίζει πως δεν έχει αλλάξει η γεύση του καρπουζιού, αλλά ο τρόπος καλλιέργειας. «Τα σάκχαρα του καρπουζιού ξεκινούν από 8.500 και φτάνουν 17.000. Το καρπούζι δεν προλαβαίνει να ωριμάσει τελείως, γιατί στην αγορά δεν πωλούνται ώριμα φρούτα».
Με τι νευριάζει; Πάντα υπάρχουν λόγοι, αλλά τον βασανίζει πως «στην Ελλάδα δεν υπάρχει παιδεία». «Η παραγωγή διώκεται», υποστηρίζει. Ο ίδιος καλλιεργεί 160 στρέμματα με καρπούζι και μαρούλι (iceberg) και μόνο τα 80 είναι ιδιόκτητα. «Δεν μπορούμε να μιλάμε για κρίση χωρίς μητρώο αγροτών και ζώνες χρήσης γης. Δεν μπορώ να πληρώνω νοίκι για το χωράφι, σε τιμή οικοπέδου, γιατί η Ελλάδα εν δυνάμει όλη είναι ένα οικόπεδο, δεν μπορούν να λένε πια άλλα ψέματα. Δεν μπορεί να ψάχνουμε για νερό, ενώ στην Κύπρο έχουν ταμιευτήρες, εκεί δάσος, εκεί οικιστικές ζώνες. Αν βρεθεί ένα καλό προϊόν σε κακά χέρια θα καταστραφεί, αλλά κάτι, έστω κι αν είναι μέτριο και πέσει σε καλά χέρια, θa αναδειχθεί».
«Τα δέντρα μ’ έμαθαν υπομονή», τονίζει. «Στο μυαλό μου είχα μια αθωότητα, ότι το καλό θα μπορούσε να υπερνικήσει το κακό και να έχει και κέρδος. Όμως, η ομορφιά έχει και μια κατάρα. Πόσες γυναίκες “καρακουκλάρες” την πατάνε;», λέει και θυμάται τότε που έβγαζε 1.000 τόνους καρπούζι, αλλά τύχαινε να βγάζει και 300.
Κι όμως είναι ευχαριστημένος, γιατί υπάρχει σύντροφος, που στα δύσκολα του κράτησε το χέρι και η ζωή τού στάθηκε πιο γαλαντόμα απ’ ό,τι περίμενε. Αλλά είναι εγκρατής κι αντικομφορμιστής. «Είμαι “γκουρού”, δε με νοιάζει να πέφτουν αστροπελέκια. Δε θέλω ούτε να γεράσω ούτε να πάρω σύνταξη», λέει, υπονοώντας την έννοια της παραίτησης. Και μέσα στο μυαλό του μια ιδέα κυριαρχεί: «Η επανάσταση θα ξεκινήσει από τις γυναίκες!». Τα παραπάνω άκρως ενδιαφέροντα παρουσιάστηκαν σε αναλυτικό ρεπορτάζ στην «Ελευθεροτυπία» της περασμένης Κυριακής.
Να προσθέσουμε ότι τα τελευταία χρόνια ο Δημήτρης Τσίγγανος καλλιεργεί μίνι καρπούζια. Ο ίδιος τόνισε πως η αγορά κατά 40% ζητάει μεσόκαρπα και μικρόκαρπα. Γιατί προτίμησε αυτή την καλλιέργεια; «Με έκανε να στραφώ σε αυτή η αγορά και το ένστικτό μου», μας είπε.
Βεβαίως, η καλλιέργεια δεν είναι όλο πλεονεκτήματα. Κατά τον κ. Τσίγγανο, «έχει ένα κόστος μεγαλύτερο, πιο ευαίσθητα φυτά, έχουν φορτωτικά, συσκευασία, τα σπόρια είναι πιο ακριβά. Δεν είναι όλα εύγευστα, δεν έχουν όλα ωραίο χρώμα». Η τιμή, όμως, είναι καλύτερη.
Πηγή:enet.gr
Επιμέλεια: Αντώνης Πετρόγιαννης