Το είχα πάθει πρώτη φορά με τον Βύντρα. Όσο τον έβριζε η εξέδρα, τόσο ένιωθα την ανάγκη να τον υπερασπιστώ, σε σημείο που να μη στενοχωριέμαι αν έχανε ο Παναθηναϊκός, αρκεί να μην έφταιγε ο Βύντρα!
Το έπαθα μετά και με τον Σισέ (όταν είχε πρωτοέλθει και δεν έβρισκε δίχτυα) και με τον Καρνέζη (μετά την οβίδα του Μίτσελ που «είχε φάει» στο 96΄ στον ημιτελικό Κυπέλλου με την ΑΕΚ και στέρησε την πρόκριση στην ομάδα).
Δεν ξέρω τι, αλλά κάτι με ωθούσε να τους υπερασπίζομαι σε συζητήσεις με πάθος. Παραπάνω από όσο έπρεπε.
Το ίδιο έχω πάθει και την τελευταία εβδομάδα με τον ΣΥΡΙΖΑ. Όσο ακούω γύρω μου μουρμούρες, στην καλύτερη περίπτωση, για όσα δε (;) θα καταφέρει, τόσο αισθάνομαι την ανάγκη να τις αντικρούσω. Είναι σαν να δέχομαι προσωπική επίθεση και πρέπει να με υπερασπιστώ. Στην ακραία συμπεριφορά της άλλης πλευράς, αντιδρώ κι εγώ ακραία.
Γιατί η πλειονότητα των απόψεων που ακούω και διαβάζω, δεν είναι, νομίζω, κριτική (που είναι θεμιτή και αναγκαία), αλλά κακεντρέχεια.
Και δεν είναι ότι πιστεύω όσα λένε οι του ΣΥΡΙΖΑ ότι θα πετύχουν, απλά θεωρώ πρόωρο να καταδικάζεις κάτι που ακόμη δεν έχεις δει. Περίμενε, παρακολούθησε τι γίνεται και τότε κρίνε (ή κατάκρινε). Με μέτρο. Με σύνεση. Όχι χαιρέκακα. Όχι με τη λογική «τα έλεγα εγώ» ή «εγώ το ήξερα»…
Όλα αυτά, βέβαια, με την προϋπόθεση ότι μας ενδιαφέρει να πετύχει η κυβέρνηση, η όποια κυβέρνηση, της χώρας μας. Γιατί, αν όχι, τότε, ναι, η αριστερή μας κυβέρνηση θα αποδειχθεί κούφια…
Της Αναστασίας Χρυσικού
Υ.Γ. Κατ’ εμέ, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει το μαγικό ραβδάκι που κουνώντας το θα γίνουν όλα όπως πριν. Άλλωστε, αυτό το «πριν» είναι που μας οδήγησε στο «τώρα». Θέλω, όμως, να μας οδηγήσει σε ένα καλύτερο «μετά»…
Ωστόσο, πρέπει να το θέλουμε κι εμείς ως πολίτες και να συνδράμουμε προς αυτή την κατεύθυνση…