Η άρνηση ορκοδοσίας από το νέο πρωθυπουργό και την πλειονότητα του κυβερνητικού σχήματος απετέλεσε, όντως, μια κίνηση πρωτόγνωρη για την ελληνική πραγματικότητα, αιφνιδιασμού, αλλά και συγχρόνως έκφραση ειλικρίνειας και συνέπειας στα όσα κατά καιρούς διάφορα στελέχη του κυβερνώντος κόμματος είχαν διατυπώσει και εξαγγείλει.
Η παρούσα ειλικρινής έκφραση διανθίστηκε αφενός από ολίγον υποκρισία, όταν ο πρωθυπουργός ζήτησε την ευχή του Αρχιεπισκόπου!!!, και αφετέρου από αρκετή ειρωνεία, άμεσα εκδηλώθηκε η τάση δικαιολόγησης της όλης αυτής κίνησης, με το επιχείρημα, ότι ο όρκος είναι αντίθετος προς τον ευαγγελικό λόγο, την εκκλησιαστική παράδοση, το ήθος της ορθοδοξίας και πολλά άλλα, με τα οποία προσπάθησαν να θέσουν σε δεύτερο ή και τρίτο επίπεδο τη σημειολογική αξία της άρνησης αυτής, και μάλιστα στο συγκεκριμένο τόπο και με το συγκεκριμένο τρόπο και χρόνο.
Μια τέτοια εκκίνηση από την παρούσα κυβέρνηση, δηλώνει την άμεση διαφοροποίησή της, ως προς τα μέχρι τώρα ισχύοντα, και τα οποία μπορούσαν να μας συνδέσουν με κάθε τι που θυμίζει το παρελθόν, αλλά δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ούτε με την επίσκεψη στο Άγιον Όρος, ούτε με την παραμονή επί 10λεπτο μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας του «Άξιον Εστί», ούτε με τη διαχείριση του περιστεριού. Γι’ αυτό η υποκρισία έχει την προϊστορία της και η ειρωνεία τη συνέχειά της.
Δε θα πρέπει, όμως, να αδιαφορήσουμε, μπροστά σ’ αυτή την διπολική αξιοποίηση, τόσο των εκδηλώσεων θρησκευτικότητας, σε επίπεδο κυρίως επικοινωνιακό, όσο και για την αιφνίδια και εξ απίνης διαφοροποίηση σε σχέση προς την ορκοδοσία.
Η σημειολογική και σημασιολογική, όμως, «αξία» αυτού του οξύμωρου συνδυασμού δεν είναι άλλη από την απαρχή μιας εφαρμοσμένης μεθόδου και υφέρπουσας τάσης αποδόμησης του ισχύοντος πλαισίου σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, αρχικά σε θέματα δευτερεύοντα και περιφερειακά, μάλιστα αρκετά «αδιάφορα» και «ανώδυνα», και μακράν από τον πυρήνα του όλου θεσμικού πλαισίου, «τα βαρύτερα του νόμου». Με άμεσο, απόλυτα επικοινωνιακό τρόπο, και χωρίς πολύ κόστος, «προ-εικονίζονται» τα μέλλοντα συμβαίνειν!
Η έναρξη της αποδομητικής αυτής τακτικής και μεθόδου, σύμφωνης και προς τις κομματικές και κυβερνητικές εξαγγελίες και τοποθετήσεις της νέας κυβέρνησης, δε θα πρέπει να περάσει εντούτοις απαρατήρητη, απροβλημάτιστα και ανεκτικά αποδεκτή, από τη διοικούσα Εκκλησία και, μάλιστα, με τη δικαιολόγηση ή τη διαμορφούμενη τάση «μετακύλισης» σε ένα νέο μόρφωμα σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, όπου η Εκκλησία, στο επίπεδο της συνεργασίας σε κοινωνικά θέματα και φιλανθρωπικές δράσεις με την κυβέρνηση, κινδυνεύει να αντιμετωπιστεί ως προς την εξωστρέφειά της, ή και να χρησιμοποιηθεί από το συνομιλητή της (την Πολιτεία ενν.) ως ένας προνοιακός φορέας, μια ΜΚΟ ή μια αξιοζήλευτη ΔΕΚΟ κοινωνικών παροχών, ενώ ως προς την εσωστρέφειά της θα συνεχίζει να επαναπαύεται στο διαχρονικό στρουθοκαμηλισμό της και να αρνείται να δει το θέμα κατάματα, χωρίς μάλιστα να προετοιμάζεται για τα επερχόμενα!
Φαίνεται ότι ήταν αρκετά προφητικός ο λόγος του Αρχιεπισκόπου κ. Ιερωνύμου, στη συνέντευξή του στην εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» του έτους 2008, και παρόλο που βλέπαμε και βλέπουμε το ενδεχόμενο μιας αναθεώρησης των σχέσεων (σήμερα μιλάμε για εξορθολογισμό), εν τούτοις συνεχίζουμε και επαναπαυόμαστε στη μακαριότητα του ενδόξου παρελθόντος μας και δεν τολμάμε να θέσουμε το δάκτυλό μας «επί τον τύπον των ήλων». Δικαιολογούμεθα ή και προσπαθούμε να εξισορροπήσουμε με επικίνδυνες ηθικολογίες, με ιδεολογοποιημένες απόψεις και με ακτιβιστικού τύπου συνεργασίες κοινωνικών παροχών, χωρίς να θέλουμε να ξεκινήσουμε στο εσωτερικό του εκκλησιαστικού μας σώματος τουλάχιστον να προβληματιζόμαστε.
Όπως έχω πει κατά καιρούς, το θέμα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας δεν είναι ζήτημα ιδεολογικό, ούτε απαιτεί πολεμικού τύπου αντιδράσεις, πολλώ δε μάλλον δεν επιλύεται με συναισθηματικού περιεχομένου εκδηλώσεις, ούτε με ευχές και ευχολόγια επικοινωνιακού καθησυχασμού ή κατάρες και αποκηρύξεις.
Είναι ένα θέμα αρκετά πολύπλοκο, πολυδιάστατο και πολυδύναμο, που άπτεται όχι μόνο της ιστορίας και του πολιτισμικού γεγονότος για την ελληνική πραγματικότητα, αλλά και του μέλλοντος της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον ελλαδικό χώρο, γι’ αυτό και απαιτεί σοβαρότητα, υπευθυνότητα και πάνω απ’ όλα, κλίμα εμπιστοσύνης και διάθεση διαλόγου. Απαιτεί μια προετοιμασία σε βάθος χρόνου με ποιότητα λόγου και δυναμικότητα επιχειρημάτων, κάτι για το οποίο είμαστε ακόμα απροετοίμαστοι.
Ας αφήσουμε, λοιπόν, τις γλυκανάλατες και ανειλικρινείς επικοινωνιακού τύπου δικαιολογίες (!!!) και ας έλθουμε «εις εαυτόν» και «καθ’ εαυτόν», αναλογιζόμενοι την ευθύνη μας έναντι της εκκλησιαστικής μας ταυτότητας, αυτοσυνειδησίας και παρουσίας, αλλά και της ιστορίας και του πολιτισμού μας.
Ας αφυπνιστούμε από τη χειμερία νάρκη του παρελθόντος και ας αρχίσουμε με τον εσωτερικό μας διάλογο, γιατί, όπως φαίνεται, η αναθεώρηση ή ο διαθρυλούμενος εξορθολογισμός είναι προ των θυρών…
Του Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου