Η Κυπαρισσία, έγραφε χθες ο Δημήτρης Μπούρας στην “Καθημερινή”, είναι μια πόλη απέναντι στο ανοιχτό πέλαγος, ένα σημείο σε μια ατελείωτη λωρίδα γης που εκτείνεται παράλληλα με τον ορίζοντα του Ιονίου.
Η αίσθηση που έχεις γι’ αυτή, αν έχεις ζήσει εκεί καλοκαίρια και χειμώνες, αφορά αυτό το πάντρεμα της στεριάς με τη θάλασσα. Η Κυπαρισσία είναι, επίσης, η πόλη όπου γεννήθηκε ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός και αληθινά με λυπεί το ότι το έμαθα χρόνια μετά αφότου έφυγα από εκεί, φοιτητής στην Αθήνα.
Ξεφυλλίζοντας το τελευταίο τεύχος της «Τριφυλιακής Εστίας», εξαίρετη έκδοση αφιερωμένη στον ποιητή, σταματώ στη φράση του εκπαιδευτικού Αριστείδη Γκιουλή: «Το γεγονός ότι δεν “ακούστηκε” στη γενέτειρά του, τούτο μοιάζει πλέον να εισέρχεται στη σφαίρα της μυθολογίας, καθώς ο ίδιος φαίνεται σαν να μην πέρασε από εδώ».
Το υπομειδίαμα του Μιχάλη Κατσαρού στην εξουσία, η ειρωνεία, που οδήγησε την ποιητική του φαντασία σε έναν αυθεντικό σουρεαλισμό, ίσως έπαιξαν ρόλο.
Φυλλομετρώντας την «Τριφυλιακή Εστία», που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από γνωστά λογοτεχνικά περιοδικά, έρχονται στη σκέψη μου στιγμές και από την πρόσφατη εκδήλωση του Συλλόγου Κυπαρισσίων «Η Αρκαδιά» για τον «Υπουργό Ποιήσεως, πρίγκιπα Ανδαλουσίας και Κυπαρισσίας Μιχαήλ τον Κατσαρόν» στο Gazarte.
Ήταν μια αρχή και μια υπόσχεση νέων ανθρώπων να φέρουν πολύτιμες και αθέατες όψεις της ιδιαίτερης πατρίδας τους στο φως. Η Κυπαρισσία έχει γεύση ελιάς και χρώμα καρπουζιού, αλλά και ένα σπουδαίο ποιητή της μεταπολεμικής Ελλάδας. Μια πόλη ανοιχτή στο πέλαγος οφείλει να το ξέρει.
Α.Π.