Η τελευταία βραδιά του 19ου Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας ήταν σίγουρα διαφορετική από τις προηγούμενες. Στο Κάστρο επικρατούσε απόλυτη ηρεμία και στο υπαίθριο φουαγιέ του αμφιθεάτρου ο κόσμος μιλούσε ψιθυριστά. Αυτοσχέδια φαναράκια φώτιζαν διακριτικά το χώρο, ενώ στα τραπεζάκια με τα προγράμματα και τα ενημερωτικά έντυπα υπήρχαν πορτατίφ με απαλό φως.
Μπαίνοντας, μια κοπέλα μάς ρώτησε εάν θέλαμε να μας «σφραγίσει». Την κοιτάξαμε παραξενεμένοι και τότε μας εξήγησε ότι επρόκειτο για «κόλπο», ώστε να μη χρειάζεται να δείχνει ο κόσμος το εισιτήριό του κάθε φορά που θα έμπαινε ή θα έβγαινε από το Θέατρο. Μας έκανε, λοιπόν, από μια μικρή τετράγωνη μαύρη σφραγίδα στον καρπό του ενός χεριού.
Στο βάθος, πριν από την είσοδο στο αμφιθέατρο, προβάλλονταν σε τοίχο από έναν προτζέκτορα γραπτές οδηγίες προς τους θεατές: Σύμφωνα με αυτές, το κοινό μπορούσε να μπει και να βγει από το θέατρο όποτε και όσες φορές ήθελε, να πιει το ποτό του, να καθίσει αναπαυτικά, ακόμη και να ξαπλώσει στα μαξιλάρια. Όμως, δεν επιτρεπόταν να συζητά, να καπνίζει ή να χρησιμοποιεί το κινητό του.
Εν τω μεταξύ, στη σκηνή του αμφιθεάτρου, σε μια τεράστια κινηματογραφική οθόνη, βρισκόταν σε εξέλιξη η βιντεοσκοπημένη παράσταση του Δημήτρη Παπαϊωάννου με τίτλο «Μέσα». Το έργο διάρκειας 6 ωρών, που ο γνωστός χορογράφος είχε παρουσιάσει το 2011 στο Θέατρο «Παλλάς» της Αθήνας.
Στο «Μέσα» όλα συμβαίνουν στο δωμάτιο κάποιου σπιτιού στο κέντρο μιας τσιμεντένιας μεγαλούπολης. Ένας άνθρωπος ανοίγει την πόρτα, μπαίνει μέσα, βγάζει το μπουφάν και τα παπούτσια του, μπαίνει στο μπάνιο, κάνει ντους, σκουπίζεται. Πάει στην κουζίνα, τρώει κάτι, πίνει νερό, βγαίνει στο μπαλκόνι, κοιτάζει έξω. Ξαναμπαίνει, ξαπλώνει στο κρεβάτι, σκεπάζεται… Και ύστερα πάλι από την αρχή. Ένας άλλος άνθρωπος ανοίγει την πόρτα, μπαίνει μέσα, βγάζει το μπουφάν και τα παπούτσια του…
Μια απλή σειρά κινήσεων καθημερινής επιστροφής στο σπίτι επαναλαμβάνεται απαράλλαχτη από 30 ερμηνευτές σε αμέτρητους συνδυασμούς, σε όλη τη διάρκεια του έργου. Έξι ώρες σκηνική δράση, χωρίς αρχή, μέση, τέλος, ενώ κατά διαστήματα ακούγεται η εξαιρετική μουσική του Κωνσταντίνου Βήτα.
Στο αμφιθέατρο του Κάστρου επικρατεί ησυχία. Μόνο οι ήχοι του έργου ακούγονται, κάποιοι ψίθυροι από το κοινό, ενώ πού και πού ένα «τσαφ» από το άνοιγμα κάποιας μπύρας ή αναψυκτικού. Το κοινό, άνθρωποι διαφόρων ηλικιών αλλά κυρίως νέοι, μπαινοβγαίνει αθόρυβα στο αμφιθέατρο. Κατά τις 12 τα μεσάνυχτα εμφανίζεται μια παρέα καινούργιων θεατών. Μόλις έχει τελειώσει η «Κίκα» του Αλμοδοβάρ, που προβαλλόταν στο Καφέ Σινέ από τη Νέα Κινηματογραφική Λέσχη, και κάποιοι από τους θεατές της ήρθαν στο Κάστρο να συνεχίσουν τη βραδιά τους (ή μάλλον τη νύχτα τους) με το «Μέσα».
Κατά τις 3.00 τα ξημερώματα, το κοινό του «Μέσα» έχει λιγοστέψει. Κάποιοι εξακολουθούν να παρακολουθούν ξαπλωμένοι στα μαξιλάρια, ενώ ορισμένοι έχουν αποκοιμηθεί μπροστά στην οθόνη…
Της Μαρίας Νίκα