Παναγιώτης Μιχαλόπουλος


 «Δε θέλω να λέω παραμύθια. Θα ήταν αστείο να πω πως δε χαίρομαι που πουλάει η δουλειά μου. Δεν έκανα, όμως, τίποτα για να γίνει αυτό. Ήταν συνέπεια του ότι δε θέλησα να είμαι ο καλύτερος, αλλά αλλιώτικος. Οι επιλογές που έκανα ήταν φλου και ήταν συνέπεια πολλών πραγμάτων»

Εκθέτει την τελευταία του δουλειά με 14 υπερήρωες στο Παρίσι
 
Επιμέλεια: Αντώνης Πετρόγιαννης
 
Μέχρι πρότινος δε γνώριζα ότι ο διεθνούς φήμης εικαστικός Παύλος Διονυσόπουλος είναι ένας ακόμη Μεσσήνιος που διαπρέπει εδώ και χρόνια στο εξωτερικό.
Η ευκαιρία για μια μικρή έρευνα γύρω από την προσωπικότητά του μας δόθηκε διαβάζοντας πρόσφατα μια συνέντευξή του με αφορμή την τελευταία του δουλειά με θέμα τους παιδικούς μας υπερήρωες.
Ο Παύλος Διονυσόπουλος, λοιπόν, γεννήθηκε το 1930 στα Φιλιατρά. Στα δεκαεπτά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και δύο χρόνια αργότερα μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών.
Όταν τελείωσε χάρη σε μια υποτροφία, πήγε για πρώτη φορά στο Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκε λίγο αργότερα, αφού στο μεταξύ εργάστηκε για το θέατρο και τη διαφήμιση. Στο Παρίσι, ήρθε σε επαφή με μια ομάδα καλλιτεχνών -τους νεορρεαλιστές- και συνδέθηκε φιλικά μαζί τους. Άρχισε να χρησιμοποιεί το ψαλίδι και να κόβει περιοδικά σε λωρίδες, ώσπου μια μέρα, στο μετρό του Παρισιού, ανακάλυψε τις αφίσες.
Αυτές αποτέλεσαν κύριο υλικό για την καλλιτεχνική του έκφραση, αφού τις χρησιμοποίησε κόβοντάς της σε ψιλές λωρίδες και σε μεγάλες ποσότητες. Αυτό το ευτελές υλικό, το χαρτί, έμελλε να γίνει στα χέρια του Παύλου μαγικό ραβδί και να μεταμορφώνει αντικείμενα, δέντρα, πράγματα της καθημερινής ζωής.
Ακολούθησαν πολλές εκθέσεις και καλές κριτικές που τοποθετούσαν τον Παύλο ανάμεσα σε σημαντικούς καλλιτέχνες της εποχής.
Το 1988 το έργο του «Νεκρή Φύση» κοσμούσε το εξώφυλλο ενός σημαντικού καλλιτεχνικού περιοδικού, ενώ δε σταμάτησε έκτοτε τη δημιουργική του πορεία ως σήμερα, που κατέχει μια σπουδαία θέση ανάμεσα στους καλλιτέχνες της γενιάς του, κι αυτό γιατί κατάφερε να φτιάξει ένα συνολικό έργο γεμάτο αυθορμητισμό, μαστοριά και χιούμορ.
Ζει και εργάζεται στη Γαλλία, ωστόσο επισκέπτεται συχνά την Ελλάδα.
Έργα του βρίσκονται στην ΕΠΜΑΣ, στο ΜΜΣΤ, στη Θεσσαλονίκη, στην Alpha Τράπεζα Πίστεως, στο Centre Georges Pompidou, στο Musee d’ Art Moderne και στο Musee d’ Art Moderne du Val de Marne στο Παρίσι, στη Neue National Galerie στο Βερολίνο, στο Musee des Beaux-Arts d’lxelles στις Βρυξέλλες, στο Hamburger Kunsthalle στο Αμβούργο, στο Sprengel Museum στο Αννόβερο, στο Museum Boymans van Beuningen στο Ρότερνταμ, στο Museum der Moderner Kunst στη Βιέννη, στο Museum of Modern Art στη Ν. Υόρκη, στο Museo de Arte Contem-poraneo «Sophia Imber», στο Καράκας της Βενεζουέλας, στο Fondation Peter Stuyvesant στο Άμστερνταμ κ.α. Είναι, δε, μέλος του ΕΕΤΕ.
Προχθές η εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» δημοσίευσε την παρακάτω συνέντευξη με αφορμή την τελευταία του δουλειά.
 
«Les Super»
 
Οι αθάνατοι, διαχρονικοί υπερήρωες των παιδικών μας χρόνων, ο Superman, ο Spiderman, ο Batman, η Catwoman, ο Captain America, η Woodwoman και ο Hulk, ολοζώντανοι, τρισδιάστατοι, σε φυσικό ή υπερφυσικό μέγεθος (κοντά δυο μέτρα ύψος), καμωμένοι με επιδεξιότητα από στενές λωρίδες χαρτονιού, καταλαμβάνουν τους τοίχους της Galerie Laurent Strouk στο Παρίσι. Ολοζώντανοι, όλο κίνηση και εκτυφλωτικά χρώματα. Ο διεθνής Έλληνας εικαστικός Pavlos (Παύλος Διονυσόπουλος) φιλοτέχνησε τα μισά από τα 14 έργα στο εργαστήρι του στο Παρίσι και τα υπόλοιπα στην Αθήνα.
Εκεί τον συναντήσαμε πριν αποχωρήσει για τα εγκαίνια της νέας pop δουλειάς του. Δίπλα του βρίσκεται ένα παραδοσιακός δίσκος με ένα μπρίκι και ένα φλιτζανάκι με καφέ. Ελληνικό καφέ. «Είναι χθεσινός. Τον έχω, όμως, μαζί μου για παρέα», απαντά στη φανερή απορία μας ο καλλιτέχνης, που έχει κατορθώσει να εφεύρει μια προσωπική μέθοδο έκφρασης με πρώτη ύλη ό,τι πιο δεσμευτικό: έναν ειδικό τύπο χαρτονιού. Κι έχει πετύχει το ακατόρθωτο. Να τιθασεύσει το δύσκαμπτο υλικό δημιουργώντας φιγούρες ανάγλυφες. Έχει φιλοτεχνήσει μόνο με χαρτί από δέντρα μέχρι μοτοσικλέτες τύπου Harley Davidson.
Από πολύ νέος είχε θέσει κάποια σοβαρά ερωτήματα στον εαυτό του, που -κι αυτό είναι το σημαντικότερο- δεν τα άφησε αναπάντητα. «Παύλο, τι θέλεις να γίνεις; Ο καλύτερος ή αλλιώτικος;», ήταν το ερώτημα-κλειδί. «Για να γίνεις καλύτερος πρέπει να γίνεις όμοιος με τους άλλους. Για να γίνεις αλλιώτικος, πρέπει να απομακρυνθείς από τους άλλους και να βρεις τον εαυτό σου. Διότι κάθε άνθρωπος είναι αλλιώτικος, μια διαφορετική οντότητα, που δεν έχει καμία σχέση με κανένα από τα δισεκατομμύρια ανθρώπων του πλανήτη».
Και τι ακριβώς έκανε; «Γκρέμισα τα σύνορα που έχουν βάλει οι άνθρωποι μεταξύ ζωγραφικής και γλυπτικής. Εμένα η δουλειά μου είναι ζωγραφική και γλυπτική συγχρόνως. Λένε βλακωδώς ότι ο Μπέικον είναι καλύτερος από τον Τζακομέτι. Όχι! Είναι ποτέ δυνατόν; Γιατί είναι καλύτερος, αφού δεν έχουν καμία σχέση; Είναι δύο προσωπικότητες που δεν έχουν κοινό σημείο. Είναι και οι δύο μεγάλοι καλλιτέχνες. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να εκφράσεις το γούστο σου και να πεις “εμένα μου αρέσει περισσότερο ο Μπέικον”. Τίποτε άλλο!».
 
«Έχουμε απογοητευτεί από
τους γήινους ήρωες»
Η δουλειά του με τους υπερήρωες, που έρχεται ύστερα από μια ενότητα έργων με γνωστές σκηνές από το παγκόσμιο σινεμά, δεν προέκυψε χάριν της αναζωπύρωσης του ενδιαφέροντος της αμερικανικής βιομηχανίας κινηματογράφου γι’ αυτούς, με τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη νέα ταινία για τον Superman του σκηνοθέτη των «300», Ζακ Σνάιντερ, η οποία βγήκε στις αίθουσες την προηγούμενη Πέμπτη.
Επιπλέον, η έκθεση «Les Super» δε γεννήθηκε από το «συντριπτικό» δεδομένο ότι έχει 12χρονα εγγονάκια που τρελαίνονται για τον Superman και τον Batman – οπότε εμμέσως είχε και ένα συναισθηματικό κίνητρο, διότι ο ίδιος ουδέποτε ως παιδί ασχολήθηκε, όπως μας λέει, μαζί τους.
Ο εικαστικός -έργο του στις συλλογές του έχει ακόμη και ένα «σκαθάρι», ο σερ Πολ Μακάρτνεϊ (η φωτογραφία τους από την τελευταία έκθεσή του στο Λονδίνο βρίσκεται στο εργαστήρι του στην Αθήνα)- αισθάνθηκε ότι οι υπερήρωες έχουν κάτι να μας πουν εδώ και τώρα. «Γιατί σήμερα άρχισαν να πλησιάζουν τον άνθρωπο», όπως λέει. «Επειδή έχουμε απογοητευτεί από τους γήινους ήρωες, αναζητάμε τους μυθικούς. Υπάρχει, δηλαδή, μια αληθινή ανάγκη πίσω από τη δουλειά μου. Αν και καθένας εισπράττει τις διαστάσεις των υπερηρώων όπως το έχει ανάγκη».
Τον Superman τον φιλοτέχνησε σε τρεις εκδοχές, τη μία μαζί με τη Woodwoman, την άλλη σε μια ηγεμονική όρθια πόζα στον αέρα, την τρίτη ενώ σηκώνει, όντας ιπτάμενος, ένα μεταλλικό αρμό ουρανοξύστη. Και ο Spiderman έχει την τιμητική του με δύο εκδοχές. «Δεν παίρνω μια εικόνα έτοιμη, αλλά συνθέτω μεταξύ τους κομμάτια από διαφορετικές εκδοχές των υπερηρώων». Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, δημιουργεί το δικό του φόντο. Όπως, για παράδειγμα, στην Catwoman, η οποία ναι μεν διατηρεί τη γνωστή της πόζα, αλλά από πίσω της λάμπει φωτεινός ένας ήλιος.
 
 
-Δουλεύατε ασταμάτητα για μήνες τους υπερήρωές σας. Σας απασχολεί καθόλου το ελληνικό δράμα; Είχατε χρόνο να παρακολουθήσετε τι συμβαίνει στη χώρα; Στο εργαστήρι σας έχετε, διαπιστώνω, διαρκώς το ραδιόφωνο ανοιχτό στις ειδήσεις…
«Εγώ είμαι θύμα της αισιοδοξίας μου. Είμαι από αυτούς που όταν πονάνε δεν κλαίνε, αλλά τραγουδάνε. Όταν το 1992 ετοίμαζα μια μεγάλη έκθεση για το Μαϊάμι και ήρθαν οι άνθρωποι και κουβεντιάσαμε και αποφασίσαμε μια συγκεκριμένη ημερομηνία για τα εγκαίνια, δεν υπολόγισα ότι είναι πολύ κοντά σε χρόνους. Εγώ δεν έχω ποτέ έτοιμα έργα. Ανακοινώθηκαν οι ημερομηνίες στις εφημερίδες. Και ξαφνικά διαπίστωσα ότι δεν ήταν δυνατό να προλάβει τους χρόνους αυτούς ένας άνθρωπος. Αλλά πιέστηκα, ξενύχτησα και τα κατάφερα. Και αντί να πάρω το αεροπλάνο να πάω στα εγκαίνια, πήρα τις Πρώτες Βοήθειες και προσγειώθηκα στην εντατική. Τότε έκανα το τριπλό by-pass. Πέντε νύχτες και τέσσερις μέρες δεν κοιμήθηκα. Αλλά την έκθεση την έκανα!».