Φωτιά εν πλω στο Νήσος Μύκονος με 288 επιβαίνοντες


Το βιβλίο του φιλολόγου Σταύρου Τσαγκαράκη το διάβασα σε ένα βράδυ. Το ξεκίνησα με αφορμή τη συνέντευξη που θα κάναμε, όμως με συνεπήρε από τις πρώτες σελίδες. Μέσα σε λίγα λεπτά είχα ξεχάσει τη συνέντευξη και διάβαζα για μένα. «Το όνειρο του καθηγητή Κλήμη», οι απόψεις του για ένα καλύτερο σχολείο, αλλά και η εξαιρετική γραφή, με καθήλωσαν. Γιατί, αν και μοιάζει με προσωπική ιστορία, το βιβλίο αφορά κάθε άνθρωπο που ονειρεύεται ένα ελεύθερο σχολείο, μια καλύτερη παιδεία, μια καλύτερη κοινωνία.
 
Το βιβλίο ξεκινά με έναν εφιάλτη. Οι μαθητές έχουν εξαφανιστεί και οι καθηγητές τούς ψάχνουν…
Δεν ξέρω κι εγώ πώς το συνέλαβα. Ήθελα να πάρουν οι πιτσιρικάδες μια μικρή ρεβάνς (γελάει). Να έχουν για πρώτη φορά τον πρώτο λόγο. Έχω κουραστεί να ακούω συνέχεια «Είναι αδιάβαστα! Δε γράφουν! Γυρίζουν!». Εμείς οι μεγάλοι τι έχουμε δημιουργήσει για τα παιδιά; Τι κάνουμε εμείς για να έχουμε τη δυνατότητα να κατηγορούμε αυτά τα πρόσωπα, αυτά τα χαμογελαστά πλάσματα; «Δώστε», λέει ο δάσκαλος, «μια ευκαιρία ακόμη στους δασκάλους σας». Και οι μαθητές: «Σας δώσαμε. Κάθε Σεπτέμβρη σάς λέγαμε, κοιτάξτε μας στα μάτια, αγαπήστε μας λίγο. Θέλαμε τη βοήθειά σας, όχι την εξουσία σας».
 
Η πρώτη σας συγγραφική προσπάθεια;
Η πρώτη. Το δούλεψα 4 – 5 χρόνια το βιβλίο και είναι μια κατάθεση ψυχής, γιατί το σχολείο το αγαπώ πολύ. Ονειρεύομαι, όπως ο καθηγητής Κλήμης, ένα σχολείο διαφορετικό, όπου θα πρωταγωνιστεί η ταπεινοφροσύνη, η αγάπη, η προσήνεια, όχι η αυστηρότητα. Δεν έχει κανένα νόημα στη σύγχρονη κοινωνία να είναι κανείς αυστηρός με παιδιά. Γιατί η σύγχρονη κοινωνία είναι ανταγωνιστική, είναι στηριγμένη πάνω σε έναν απόλυτο ορθολογισμό, κι αυτός επηρεάζει τις ανθρώπινες σχέσεις. Αλλά σκέφτομαι ότι, αν οι πλάτες οι δικές μας, των μεγάλων, μπορούν να αντέξουν αυτό τον «ορθολογισμό», αυτή τη βαρβαρότητα της κοινωνίας, πόσο αντέχουν οι πλάτες των μικρών μαθητών; Πιστεύω ότι η αυστηρότητα μας γυρίζει πίσω. Όσο βάρβαρη γίνεται η κοινωνία, τόσο η αγάπη πρέπει να θεμελιώνεται μέσα στο σχολείο. Το σχολείο πρέπει να προβάλει αντίσταση, να είναι η όαση της ελευθερίας. Ακόμη και αν έξω γίνεται χαμός, μέσα στο σχολείο ο δάσκαλος αγαπάει. Μόνο η αγάπη μπορεί να βοηθήσει. Και η παιδεία, η μόρφωση. Ο δάσκαλος πρέπει να διαβάζει από το πρωί μέχρι το βράδυ. Φαίνεται ίσως παράξενο, πού να προλάβει. Αλλά πρέπει να μπαίνει στην τάξη έχοντας μια αυτοπεποίθηση. Αν έχει αυτοπεποίθηση, ακτινοβολεί στους μαθητές του. Οι μαθητές εισπράττουν την εικόνα. Λένε, αυτός είναι εντάξει.
 
Ο καθηγητής Κλήμης νοιάζεται περισσότερο τους «κακούς» και τους «άτακτους» μαθητές…
Η ενθάρρυνση είναι το Α και το Ω. Δεν υπάρχει μαθητής που δεν παίρνει τα γράμματα. Ο μαθητής είναι ένας άνθρωπος απέναντί σου. Ο κακός μαθητής, με την αγάπη και τη συμπαράσταση, γίνεται άριστος, κι έχω άπειρα παραδείγματα. Μην κάνεις διαχωρισμούς, «στρατόπεδα», εσύ είσαι ο πρώτος, εσύ ο τελευταίος. Η κοινωνία μας, αυτή η κοινωνία του ανταγωνισμού, επιδιώκει με κάθε τρόπο να ιεραρχεί. Στην τάξη οι μαθητές έχουν την ανάγκη σου. Το κόκκινο στο γραπτό ελάχιστο, διακριτικότατο, μια γραμμούλα μόνο. Αλλά από κάτω πάντα: «Προσπάθησε ακόμα λίγο». Ακόμα κι όταν δεν ήταν καλός. Και ανάσαινε, γιατί είναι μια ανάσα ο καλός ο λόγος. Έχουμε παιδιά απέναντί μας, εφήβους. Συχνά τα χάνουμε τα παιδιά, στα 16 – 17. Και μην πείτε ότι δε φταίνε οι δάσκαλοι.
 
Και η αποστήθιση;
Αυτή η εφιαλτική αποστήθιση είναι περίπου ο θάνατος της ζωντανής γλώσσας, της μητρικής γλώσσας. Της γλώσσας που παράγει ο μαθητής μέσα στην τάξη. Η γλώσσα συνδέεται με τη σκέψη. Σε ένα απόσπασμα του Ντέιβιντ Χάρισον, στο βιβλίο, λέει: «Η γλώσσα μάς δείχνει πώς δουλεύει το μυαλό. Και η απώλειά της σημαίνει πως κλείνει για πάντα η πόρτα σε έναν απέραντο πλούτο γνώσεων». Γιατί μπορεί ο μαθητής να μιλάει, να λέει εξαιρετικά το μάθημα και να παίρνει 20, αλλά μετά από λίγο αισθάνεται ένα εσωτερικό κενό, γιατί αυτό που έχει πει δεν είναι ο δικός του λόγος. Μπορεί να γράψει μόνος του ένα κείμενο. Το έχω κάνει αυτό στην τάξη. Λέω, γράψτε ό,τι θέλετε. Στο “γράψτε ό,τι θέλετε”, έχω ήδη μαζέψει χιλιάδες κείμενα – διαμάντια. Γραμμένα αυθορμήτως, χωρίς προετοιμασία, χωρίς φροντιστηριακή προσπάθεια.
 
Ο καθηγητής Κλήμης καλεί τους μαθητές να ανακαλύψουν τη λογοτεχνία, γιατί μέσα από αυτή θα μάθουν τον κόσμο. Τους διαβάζει Βρεττάκο και Μαρκές, τους μιλά για την αδικία, τον έρωτα… Ο δάσκαλος σήμερα μπορεί να εκφραστεί ελεύθερα; Νιώθει φόβο;
Ο δάσκαλος έχει να αντιμετωπίσει και το φόβο το δικό του. Είναι ο φόβος που του καλλιεργεί το σύστημα. Οφείλει να τον καταλαβαίνει και να κάνει αυτοκριτική. Προβλήματα καθημερινά, άγχος, προκατάληψη από την πολιτεία, αδιαφορία, φτώχεια. Μπαίνει στην τάξη ως τι όμως; Δεν μπορεί να μπαίνει ως εξουσία, γιατί αντιγράφει την εξουσία. Μπορεί να τον σπρώχνουν, και σε ένα σημείο τον σπρώχνουν, του λένε «είσαι εξουσία, φώναξε!». Όμως, ο δάσκαλος που διδάσκει και διδάσκεται, πρέπει να ακούει τη φωνή των μαθητών του. Ο Μπρεχτ λέει: «Δάσκαλε, άκουσε πριν μιλήσεις». Αυτά τα έχουν πει άλλοι, έχουν μιλήσει. Αλλά τώρα έχουμε σωπάσει. Έχουμε σωπάσει εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, της πολιτικής, της πολιτιστικής. Όμως, το σχολείο δεν μπορεί να λυγίσει. Πάντα ο καθηγητής θα βρίσκεται απέναντι σε ένα μηχανισμό ελέγχου, αλλά ο καθηγητής δεν είναι επάγγελμα, είναι λειτούργημα, όσο κι αν δε φαίνεται. Η λογοτεχνία είναι εξοβελισμένη απολύτως. «Κάντε το μάθημα και τίποτε περισσότερο». Εγώ ξεκινάω το μάθημά μου με μια βιβλιογραφία. Τι έγραψε ο Θερβάντες, ποιος είναι ο Ντοστογιέφσκι, ποιος ο Μαρκές. Όμως, δεν υπάρχουν βιβλιοθήκες. Μπήκαμε μέσα στον απόλυτο ορθολογισμό που τα κατάφερε. Εξετάσεις, Πανελλήνιες, η μηχανή να δουλεύει καλά. Δεν έχω αντίρρηση, αλλά η βιβλιοθήκη να είναι ανοιχτή. Δεν μπορεί μαθητής του 20 να αγνοεί κλασσικούς συγγραφείς. Ο λόγος είναι το Α και το Ω. Το παιδί δεν μπορεί να οργανώσει τον εαυτό του, αν δεν οργανώσει τον προσωπικό του λόγο.
 
Οι συνάδελφοί σας πώς βλέπουν τις απόψεις σας;
Ο καθένας είναι ελεύθερος να ακολουθεί το δρόμο που θέλει. Έχω την εντύπωση ότι οι συνάδελφοί μου μπορεί να έχουν κάποιες διαφωνίες, ωστόσο νομίζω ότι υπάρχει ένας απόλυτος σεβασμός απέναντί μου, αλλά και από μένα απέναντί τους. Και με τους συναδέλφους έχω απολύτως άριστη σχέση. Δε θέλω να περιαυτολογήσω. Υπάρχουν πολλοί άλλοι καθηγητές που κάνουν αυτό που κάνω εγώ, δεν είμαι ο μοναδικός.
 
Ακολουθώντας αυτή τη «μέθοδο» όλα αυτά τα χρόνια, έχετε δει θετικό αποτέλεσμα;
Έχω δει τα καλύτερα αποτελέσματα. Δεν υπάρχει μαθητής που να με συναντήσει στο δρόμο και να μη μου πει για το σχολείο. Ένας παλιός μαθητής μου, πριν από ένα μήνα, με συναντά και μου λέει: «Κύριε Τσαγκαράκη, είναι φοβερό, πέρασαν χρόνια, είμαι γιατρός, μέσα στους επιδέσμους και στα τραύματα, αλλά σκέφτομαι κάθε φορά τι λέγαμε στην τάξη και πάνω σε αυτά στηρίζομαι». Άρα, αισθάνομαι ότι δεν έχω κάνει λάθος και η συνείδησή μου είναι ήσυχη απέναντι σε αυτό. Γιατί το κριτήριο είναι ο μαθητής σου, ο μαθητής που θα σε κοιτάξει στα μάτια είναι αυτός που έχει τον τελευταίο λόγο στη σχέση δάσκαλου – μαθητή, που είναι ιερή και πολύ δύσκολη.
 
*Το βιβλίο του Σταύρου Τσαγκαράκη παρουσιάζεται σήμερα  Παρασκευή, στις 8.30 το βράδυ, στο Πνευματικό Κέντρο Καλαμάτας από τις εκδόσεις «Αλφειός» και το βιβλιοπωλείο «Βιβλιόπολις».
Ο συγγραφέας γεννήθηκε στην Αίγυπτο το 1949. Αποφοίτησε από την Αμπέτειο Σχολή Καΐρου και το 1967 ήρθε στην Ελλάδα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και από το 1980 είναι καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση. Μέχρι και σήμερα εξακολουθεί να διδάσκει σε σχολεία της Καλαμάτας.

Της Μαρίας Νίκα