Η «ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ», που στις 28/11/2019 με το νόμο 4640/2019 ψηφίστηκε στην ολομέλεια της Βουλής, δεν είναι κάτι το αιφνίδιο και αναπάντεχο. Επακόλουθο γέννημα είναι, της μακράς κυριαρχίας του Χρηματιστικού Κεφαλαίου στη χώρα μας. Νέο εργαλείο καταναγκασμού, με το οποίο επιχειρείται η στρέβλωση της έννοιας της ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ και του τρόπου που απονέμεται.
Της ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, που με την κατάκτηση των δημοκρατικών πολιτευμάτων, δικαίωμα έγινε για τους πολίτες και η απονομή της γίνεται με σύνθετους και ειδικούς δικονομικούς κανόνες, που ρυθμίζουν την απονομή της σ’ ένα «ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ», που λένε, πως είναι γέννημα του φιλελεύθερου διαφωτισμού, που ιδεολογικό κέντρο είχε το ζήτημα της «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ που απλώθηκε σε Γαλλία και Αμερική και πάνω του στηρίχθηκαν και οι δύο αυτές Επαναστάσεις, όπως και η δική μας μεγάλη Επανάσταση του 1821.
Λένε ακόμα, πως η ουσία του φιλελεύθερου διαφωτισμού, ήταν η εναγώνια αναζήτηση τρόπων για να συγκολληθούν στην άσκησή τους δύο αλληλοσυγκρουόμενες έννοιες.
Δηλαδή, η έννοια του ΚΡΑΤΟΥΣ και της (κρατικής) βίας που εμπεριέχει και εκείνης του «ΔΙΚΑΙΟΥ» που ανθρώπινο δικαίωμα έγινε και εργαλείο ισχυρό για τους πολίτες, τόσο ισχυρό που να μπορεί να αλλοιώνει την κρατική βία και να τη μεταβάλλει σε «ρυθμιστική κρατική βία», ελεγχόμενη και ρυθμιζόμενη από το ΝΟΜΟ και τη ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ.
Έτσι πίστευαν οι οπαδοί του φιλελεύθερου διαφωτισμού, ότι θα μπορούσε να υπάρξει τρόπος «ειρηνικής συνύπαρξης» στην έννοια και ταυτόχρονη λειτουργία αυτών των δύο αντικρουόμενων δυνάμεων (του Κράτους και του Δικαίου) στις κοινωνίες των πολιτών.
Δηλαδή, με την ίδρυση του ΚΡΑΤΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ, επιχειρήθηκε να περιορισθεί το Κράτος σ’ ένα και μόνο ρόλο, εκείνο δηλαδή του «παρατηρητή» και «εγγυητή του νόμου και της τάξης», μέσα σε μία ελεύθερη οικονομική και κοινωνική ζωή.
Να παρατηρεί δηλαδή το ΚΡΑΤΟΣ και να παρεμβαίνει για την εφαρμογή του ΝΟΜΟΥ και την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και της ατομικής ελευθερίας σε όλες τις μορφές της και γι’ αυτό το λόγο το οργανωτικό πολιτικό σύστημα που κατασκεύασε το ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ στηρίζεται με κυρίαρχη αρχή το ΔΙΚΑΙΟ, στην αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, δηλαδή την ανεξαρτησία της νομοθετικής εξουσίας, της Δικαιοσύνης και Δικαστηρίων και την αυστηρή άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας μέσα στα πλαίσια της αρχής της νομιμότητας.
Διότι η εκτελεστική εξουσία, με την αυθαιρεσία και περιφρόνηση που τη διακατέχει απέναντι στη νομοθετική και δικαστική εξουσία, αποτελεί επικίνδυνη δύναμη ενάντια στους πολίτες, αφού από τη φύση της ελέγχοντας την βία (στρατό και αστυνομία), μονίμως και σταθερά απειλεί και συγκρούεται με τους πολίτες, τους οποίους επιδιώκει να έχει υποταγμένους και άβουλους.
Και συγκρούεται σκληρά η ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ με τη ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ και τη ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, ώστε ο μόνος έλεγχος γι’ αυτό το φοβερό θηρίο να είναι ο ΝΟΜΟΣ, με τον οποίο το ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ επιχειρεί να το τιθασεύει και συνεχώς προσπαθεί να κουμαντάρει την ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ, έτσι ώστε να μη ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια που ο ΝΟΜΟΣ της καθορίζει και της επιβάλλει να ασκείται.
Γι’ αυτό και ο ΝΟΜΟΣ αποτελεί τη μόνη εγγύηση για τη διαφύλαξη της ελευθερίας και των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών στο ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ.
Με αυτό το οργανωτικό όχημα, οι φιλελεύθεροι αστοί επιδίωξαν να αντικαταστήσουν το απολυταρχικό Κράτος, στο οποίο κυριαρχούσε η απόλυτη ατομική βούληση του ηγεμόνα, βασιλιά, ή τυράννου και των παρακεντέδων που είχε στη δούλεψή του.
Επιχειρήθηκε δηλαδή από τους οπαδούς του φιλελεύθερου διαφωτισμού, η με το νόμο ωραιοποίηση του καταναγκασμού με τη νομιμότητα, που όμως ακολουθούν τη ροή της κίνησης του Κεφαλαίου, αναπαράγοντας συνεχώς και αδιάκοπα την πάλη των τάξεων, ΜΕ ΧΑΛΙΝΑΡΙ ΤΟ ΝΟΜΟ, ο οποίος πρέπει να είναι γενικός, χωρίς εξαιρέσεις και νομικά μπουρδουκλώματα, να ισχύει για όλους και μόνο με βάση αυτή την αρχή της γενικότητας του νόμου έχει νόημα η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, να κατοχυρώνονται οι ατομικές ελευθερίες των πολιτών, χωρίς να υπάρχουν προνόμια για τους λίγους.
Όμως από την αρχή της βιομηχανικής επανάστασης δημιουργήθηκαν μεγάλα προβλήματα στο ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ, διότι οι ταξικοί αγώνες που ξέσπασαν για εργασία, ωράριο εργασίας, κοινωνική ασφάλεια κ.λπ., δημιούργησαν εκρηκτικά προβλήματα.
Είναι το λεγόμενο, από τους αστούς μελετητές, «ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ», που εμφανίστηκε δυναμικά μετά το Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο και μέσα στις νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν, η ιδεολογική και φιλοσοφική αντίληψη της ισότητας του νόμου (ο Νόμος είναι ίσος για όλους του πολίτες και όλοι οι πολίτες είναι ίσοι απέναντι στο Νόμο), που κυρίαρχα είναι στο ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ, που αμφισβητήθηκαν, αποδοκιμάστηκαν και χλευάστηκαν ακόμα από την εργατική τάξη, με εκείνη την περίφημη φραστική διατύπωση του ποιητή Anatole France,
« … η αυτού Μεγαλειότατης, ο Νόμος, ο οποίος κατά τον ίδιο τρόπο απαγορεύει το ίδιο στους πλουσίους και φτωχούς, να κοιμούνται κάτω από τι γέφυρες, να ζητιανεύουν στους δρόμους, και να κλέβουν ψωμί για να φάνε».
Αποδοκιμασία και χλευασμός και αρχή της φθοράς του «Κράτους Δικαίου» και αφετηρία γέννησης του «ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ».
Γιατί το «ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ», για το οποίο φωνάζανε μαρξιστές, διανοούμενοι, θεμελιωμένο είναι ιδεολογικά στην πάλη των τάξεων και λένε ότι σαν «ταξική δύναμη», προορισμένο είναι να διαχωριστεί πρώτα από την άρχουσα τάξη και μετά να την καταπνίξει και να την εξαλείψει, χωρίς όμως να παραβλάπτει την έννοια και δομή του «ΚΡΑΤΟΥΣ», που κύριο χαρακτηριστικό έχει τον καταναγκασμό, με την άσκηση της «ΟΡΑΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ», με την αστυνομία και τ’ άλλα όργανα καταστολής που χρησιμοποιεί, καθοδηγούμενο πάντα από την «ΑΟΡΑΤΗ ΕΞΟΥΣΙΑ» των κυρίαρχων οργανωμένων οικονομικών συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης. Και τούτο σε αντίθεση με κάτι «άλλους» που φωνάζανε πως το κράτος δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο απελευθέρωσης, αφού είναι αναπόφευκτα όργανο κυριαρχίας, ανεξαρτήτως του ποιος ελέγχει τη δομή του και επ’ ονόματι τίνος ορατά ή αόρατα ενεργεί.
Και δίδασκε ο καθηγητής της Νομικής, Ι. Μανωλεδάκης ότι:
«Δίχως λοιπόν τη βία, εμφανιζομένη σε τρία επίπεδα (αφηρημένο – συγκεκριμένο – υλικό), που αντιστοιχούν στα τρία υποστασιακά επίπεδα της ανθρώπινης ύπαρξης (γνώση – βούληση – πράξη), δίκαιο δεν υπάρχει».
Και κείνος ο υπέροχος μεγάλος συνταγματολόγος Αρ. Μάνεσης δίδασκε πάλι στις αίθουσες της νομικής σχολής ότι:
«Το Δίκαιο είναι συνυφασμένο με το Κράτος και από μια άλλη άποψη: Η οργάνωση της κρατικής εξουσίας, η ρύθμιση της άσκησης του καταναγκασμού και γενικότερα η εξασφάλιση της επιβολής της γίνεται με κανόνες δικαίου».
Αλλά ποιος άκουγε τότε, και βρίζανε, οι «ανεπρόκοποι», ότι αλλάζοντας το όνομα σε «ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ» τίποτα δεν γινότανε, γιατί η εξουσία ίδια παντού και τα γεννήματά της όλα ίδια είναι, ό, τι όνομα και ένδυμα θα ’βρισκε για να φορέσει.
Σήμερα, όμως που τα λαϊκά συμφέροντα της μεγίστης πλειοψηφίας του λαού, αποτελούν κοινή συνισταμένη της εννοίας της Δικαιοσύνης και του τρόπου απονομής της, μέσα στο «ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ» της Δημοκρατίας μας, ήρθε να τα παραβλάψει η λεγόμενη «ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ» που υποχρεωτικά επιβάλλεται με τον παραπάνω νόμο.
Δεν τόλμησε να εισαχθεί, όσο το εργατικό κίνημα, ήταν δυνατό, ικανό να μάχεται το «Κράτος Δικαίου» και η «Αριστερά» και η αριστερή ιδεολογία για ελευθερία, ανθρώπινα δικαιώματα και κοινωνική Δικαιοσύνη ήσαν κυρίαρχες, παλεύοντας να θεμελιώσουν ένα «ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ».
Δεν τόλμησε να εισαχθεί, όσο οι πολίτες πάλευαν για Λευτεριά και κοινωνική Δικαιοσύνη και δεν κυριαρχούσε η νοοτροπία της «ΨΩΡΟΚΩΣΤΑΙΝΑΣ» και η συνείδηση του «ΕΠΑΙΤΗ» με την οποία ακόμα στριμώχνονται στις ουρές, μη τυχόν και προλάβουν να λάβουν «επίδομα ελεημοσύνης» από ένα «ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ» που ξεπουλήθηκε και ξεπούλησε τη χώρα, μαζί με τους ανθρώπους και τα υποστατικά της στους χρηματοδότες της παρακμής μας.
Γιατί αυτός ο αντισυνταγματικός νόμος 4640/2019, στερεί από τους πολίτες το «ΦΥΣΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗ» που δικαιούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα.
Γιατί συγκρούεται με τις διατάξεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Συμβάσεως της Ρώμης.
Γιατί είναι ίδιος με το προηγούμενο ν. 4512/2018 που έχει κριθεί ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΣ από τον Άρειο Πάγο και αντισυνταγματικός σημαίνει «άθλιος» νόμος, για τη Δικαιοσύνη και τους πολίτες και για αυτούς που τον έφτιαξαν.
Γιατί εισάγει στην έννοια της Δικαιοσύνης τη βλάσφημη επιμέτρηση του στοιχείου του «βάρους της τσέπης» που έχει ο κάθε αντίδικος για να πληρώσει δικαστική προστασία.
Γιατί ιδιωτικοποιεί την απονομή της δικαιοσύνης και από ανθρώπινο δικαίωμα τη μετατρέπει σε παλλακίδα των οικονομικά ισχυρότερων αντιδίκων.
Γι’ αυτό πρέπει να συλλογιστούμε αυτά τα ψήγματα αντίδρασης της ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ, με την οποία καταγγέλλουν ότι:
«Η υποχρεωτική διαμεσολάβηση εισάγει δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, καθώς επιτείνει τη διαπραγματευτική ανισότητα των μερών και συνεπάγεται υψηλό κόστος, μετατρεπόμενη σε μοχλό πίεσης προς το αδύναμο μέρος για να δεχθεί τη συμβιβαστική επίλυση».
Να συλλογιστούμε πρέπει τον αντίλογο της «ΕΝΩΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ, όπως εκφράστηκε στις 4 Οκτωβρίου 2019 με άρθρο του Χριστόφορου Σεβαστίδη, Δ.Ν Εφέτη, Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και εισαγγελέων που, αν δεν κάνω λάθος, τίμησε κάποτε ως πρωτοδίκης Δικαστής το Πρωτοδικείο της Καλαμάτας, και που συνοψίζεται στα εξής:
«Ηττημένοι δεν θα είναι μόνο οι πολίτες που θα υποχρεώνονται να προσφεύγουν σε «Παραδικαστήρια» για την επίλυση της διαφοράς τους, χωρίς να γνωρίζουν το δαιδαλώδες πλέγμα των οικονομικών σχέσεων, εξαρτήσεων και συμφερόντων του Επιχειρηματία Διαμεσολαβητή. Φτωχότερη θα είναι η Δημοκρατία που αναγνωρίζει de facto την αδυναμία και την ανικανότητα να παρέχει στους πολίτες της αυτά που δικαιούνται και δέχεται να απομειώσει έναν βασικό πυλώνα της, εκχωρώντας τον στους επιχειρηματίες».
Να συλλογιστούμε ίσως την έννοια της Δικαιοσύνης με εκείνο το μεγαλειώδες «σκεπτικό» που διατυπώθηκε από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης σε δημόσια συνεδρίαση στις 8-2-2008 με την υπ’ αριθμόν 3452/2008 απόφαση του, δημοσιευμένη στη μηνιαία νομική Επιθεώρηση «Αρμενόπουλος», τεύχος 7 Ιούλιος 2008.
H ENΝΟΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
«Η έννοια της δικαιοσύνης (και η συναφής έννοια του δικαίου) είναι βεβαίως, θεμελιώδης και κομβική για τη νομική επιστήμη και το αενάως ζητούμενο από τους εφαρμοστές του. Η «ποιητική ιδέα», έχοντας μια πλατωνική ανάμνηση, συνυφαίνεται με την έννοια της δικαιοσύνης με τρόπο πρωτότυπο, αφού όταν η ποιητική ύλη αναφέρεται σε έννοιες εξωποιητικές, αναπόφευκτα δημιουργεί ωσμώσεις εννοιολογικές και ανεπαίσθητες αλλοιώσεις γλωσσικές. Η δικαιοσύνη είναι ο συνεκτικός ιστός ενός ανερμάτιστου και ετερόκλητου κόσμου. Οι νομικοί θεσμοί στην αρχαία Ελλάδα εξιδανικεύθηκαν σε μια ατμόσφαιρα ποιητική (βλ. Στ. Δεληκωστόπουλου, Γένεση του δικαίου και αρχαιοελληνική ποίηση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1996). Τα ποιητικά έργα είχαν τη λειτουργική δυναμική των έμμεσων πηγών του δικαίου: Εμπνευστής και δημιουργός του δικαίου ήταν η ποίηση που ανέκαθεν αναφερόταν στα καθολικώς ισχύοντα και όχι η ιστορία που απλά κατέγραφε τα επιμέρους συμβαίνοντα. Η δικαιοσύνη, ως εμπειρία, ήταν η ειδοποιός διαφορά της πολιτισμένης από τη βάρβαρη κοινωνία, αφού, κατά τον Ησίοδο, ο Δίας απέκτησε με την Θέτιδα «Ευνομίην τε Δίκην τε και Ειρήνην τεθαλυίαν» (Θεογονία, 901-902).
Για τον Οδυσσέα Ελύτη, η δικαιοσύνη είναι η «ακριβής στιγμή». Αποτελεί την υποδόρια καταστατική αρχή της σκέψης του, αφού η ηρακλείτεια «αφανής» και «καλλίστη αρμονία» της ποίησής του και η «φωτεινότητα και η διαφάνεια» που χαρακτηρίζουν το έργο του, αποτελούν ειδοποιά στοιχεία της ποιητικής ιδέας της δικαιοσύνης (Λόγος στην Ακαδημία της Στοκχόλμης. «Εν Λευκώ» σελ. 317). Κατά τον καθηγητή Δημήτρη Μαρωνίτη, ο Ελύτης ανάγει την ποίηση σε σύστημα, που φιλοδοξεί να απορροφήσει τόσο τη φιλοσοφία, όσο και την πολιτική της εποχής του (Η κρίσιμη καμπή: Η ωριμότητα του ποιήματος και του ποιητή, Αντί 29.2.1980, σελ. 32). Υπ’ αυτή την εκδοχή, ο ποιητής φιλοδοξεί να υπαγάγει και τη δικαιοσύνη στο ποιητικό σύστημα που οικοδομεί.
«Καθώς τα γεγονότα γίνονται ποιήματα, τα ποιήματα με τη σειρά τους ζωντανεύουν. Η ιδέα του ποιήματος – που ζει – κυκλοφορεί αδιάκοπα στον Ελύτη, που ωστόσο βλέπει αυτό το λογοτεχνικό ον μάλλον σαν μια συναρμογή από αρμονικές τροχιές, σαν ένα μικρό ηλιακό σύστημα. Την ερμητική αυτή την αποκαλεί Δικαιοσύνη. Πρόκειται για τη ζωντανή παρουσία μιας ορισμένης τελειότητας στη σχέση εικόνας και νοήματος». Ευγένιου Αρανίτση (εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» της 30ής Απριλίου 1997).
Στη συλλογή «Δυτικά της λύπης», την τελευταία του εν ζωή, ο ποιητής εκλαμβάνει τη δικαιοσύνη ως έννοια καταστατική που αναδύεται από την ίδια την ποιητική λειτουργία. Γράφει λοιπόν ότι: «Ποίηση μόνον είναι / Κείνο που απομένει. Ποίηση. Δίκαιη και ουσιαστική κι ευθεία / Όπως μπορεί και να την φαντασθήκαν οι πρωτόπλαστοι / Δίκαιη στα στυφά του κήπου και στο ρολόι αλάθητη», αναγνωρίζοντας σ’ αυτήν την παραμυθία της δικαίωσης, την ευθυκρισία της ακριβούς διάγνωσης.
Στους «Προσανατολισμούς», η έννοια της δικαιοσύνης εντάσσεται στους κεντρικούς φορείς αναφοράς του ποιητή: Το φως και τη διαφάνεια της νεότητας. Το απόλυτο φως που ταυτίζεται με τη δικαιοσύνη, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του ποιητή. Σύμβολο των δικαστικών θεσμών, εκτός από το ζυγό της ευθυκρισίας, αποτελεί και το φως της διαφάνειας (όπως η Cour des comptes της Γαλλίας), που σημασιολογικά αναδεικνύει την εγκαθίδρυση της τάξης μέσα στο φως, κατά το λατινικό ρητό: «Dat Ordinem Lucendo».
Καίρια στιγμή της έννοιας της δικαιοσύνης, ως φωτός, αποτελούν οι στίχοι: «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ / και μυρσίνη συ δοξαστική μη παρακαλώ σας μη / λησμονάτε τη χώρα μου!» («Το Άξιον Εστί»). Ως «νοητός ήλιος», η δικαιοσύνη, δεν σημαίνει ότι πρόκειται για έννοια πλασματική, σύλληψη ποιητική που ανήκει στο χώρο της ουτοπίας. Αλλά, απεναντίας, πρόκειται για έννοια που βιώνεται βαθιά και ουσιαστικά και που εποπτεύει τον κόσμο ως ο βιβλικός «ήλιος της δικαιοσύνης». Κατά τον «Κρατύλο» (413 β) του Πλάτωνος, ο ανώνυμος φιλόσοφος (που φαίνεται ότι είναι ο Ηράκλειτος) εξισώνει τη φωτιά με τη δικαιοσύνη. Αν και το φως, το πυρ και η διαφάνεια είναι η ποιητική σύλληψη της δικαιοσύνης, εντούτοις η ισορροπία, το μέτρο, το ισοζύγισμα είναι η πεμπτουσία της έννοιας αυτής. Η «παλίντροπος αρμονίη» της ηρακλείτειας σκέψης εμπεδώνεται στις απόψεις του Ελύτη για τη δικαιοσύνη. Η μη υπέρβαση του μέτρου, ως η ζυγισμένη πορεία καταλαμβάνει και τον ήλιο της δικαιοσύνης. «Ήλιος γαρ ουχ υπερβήσεται μέτρα ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν», αποφαίνεται ο σκοτεινός Εφέσιος.
Την έννοια της ευθυκρισίας και της καθετότητας της αλήθειας, αναδεικνύουν με την αιχμηρότητα βιβλικής προφητείας, με την αυστηρότητα μεταφυσικού τιμητή, στίχοι δριμείς, οξείς και αναπάντεχοι, όπως εκείνος που επαγγέλλεται πως «Μονομιάς να πέσει /όπως πέφτει το κακό / \ η αλήθεια» («Τα ελεγεία της Οξώπετρας»). Η ευθύτητα ως απόρροια του κανόνος (είτε κατά κυριολεξία είτε μεταφορικά) -με άλλα λόγια του αποτελέσματος μιας ενσυνείδητης αυτοπειθαρχίας αλλά και του κοινωνικά επιβεβλημένου πειθαναγκασμού με τη μορφή της συντεταγμένης πολιτείας- εντοπίζουν και αναδεικνύουν στίχοι ευάεροι και παμφόεντες, όπως στο «2×7 ε»: «ώστε να ξέρει ο πιστός της Αιολίδας να συντονίζει τους \ δείχτες της ψυχής του, έτσι που το μεσημέρι να σημαίνει συνάμα και δίκαιον», καθώς και στη «Μαρία Νεφέλη», όπου ο Αντιφωνητής λέγει: «να δικάσω τους άλλους και απ’ αυτούς να δικαστώ την κάθετη ώρα του μεσονυκτίου».
Εξάλλου, στον «Μικρό Ναυτίλο» αναφέρει: «Μας χρειάζεται μια νομοθεσία που να διαμορφώνεται όπως το δέρμα επάνω μας τον καιρό που μεγαλώνουμε. Κάτι νεανικό και δυνατό συνάμα, σαν το εν δ’ ύδατ’ αενάοντα ή το θαλερόν κατά δάκτυ χέοντες. Έτσι που να μπορεί κείνο που γεννά ο άνθρωπος να ξεπερνά τον άνθρωπο δίχως να τον καταπιέζει». Αυτή η αυτόματη εξάρτηση της νομοθεσίας με την εξέλιξη, αίτημα πάγιο όσο και αυτονόητο όλων των συντεταγμένων πολιτειών, δίνεται με τον πλέον προσφυή τρόπο. Ότι δηλαδή η νομοθεσία, ως προϊόν ενός των αναγκών και απαιτήσεων συγκεκριμένου πολιτιστικού χώρου, θα πρέπει να μπορεί να μεταβάλλεται ανεπαίσθητα και με τέτοιον τρόπο που να υπερβαίνει τον δημιουργό του, χωρίς όμως να γίνεται και αντικείμενο καταπίεσής του.
Κατά τον Γιάννη Ρίτσο, η έννοια της δικαιοσύνης έχει λιγότερο εμφανείς φιλοσοφικές παραμέτρους, όπως συμβαίνει στον Ελύτη, αλλά αναδεικνύει συνειδητά την αίσθηση προβολής του κοινωνικού αιτήματος της δικαιοσύνης• αιτήματος που προβάλλεται ως σύλληψη ποιητική. Έτσι, η έννοια της δικαιοσύνης είναι περισσότερο βιωματική, γήινη και εμπειρική. Μορφοποιείται από τη δυναμική ενός απαιτητικού κοινωνικού συνόλου και όχι από την έκλαμψη ενός ατομικού νου ευφάνταστου. Είναι με άλλα λόγια, απόρροια ίσως της κοινωνικής στράτευσης του ποιητή, της οπτικής γωνίας που εποπτεύει τα γεγονότα και της συνεπαγόμενης ειδικής ευαισθησίας του ως έγκυρου φορέα προβολής των κοινωνικών αιτημάτων και του ειδικού του ρόλου ως ποιητή: Ως κοινωνικού διαμεσολαβητή, δηλαδή, που θεωρεί καθήκον του να αναλαμβάνει τις ευθύνες του και να υποδύεται το ρόλο του έναντι στην κοινωνία και την κατεστημένη πολιτεία/Ο ποιητής, κατά τον Ρίτσο, είναι κοινωνικός ιεροφάντης. Ταυτίζεται με το δίκαιο, τόσο γενικά ως προβολέας του αιτήματος για ελευθερία, των αγώνων για ισότητα και της αγωνίας για αδελφοσύνη, όσο και ως φορέας του προσωπικού του πάθους: Του πάθους του για την Ελλάδα, που προσωποποιημένη, ως η σολωμική Ελευθερία, ανακαλεί στη μνήμη, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, την εικόνα της δικαιοσύνης: «Κι έτσι στητή και δυνατή καταμεσίς στον κόσμο/ κρατώντας στο ζερβί σου χέρι τη μεγάλη ζυγαριά και στο/ δεξί την άγια σπάθα/ είσαι η ομορφιά κ’ η λεβεντιά κ’ είσαι η Ελλάδα» («Η Κυρά των Αμπελιών»).
Η εμφανώς πολιτικοποιημένη και κοινωνική ευαισθησία του ποιητή αναδεικνύει την έννοια της δικαιοσύνης ως αιτούμενο της δράσης του συνόλου. Είναι η απώτερη στόχευση της στράτευσης των αδικημένων, το ζητούμενο της ενεργοποίησης τους. Η ποιητική του ιδιότητα τον επιστέφει αυτομάτως ως εκπρόσωπο και λειτουργό της δικαιοσύνης.
Την έννοια της δικαιοσύνης, ως ισόρροπης κατάστασης, όμοια με εκείνη του Ελύτη, την ανακαλύπτει εντέλει και ο ώριμος Ρίτσος. Όχι, όμως, ως απόρροια των εμφανών και αφανών αρχαιοελληνικών φιλοσοφικών καταβολών εκείνου, αλλά ως μια αναπόδραστη συνέπεια της ψυχικής έξαρσης, η οποία καταπραϋνόμενη επιφέρει τη χαλάρωση των εντάσεων, που ως αποκάμωμα των νευρικών εκρήξεων, είναι Νέμεσις μαζί και γαλήνη, ικανοποίηση ζωική, αλλά συγχρόνως και κενό μαζί και κατακρήμνιση στη ματαιότητα. (Η δικαιοσύνη ως ποιητική ιδέα, Νικολάου Μηλιώνη, Παρέδρου Ελεγκτ. Συνεδρίου, Δρος ΠΕ, ΕλλΔνη 2004, 616 επ.)».
Και να κάνουμε πρέπει το μόνο πράγμα που μας έχει απομείνει, βλέποντας να μεταλλάσσεται η περήφανη και ανεξάρτητη Θέμιδα σε «θυμιούλα».
Δηλαδή να συσπειρωθούμε γύρω από τις απόψεις και καταγγελίες της «ΕΝΩΣΕΩΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ» και εκείνες της «ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ», σε μία «πολιτική» αντίδραση που μπορούμε, αυτή δηλαδή που δίδασκε εκείνος ο αρχαίος φιλόσοφος ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ την οποία «ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΣΥΜΒΟΛΗ», ονόμασε ο ΠΛΑΤΩΝΑΣ, που είναι η άρνηση όλων όσων φτιάχνουν οι επαγγελματίες της συμφοράς μας, οι τεχνικοί δηλαδή της εκτελεστικής εξουσίας, που ρυθμίζουν την οικονομική και κοινωνική ζωή και την ελευθερία και τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών ανάλογα με τα μούτρα τους.
Του Δημητρίου Ν. Ζέρβα
Δικηγόρου