Οι Έλληνες ήταν σκλάβοι, κάτω απ’ τη ράβδο του πασά που είχε στα δεξιά του τον ιμάμη και στα αριστερά του το δήμιο.
Παρ’ όλα αυτά, η ζωή δεν είχε εγκαταλείψει εντελώς αυτή τη χώρα, που αργοπέθαινε. Έτσι, θα ξεκινήσει και πάλι η αναγέννησή της, από το τελευταίο σκαλί της οδύνης.
Οι Μαυροβούνιοι το 1766, οι Μανιάτες το 1769, οι Σουλιώτες της Ηπείρου, ξεσηκώθηκαν και διακήρυξαν την ανεξαρτησία τους, όμως το 1804 όλες αυτές οι επαναστατικές απόπειρες καταπνίγηκαν οριστικά από τον Αλή Τεπελενλή, πασά των Ιωαννίνων.
Είχε έρθει ο καιρός για να επέμβουν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, αν δεν ήθελαν να γίνουν μάρτυρες της ολοκληρωτικής εξαφάνισης της Ελλάδας.
Πράγματι ήταν καταδικασμένη να πεθάνει, βασισμένη μόνο στις δικές της δυνάμεις.
Το 1821, ο Αλή Τεπελενλής, ο οποίος επαναστάτησε κι αυτός εναντίον του Σουλτάνου Μαχμούτ, ζήτησε απ’ τους Έλληνες να τον βοηθήσουν, υποσχόμενος την ελευθερία τους.
Οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν σύσσωμοι. Από κάθε γωνιά της Ευρώπης, οι φιλέλληνες έτρεξαν να τους βοηθήσουν. Ιταλοί, Πολωνοί, Γερμανοί και Γάλλοι τάχθηκαν ενάντια στους καταπιεστές.
Ονόματα όπως: του Γκι ντε Σεντ – Έλεν, του Γκαγιάρ, του Σοβασέν, των λοχαγών Μπαλέστ και Ζουρντέν, του συνταγματάρχου Φαβιέρου, του Ίλαρχου Ρεντό ντε Σεν Ζαν Αντζελί, του Στρατηγού Μεζόν και ακόμα τα ονόματα των τριών Άγγλων, του Λόρδου Κόχραν, του Λόρδου Μπάιρον και του συνταγματάρχη Χάστινγκς, που άφησαν αθάνατες μνήμες σ’ αυτή τη χώρα, για την οποία ήρθαν να πολεμήσουν και να πεθάνουν.
Σ’ αυτά τα ονόματα, που τα δόξασε ό,τι πιο ηρωικό μπορεί να ερμηνεύσει η αφοσίωση στην υπόθεση των καταπιεσμένων, η Ελλάδα απάντησε με ονόματα από τις πιο ένδοξες οικογένειές της, με τρεις Υδραίους, τον Τομπάζη, τον Τσαμαδό και τον Μιαούλη, και ακόμα με τον Κολοκοτρώνη, τον Μάρκο Μπότσαρη, τον Μαυρομιχάλη, τον Κωνσταντή Κανάρη, τον Νέγρη, τους Κωνσταντίνο και Δημήτριο Υψηλάντη, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τόσους άλλους.
Από την έναρξή της, η εξέγερση πήρε μορφή πολέμου, μέχρι εσχάτων, με τρομερά αντίποινα και από τις δύο πλευρές.
Το 1821 ξεσηκώθηκαν οι Σουλιώτες και οι Μανιάτες. Στην Πάτρα, ο επίσκοπος Γερμανός, με το σταυρό στο χέρι, δίνει το σύνθημα. Ο Μοριάς, η Μολδαβία, το Αιγαίο σηκώνουν το λάβαρο της ανεξαρτησίας.
Οι Έλληνες κυριαρχούν και στη θάλασσα και καταφέρνουν να καταλάβουν την Τριπολιτσά.
Στις πρώτες αυτές επιτυχίες των Ελλήνων, οι Τούρκοι απαντούν με τη σφαγή Ελλήνων που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη.
Το 1822, ο Αλή Τεπελενλής, πολιορκημένος μέσα στο Κάστρο των Ιωαννίνων, δολοφονείται με δόλο από ανθρώπους κατάσκοπους της Μεγάλης Πύλης.
Λίγο καιρό αργότερα, ο Μαυροκορδάτος και οι φιλέλληνες συντρίβονται στη μάχη της Άρτας, αλλά κερδίζουν στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου, που ο Ομέρ Βρυώνης αναγκάζεται να λύσει, έχοντας σημαντικές απώλειες.
Το 1823, οι ξένες δυνάμεις αρχίζουν να επεμβαίνουν πιο αποτελεσματικά, πιέζοντας το Σουλτάνο. Αυτός αρνείται και αποβιβάζει δέκα χιλιάδες Ασιάτες στρατιώτες στην Εύβοια. Αναθέτει την αρχηγία στον Μεχμέτ Αλή, πασά της Αιγύπτου.
Σε μια από τις μάχες αυτές, σκοτώθηκε ο Μάρκος Μπότσαρης. Αυτός ο μεγάλος πατριώτης που «έζησε σαν τον Αριστείδη και πέθανε σαν τον Λεωνίδα».
Το 1824 ήταν η χρονιά που έπληξε τον αγώνα της ανεξαρτησίας. Στις 24 Ιανουαρίου πεθαίνει ο Λόρδος Μπάιρον στη Ναύπακτο. Οι Ψαριανοί σφαγιάστηκαν απ’ τους Τούρκους και τα Χανιά της Κρήτης παραδόθηκαν στους στρατιώτες του Μεχμέτ Αλή.
Μόνο οι νίκες στη θάλασσα, μπορούσαν να παρηγορήσουν τους Έλληνες για τις συμφορές τους.
Το 1825 ο Ιμπραήμ πασάς, θετός γιος του Μεχμέτ Αλή, αποβιβάζεται στη Μεθώνη, με έντεκα χιλιάδες άνδρες. Κυρίεψε το Ναυαρίνο και νίκησε τον Κολοκοτρώνη στην Τριπολιτσά και εν συνεχεία κατέστρεψε τη Μεσσηνία και τη Μάνη, και μετά έφυγε για να πάρει μέρος στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου.
Στις 5 Ιανουαρίου 1826, αφού έκαψε τον Πύργο, ο Ιμπραήμ έφτασε στο Μεσολόγγι. Από τις 25 έως τις 28 Ιανουαρίου έριξε στην πόλη οχτώ χιλιάδες βόμβες και οβίδες, χωρίς να καταφέρει να λυγίσει τους δυόμισι χιλιάδες πολιορκημένους.
Όμως, οι πολιορκημένοι απ’ την εξαντλητική πείνα αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Στις 23 Απριλίου το Μεσολόγγι παρεδόθη και κόστισε τη ζωή χιλίων εννιακοσίων υπερασπιστών.
Ο Ιμπραήμ και οι στρατιώτες του έσφαξαν άντρες, γυναίκες και παιδιά, σχεδόν όλους όσοι είχαν επιζήσει από τους εννέα χιλιάδες κατοίκους της πόλης.
Η συνέχεια ήταν δραματική για τους Έλληνες. Οι Τούρκοι, με επικεφαλής τον Κιουταχή, ερήμωσαν τη Φωκίδα και τη Βοιωτία και στις 10 Ιουλίου έφτασαν στη Θήβα, μπήκαν στην Αθήνα και πολιόρκησαν την Ακρόπολη, την οποία υπερασπίζονταν χίλιοι πεντακόσιοι Έλληνες.
Σε βοήθεια αυτού του φρουρίου που ήταν το κλειδί της Ελλάδας, η νέα κυβέρνηση έστειλε τον Καραϊσκάκη, έναν απ’ τους αγωνιστές του Μεσολογγίου και το συνταγματάρχη Φαβιέρο με τον τακτικό στρατό του.
Η μάχη που έγινε στο Χαϊδάρι χάθηκε για τους Έλληνες, και ο Κιουταχής συνέχισε την πολιορκία της Ακρόπολης.
Όμως, ο Καραϊσκάκης χώθηκε στα στενά του Παρνασσού, νίκησε τους Τούρκους στην Αράχοβα στις 5 Δεκεμβρίου και ύψωσε στο πεδίο της μάχης τρόπαιο με τριακόσια κομμένα κεφάλια. Η Ελλάδα του Βορρά είχε σχεδόν ελευθερωθεί.