Τα καλά, τα στραβά και τα ανάποδα…
Αντί εισαγωγής, θέλω να ξεκαθαρίσω ότι δεν είχα καμία σχέση ή εμπλοκή με τον πρώτο διεθνή διαγωνισμό ελαιολάδου στην Αθήνα, τόσο στην οργάνωσή του όσο και στην αξιολόγηση των δειγμάτων. Η μοναδική μου ανάμειξη ήταν η ενθάρρυνση πολλών παραγωγών να συμμετάσχουν σε αυτή τη δράση, γιατί πίστευα και εξακολουθώ να πιστεύω ότι ένας διεθνής διαγωνισμός που θα διεξάγεται στην Ελλάδα είναι απαραίτητος για την προβολή και την αναβάθμιση της εικόνας του ελληνικού ελαιολάδου.
Μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, έχω γίνει δέκτης αρκετών παραπόνων από τους παραπάνω παραγωγούς και θεωρώ ότι με αυτό το άρθρο θα δώσω μιαν απάντηση στις κύριες απορίες τους, γιατί κανένα ελληνικό ελαιόλαδο δεν κέρδισε την ανώτερη διάκριση και γιατί το ποσοστό των ελληνικών ελαιολάδων που βραβεύτηκαν ήταν τόσο μικρό σε σχέση με τα αντίστοιχα ισπανικά ή ιταλικά.
Επίσης, ο στόχος μου είναι το άρθρο, με την ανάδειξη των όποιων λαθών, να κινηθεί στην κατεύθυνση της βελτίωσης και καθιέρωσης του διαγωνισμού και όχι της αμφισβήτησής του.
Θα ξεκινήσω με τα θετικά σημεία του διαγωνισμού. Η μεγάλη συμμετοχή διαγωνιζομένων είναι το πρώτο. 256 δείγματα από 10 χώρες για τον πρώτο χρόνο διοργάνωσης ενός διαγωνισμού είναι ένας άθλος. Οι παραγωγοί φαίνεται ότι αναγνώρισαν την έλλειψη παρόμοιου διαγωνισμού στην Ελλάδα και αγκάλιασαν το όραμα των διοργανωτών.
Η ποιότητα της διοργάνωσης είναι το επόμενο. Σε αυτό συνέβαλε η μεγάλη εμπειρία της εταιρείας επικοινωνίας στην οργάνωση οινικών εκθέσεων και διαγωνισμών. Τέλος, η αξιοκρατία και η ίση μεταχείριση είναι αναμφισβήτητα. Με όσους κριτές συζήτησα, Έλληνες και αλλοδαπούς, κανένας δεν αμφισβήτησε την άψογη διοργάνωση και την αδιαβλητότητα των αποτελεσμάτων.
Τα τρία παραπάνω πλεονεκτήματα μπορούν να αποτελέσουν τους βασικούς πυλώνες που θα στηριχθούν οι μελλοντικές διοργανώσεις, αφού πρώτα οι διοργανωτές επιμεληθούν τα λάθη και τις παραλείψεις, στις οποίες θα αναφερθώ παρακάτω.
Η μεγαλύτερη παράλειψη της οργανωτικής επιτροπής, και εν συνεχεία πηγή γκρίνιας των εταιρειών που έλαβαν μέρος, ήταν μια πρώτη φάση αξιολόγησης των δειγμάτων. Με μια τέτοια αξιολόγηση θα είχε επιτευχθεί μια ταξινόμηση των ελαιολάδων, ανάλογα με την έντασή τους, σε διαφορετικές κατηγορίες.
Σύμφωνα και με τις οδηγίες διοργάνωσης διεθνών διαγωνισμών του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιοκομίας, τα ελαιόλαδα ταξινομούνται σε 4 κατηγορίες: ισχυράς έντασης πράσινα, μεσαίας έντασης πράσινα, ελαφράς έντασης πράσινα και ώριμα.
Μια προκαταρκτική αξιολόγηση θα μπορούσε, επίσης, να αποκλείσει τα ελαττωματικά ελαιόλαδα από τη συνέχεια του διαγωνισμού και έτσι, από τη μια, θα εξασφαλιζόταν απόλυτη διαφάνεια και, από την άλλη, θα έκανε πιο εύκολο το έργο των κριτών που είχαν να αξιολογήσουν περίπου 30 δείγματα την κάθε μια από τις μέρες του διαγωνισμού.
Η παραπάνω διαδικασία ακολουθήθηκε στο διαγωνισμό ελαιολάδου KOTINOS, που διοργανώθηκε από την επιστημονική Λέσχη Φίλων Ελαιολάδου «Φίλαιος».
Η οργανωτική επιτροπή ανέθεσε την πρώτη φάση αξιολόγησης σε μια ελληνική ομάδα γευσιγνωσίας ελαιολάδου, διαπιστευμένη τόσο από το Εθνικό Σύστημα Διαπίστευσης (ΕΣΥΔ) όσο και από το Διεθνές Συμβούλιου Ελαιοκομίας (ΔΣΕ).
Τι σημαίνει, όμως, αυτό πρακτικά; Τα ελληνικά ελαιόλαδα υστερούν σε ένταση σε σχέση με τα αντίστοιχα ισπανικά ή ιταλικά, για αυτό το λόγο κανένα ελληνικό ελαιόλαδο δεν έλαβε διπλό χρυσό μετάλλιο (ανώτερη διάκριση). Οι κλιματολογικές συνθήκες της φετινής χρονιάς επέτειναν το πρόβλημα. Άλλωστε, οι σημαντικότερες διακρίσεις που έχουν λάβει ελληνικά ελαιόλαδα σε διαγωνισμούς δεν είναι στην κατηγορία του υψηλού φρουτώδους, αλλά στις επόμενες σε ένταση κατηγορίες. Είμαι της άποψης ότι η αξιολόγηση όλων των ελαιολάδων μαζί, χωρίς την προηγούμενη ταξινόμηση τους σε κατηγορίες, αδίκησε τα ελληνικά ελαιόλαδα και τους στέρησε την ανώτερη διάκριση.
Για να κλείσω αυτό το διαδικαστικό κομμάτι ένα άλλο λάθος που δημιούργησε αμφισβήτηση στις εταιρείες που πήραν μέρος ήταν ο ορισμός των βαθμολογιών για τις βραβεύσεις (μετάλλια). Ελαιόλαδα με βαθμολογίες άνω των 65 μονάδων (65/100) κερδίζουν μετάλλια, ενώ ελαιόλαδα που βαθμολογούνται κάτω από 60 μονάδες κρίνονται ελαττωματικά. Αυτό δημιούργησε την υπόνοια σε αυτούς που δε βραβεύτηκαν ότι τα ελαιόλαδά τους ήταν ελαττωματικά. Είναι εύκολο να αντιληφθούμε ότι μια τέτοια ελάχιστη διαφορά των 5/100 μονάδων, που μπορούν να χαρακτηρίσουν ένα ελαιόλαδο ελαττωματικό ή βραβευθέν, είναι μια λεπτή διαχωριστική γραμμή που είναι δύσκολο να μετρήσεις γευσιγνωστικά. Αυτό θα είχε αποφευχθεί, αν είχαν ξεκάθαρα αποκλειστεί τα ελαττωματικά ελαιόλαδα με τον τρόπο που περιγράφω παραπάνω.
Ένα άλλο σφάλμα είναι η θέσπιση τόσων πολλών βραβείων – 118 μετάλλια είναι ένας υπερβολικός αριθμός. Οι διοργανωτές, που ίσως στην αγωνία τους να βραβεύσουν όσα πιο πολλά ελαιόλαδα, μάλλον λειτούργησαν αρνητικά και δημιούργησαν μεγαλύτερες γκρίνιες στις εταιρείες που δε βραβεύτηκαν. Αν λάβουμε υπόψη ότι ο Mario Solinas, ο σπουδαιότερος διαγωνισμός ελαιολάδου, βραβεύει 24 ελαιόλαδα, έχω την εντύπωση ότι ένας αριθμός 25-30 μεταλλίων, που αντιπροσωπεύει το 10 – 15 % των συμμετεχόντων, είναι επαρκής.
Στις προϋποθέσεις- διαδικασίες συμμετοχής ένα κριτήριο που επιδέχεται βελτίωσης είναι η δεξαμενή του ελαιολάδου (ομοιογενής παρτίδα) από την οποία προέρχεται το δείγμα. Ο διαγωνισμός ορίζει την παρτίδα σε τουλάχιστον 500 κιλά, η οποία προφανώς είναι πολύ μικρή. Ο Mario Solinas ορίζει αντίστοιχα την ποσότητα σε 1.000 λίτρα για εθνικούς διαγωνισμούς και 3.000 λίτρα για διεθνής. Σαν παράδειγμα θα αναφέρω στο βραβείο «καλύτερο ελαιόλαδο από την ποικιλία κορωνέικη παγκοσμίως» που o νικητής του παράγει μια μικρή ποσότητα γύρω στα 500 κιλά στους Γαργαλιάνους.
Συμφωνώ ότι πρέπει να τον επιβραβεύσουμε για την ποιότητα του ελαιολάδου του και τις ορθές πρακτικές που ακολουθεί, αλλά δεν είναι δίκαιο ένα δείγμα που προέρχεται από παραγωγή 500 κιλών να συναγωνιστεί με ομοιογενή δείγματα που προέρχονται από δεξαμενές 3, 5, 10 τόνων ή και παραπάνω.
Στη σύσταση της επιτροπής οργανοληπτικής αξιολόγησης (κριτές) δεν ακολουθήθηκαν επίσης οι οδηγίες του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου που ορίζουν οι κριτές της επιτροπής να είναι μέλη ομάδων γευσιγνωσίας αναγνωρισμένων από το ΔΣΕ ή από το ΕΣΥΔ ή διαφορετικά να έχουν αναγνωρισμένη μακροχρόνια εμπειρία σε διαγωνισμούς ελαιολάδου. Αυτή η απόφαση της οργανωτικής επιτροπής μάλλον οδήγησε κάποιους αναγνωρισμένου κύρους γευσιγνώστες, που αρχικά είχαν δηλώσει ενδιαφέρον να το αποσύρουν και ίσως δημιούργησε και κάποια προβλήματα στο συγχρονισμό και συντονισμό των επιμέρους επιτροπών γευσιγνωσίας.
Τέλος, έχω την εντύπωση ότι το κόστος συμμετοχής στο διαγωνισμό ήταν αρκετά υψηλό και σίγουρα αποθάρρυνε κάποιους παραγωγούς. Νομίζω ότι μια τελική τιμή που θα διαμορφώνεται στα 100 ευρώ ανά δείγμα θα επιτρέψει περισσότερες συμμετοχές.
Αξίζει να αναφέρω εδώ ότι ο διεθνής διαγωνισμός ελαιολάδου OVIBEJA στην Πορτογαλία, που έχει χαρακτηριστεί από τον έγκριτο οργανισμό World’s Best Olive Oils ως ο δεύτερος σημαντικότερος διαγωνισμός γευσιγνωσίας, είναι δωρεάν για τους συμμετέχοντες.
Έχω τη γνώμη ότι, αν διορθωθούν αυτές οι παραλείψεις και τα σφάλματα, ο διαγωνισμός θα μεγαλώσει, θα μακροημερεύσει και θα συμβάλλει ουσιαστικά στη βελτίωση της ποιότητας της ελληνικής ελαιοπαραγωγής.
Του Κωνσταντίνου Αν. Τσορώνη
Χημικού – ελαιολόγου, γευσιγνώστη, μέλους ομάδας Γευσιγνωσίας Ελαιολάδου Καλαμάτας