Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 ξεκίνησαν στην περιοχή του Ασπροχώματος τη λειτουργία τους τα Κλωστήρια Μεσσηνίας, μια επιχείρηση που ανήκε στην οικογένεια Λέκκα και στεγαζόταν σε ένα κτήριο 20.000 τ.μ., σύγχρονο και πρωτοποριακό για τα δεδομένα της εποχής.
Στο εργοστάσιο εργάζονταν πάνω από 320 άτομα και όταν το 1995 αποφασίστηκε να μπει λουκέτο, η είδηση έσκασε σαν βόμβα στην τοπική οικονομία.
Το κλείσιμο συνέπεσε χρονικά με τη διακοπή λειτουργίας της Διεθνούς Βιομηχανίας Ενδυμάτων, της μεγαλύτερης ελληνικής εταιρείας παραγωγής ειδών ένδυσης, που απασχολούσε πάνω από 400 εργαζομένους.
Τα δύο αυτά λουκέτα άφησαν πολύ κόσμο «στον αέρα» και απασχόλησαν για καιρό τα Μέσα της πόλης, όπως και ολόκληρης της χώρας, αφού εκτόξευσαν την ανεργία στην ευρύτερη περιοχή της Καλαμάτας.
Μετά το κλείσιμο του εργοστασίου Λέκκα, η επιχείρηση πέρασε στις τράπεζες, που κατέσχεσαν ό,τι υπήρχε εκεί, ενώ έπειτα από αρκετούς πλειστηριασμούς βρέθηκε αγοραστής. Αυτός, σύμφωνα με το «Βήμα», ήταν τα παιδιά του ενός εκ των ιδρυτών, οπότε ουσιαστικά η εταιρεία ξαναγύρισε στα χέρια της οικογένειας Λέκκα, αφού έδωσαν 500 εκατομμύρια δραχμές.
Φτάνουμε στο 2000, λοιπόν, οπότε η εταιρεία ανοίγει ξανά υπό την επωνυμία Cotton Fil. Προσφέρει εργασία σε 120 εργαζομένους, παράγει, όπως και παλαιότερα, βαμβακερά νήματα και δείχνει κερδοφόρα.
Τότε ο Κ. Λέκκας, ο οποίος ηγούνταν της Cotton Fil, είχε δηλώσει: «Δεν έχουμε να αποσβέσουμε μεγάλα κεφάλαια και επενδύσεις».
Παρά ταύτα, η εταιρεία αντιμετωπίζει ξανά οικονομικά προβλήματα, καθώς σοβεί η κρίση στη νηματουργία, ενώ το εργοστάσιο, μη έχοντας κάνει επενδύσεις σε νέο εξοπλισμό, λειτουργεί με τα παλιά μηχανήματα, ηλικίας 25 ετών, κατά συνέπεια κάθε άλλο παρά ανταγωνιστική είναι.
Τότε, μάλιστα, είχε γραφεί χαρακτηριστικά ότι «δεν είναι λίγοι αυτοί οι οποίοι φοβούνται ένα νέο “λουκέτο”, αν δε γίνουν γρήγορα κάποιες επενδύσεις αντικατάστασης του παλαιού εξοπλισμού».
Για το παραπάνω ζήτημα ο Κ. Λέκκας είχε δηλώσει: «Το πρόγραμμά μας μεσοπρόθεσμα προβλέπει τον εκσυγχρονισμό και την αύξηση της δυναμικότητας».
Η μονάδα, πάντως, τότε παρήγαγε καθημερινά 10 τόνους νήματος και το 2000, πραγματοποιώντας πωλήσεις της τάξεως των 1,9 δισ. δρχ., είχε οριακά θετικά αποτελέσματα.
Και αφού η εταιρεία λειτούργησε για 4 χρόνια, φθάνουμε στο 2004, οπότε μπαίνει το οριστικό λουκέτο. Το κτήριο κατάσχεται από τις τράπεζες και οι εργαζόμενοι μένουν πάλι άνεργοι.
Από τότε μέχρι σήμερα το εργοστάσιο δεν ξαναλειτούργησε, οι κεντρικοί είσοδοι είναι ορθάνοιχτοι, τα βάτα «έχουν πνίξει» τον προαύλιο χώρο, ενώ έχουν λεηλατηθεί τα πάντα. Το μόνο που θυμίζει τι ήταν πριν είναι το στρώμα βαμβακιού στο έδαφος. Βαμβάκι που, αν πάρει φωτιά, όπως λένε ειδικοί, σβήνει υπερβολικά δύσκολα.
Στα γραφεία υπάρχουν ακόμα κάποια χαρτιά από παραγγελίες, όπως και κουτιά με τη νέα επωνυμία, αλλά είναι κι αυτά παρατημένα στο έλεος του χρόνου και αγνώστων, που συχνά εισβάλλουν στο εργοστάσιο.
Καλό θα είναι, λοιπόν, η τράπεζα στην οποία έχει περάσει το κτήριο, να προβεί σε βελτιωτικές κινήσεις, με πιο άμεση και σημαντική τον καθαρισμό του εσωτερικού του κτηρίου, ένα κτήριο γερασμένο, που όσο περνά ο καιρός δίνει μάχη για να σταθεί όρθιο…
Του Παναγιώτη Μπαμπαρούτση