Το κουβάρι που πλέκει τον Βοναπάρτη με τον τόπο και τους ανθρώπους του
Το 1779 ο Βοναπάρτης εκπόνησε την πρώτη του εργασία με τίτλο: «Απομνημονεύματα περί της αγωγής των νέων Μανιατών»
«Η Ελλάς περιμένει έναν ελευθερωτή. Θα ’ταν ένας ωραίος στέφανος δόξας! Θα εγγράψει το όνομά του για πάντα πλάι στα ονόματα του Ομήρου, του Πλάτωνος και του Επαμεινώνδα. Δεν ήμουν ίσως πολύ μακριά από το σημείο αυτό!». Αυτά έλεγε το 1816, εξορισμένος στο νησάκι της Αγίας Ελένης, ο Ναπολέων Α΄ για τους υποδουλωμένους Έλληνες. Στα χρόνια που ακολούθησαν, παρασκηνιακά περιστατικά, ευσεβείς πόθοι, επιστημονικές μελέτες και μια αμφιλεγόμενη δούκισσα πλέκουν το κουβάρι που τον συνδέει με τη Μάνη και τους ανθρώπους της.
Ο συσχετισμός Ναπολέοντος και Μανιατών ξεκινά από την αχλή που περιβάλλει τον τόπο καταγωγής του. Στο πλαίσιο της αντίληψης-μότο της νεοελληνικής κοινωνίας «όλα είναι ελληνικά», πολλοί ντόπιοι υποστηρίζουν ότι ανάμεσα στις μανιάτικες οικογένειες που μετανάστευσαν το 1676 στην Κορσική, για να ξεφύγουν από τα οθωμανικά στρατεύματα, βρισκόταν και κάποιος Καλόμερος ή Καλομοίρης.
Οι απόγονοί του εξιτάλισαν το όνομά τους σε Buonaparte (Bona-partes = καλό μέρος ή καλό κόμμα) και, επομένως, είναι σχεδόν βέβαιο πως στις φλέβες του Ναπολέοντος έρρεε έστω και μια στάλα μανιάτικου αίματος. Κατά μία άλλη θεωρία, οι Βοναπάρτηδες είχαν κοινή καταγωγή με τη γνωστή μανιάτικη οικογένεια των Στεφανόπουλων, που μετοίκησαν στο Αιάκειο της Κορσικής.
Το φιτίλι άναψε η Δούκισσα Λάουρα Ντ’ Αμπραντές, λάτρις της κοσμικής ζωής και των εξωσυζυγικών «περιπετειών», μέσω της αυτοβιογραφίας που εξέδωσε το 1832 (Memoires de Madame la duchesse d’Abrantes). Η Λάουρα, κόρη της Πανώριας Στεφανοπούλου και σύζυγος του υπασπιστή του Ναπολέοντος Ζινόντ, είχε στραφεί εναντίον του μεγάλου στρατηγού στην τελευταία φάση της πορείας του, καθώς την είχε απομακρύνει εξαιτίας της άστατης ζωής της. Με λεπτομερέστατες περιγραφές αλλά και πολλές οφθαλμοφανείς ανακρίβειες, διατύπωσε τους δύο παραπάνω ισχυρισμούς για τη μανιάτικη καταγωγή του Ναπολέοντος.
Περισσότερες και πιο έγκριτες πηγές επιβεβαιώνουν το φιλικό δεσμό μεταξύ των δύο οικογενειών: ο πατέρας του αυτοκράτορα, Κάρολος Βοναπάρτης, συνομιλούσε συχνά στα ελληνικά με τους Στεφανόπουλους στο σπίτι του και πέθανε στα χέρια της Πανώριας, ενώ όταν ο ίδιος ο Ναπολέων έφτασε, ορφανός και μόλις 15 ετών, στο Παρίσι για να σπουδάσει, την κηδεμονία του ανέλαβε ο αδελφός της, ο αξιωματικός Δημήτριος Στεφανόπουλος-Κομνηνός. Οι ισχυρισμοί για την κοινή τους καταγωγή, όμως, μοιάζουν περισσότερο με τραγελαφική προσπάθεια της Λάουρας να γλιτώσει τον ξεπεσμό των τελευταίων χρόνων της ζωής της, συνδέοντας το όνομά της με τους Βοναπάρτηδες.
Πλήθος Γάλλων συγγραφέων έσπευσαν να ασπαστούν τον ισχυρισμό της για τη γενετική σχέση Στεφανόπουλων – Βοναπάρτηδων, πιθανότατα για να κολακεύσουν το νεκρό πλέον Ναπολέοντα, ότι έλκει την καταγωγή του από τη βυζαντινή αυτοκρατορική οικογένεια των Κομνηνών, των οποίων απόγονοι ισχυρίζονταν ότι ήταν οι Στεφανόπουλοι. Για τους Μανιάτες, από την άλλη, την πιθανότητα ο Μέγας Ναπολέων να καταγόταν από τα ένδοξα χώματά τους τη μετέτρεψε σε βεβαιότητα ο Φαναριώτης ρομαντικός λογοτέχνης, Αλέξανδρος Σούτσος, στον «Περιπλανώμενο», με τον στίχο «ο Κορσικανός ο έχων τον Ταΰγετο πατρίδα».
Ο Μανιάτης και επιφανής γλωσσολόγος, Δικαίος Βαγιακάκος, μιλώντας στο BHMAgazino, αποκλείει κάθε πιθανότητα για τη μανιάτικη καταγωγή του Ναπολέοντος: «Αυτά τα πράγματα είναι ανακρίβειες. Έζησα χρόνια στην Κορσική και μελέτησα την ιστορία των μανιάτικων οικογενειών της περιοχής. Αλλά ο Ναπολέων καταγόταν από παλιά ιταλική οικογένεια που είχε μεταναστεύσει στην Κορσική, δεν είχε σχέση με τη Μάνη. Οι Κορσικανοί ακούν τις φήμες πως ήταν Μανιάτης και βάζουν τα γέλια».
Την ιταλική του καταγωγή επιβεβαιώνει και ο Άντριου Ρόμπερτς, συγγραφέας της βιογραφίας «Napoleon the Great» που κυκλοφόρησε τον περασμένο Οκτώβριο και θεωρείται η πιο ολοκληρωμένη και συνάμα ανθρώπινη προσέγγιση της μυστηριώδους προσωπικότητάς του: «Τις σπάνιες φορές που ο Ναπολέων αναφερόταν στην ιταλική καταγωγή του, έλεγε ότι είναι διάδοχος των αρχαίων Ρωμαίων. “Ανήκω στη γενιά που βγάζει αυτοκράτορες” καυχήθηκε κάποτε».
Ακόμη και η γενετική επιστρατεύτηκε για να διαλευκάνει το μυστήριο. Από το 2010, το σουηδικό ινστιτούτο iGENEA αναζήτησε τους αρσενικούς απογόνους της οικογένειας του Ναπολέοντος Βοναπάρτη, εξετάζοντας DNA που βρέθηκε σε δείγμα μαλλιών του ιδίου. Τα αποτελέσματα, που δημοσιεύθηκαν στο «Journal of Molecular Biology Research» έναν χρόνο αργότερα, έδειξαν πως η απλοομάδα στην οποία ανήκει ο θρυλικός αυτοκράτορας εντοπίζεται συχνότερα στη Μέση Ανατολή και πως η μοναδική πιθανότητα να συνδέεται γενετικά με την Ελλάδα είναι οι πρόγονοί του να ταξίδεψαν πριν από περίπου 2.500 χρόνια από εκεί στην Ιταλία ως Έλληνες έμποροι!
Όταν φοιτούσε στη στρατιωτική σχολή του Brienne le Chateau στο Παρίσι, στην οποία εισήλθε τον Μάιο του 1779, ο Βοναπάρτης εκπόνησε την πρώτη του πνευματική εργασία με τίτλο: «Απομνημονεύματα περί της αγωγής των νέων Μανιατών» (Memoires sur l’ education des jeunes Maniotes). Η πραγματεία, δυστυχώς, δε σώζεται, έκανε πάντως ιδιαίτερη αίσθηση στην κοινότητα της σχολής, φανερώνοντας πως ο Ναπολέων «έχει εξαιρετικές γνώσεις ιστορίας και γεωγραφίας, αυτό το αγόρι θα γινόταν άψογος ναυτικός», όπως παρατήρησε ένας από τους εξεταστές του.
Αλλά και αργότερα, στα χρόνια της παντοδυναμίας του, ο Ναπολέων φέρθηκε με ιδιαίτερο σεβασμό και ενδιαφέρον στους Μανιάτες της Κορσικής – που τότε αποτελούσαν περισσότερο από το 20% των κατοίκων του νησιού – προφανώς λόγω της μακράς φιλίας που τον συνέδεε με τους Στεφανόπουλους και άλλες μανιάτικες οικογένειες. Αντίθετα, η στάση του προς τους ντόπιους Κορσικανούς ήταν μάλλον σκληρή, όταν η τοπική ηγεσία καταδίκασε τη Γαλλική Επανάσταση – ο ίδιος ήταν μέρος της μικρής δύναμης που στάλθηκε από τη Γαλλία για να τους «μεταπείσει».
Πάντως, στη Μάνη στήριξε σε μεγάλο βαθμό ο Ναπολέων και τα σχέδιά του για το τότε υπό οθωμανική κυριαρχία ελληνικό έθνος. Λίγους μήνες πριν από την υπογραφή της Συνθήκης του Κάμπο Φόρμιο, τον Οκτώβριο του 1797, με την οποία προσαρτήθηκαν στη Γαλλία, μεταξύ άλλων, τα Επτάνησα, η Πρέβεζα και η Αρτα, ο Ναπολέων διαμένει κυρίως στο Μιλάνο, ασχολούμενος με τις διαπραγματεύσεις. Από εκεί, στέλνει τον 68χρονο ταγματάρχη και γνωστό βοτανολόγο Δήμο Στεφανόπουλο μαζί με το νεαρό ανιψιό του Νικολό σε αποστολή στην Αλβανία και στον Μοριά, «για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα».
Το «The Monthly Magazine and British Register, vol IX part I of 1800» παρουσιάζει το ταξίδι τους ως αποκλειστικά επιστημονικού χαρακτήρα, για βοτανολογικές έρευνες. Προχωρημένο φθινόπωρο του 1797 οι δύο απόδημοι Μανιάτες φτάνουν από τη Βενετία στην Κεφαλλονιά, όπου παρακολουθούν εκδηλώσεις για τη δημοκρατία και ύστερα φεύγουν για το Μαραθονήσι (ή Κρανάη), μια μικρή νησίδα στο Γύθειο. Εκεί, ο Δήμος παραδίδει και μεταφράζει ο ίδιος στα ελληνικά την απαντητική επιστολή του Ναπολέοντος προς τον μπέη της Μάνης, ο οποίος είχε εκφράσει την επιθυμία να βοηθήσει τη Γαλλική Δημοκρατία, δεχόμενος γαλλικά πλοία στα λιμάνια του. «Πιστεύω ότι θέλετε τηρήσει την υπόσχεσίν σας, με πίστιν αρμόζουσαν εις τους απογόνους των Σπαρτιατών» γράφει μεταξύ άλλων ο Ναπολέων, που, παρά τη δυστροπία και την αυστηρότητά του στα στρατιωτικά ζητήματα, αναγνωρίζει στους Μανιάτες την αίγλη των αρχαίων Λακεδαιμονίων. Αρκετούς μήνες αργότερα, οι Στεφανόπουλοι επιστρέφουν στην Ιταλία, παραδίδοντάς του την αναφορά τους και ένα αγαλματίδιο ως δώρο της Μάνης, που στο κάτω μέρος έγραφε «Νίκη ή Θάνατος».
Οραματιζόταν, λοιπόν, ο Βοναπάρτης να ελευθερώσει μέσω Μάνης όλη την Ελλάδα; Πρόκειται μάλλον για άποψη με διάχυτο τον ελληνικό εθνικό ιδεαλισμό, που λησμονεί πως ένα από τα βασικότερα στοιχεία της επιτυχίας του Ναπολέοντος δεν ήταν η εκπλήρωση πόθων βασανισμένων λαών, αλλά η αυστηρή λογική και το συμφέρον της αυτοκρατορίας που οικοδομούσε. Έτσι, η αποστολή των Στεφανόπουλων πιθανότατα προετοίμαζε το έδαφος για την εκστρατεία προς την Αίγυπτο, με κατεύθυνση έπειτα την Κωνσταντινούπολη και απώτερο στόχο τις Αγγλικές Ινδίες. Οι πολεμικές ικανότητες των Μανιατών ήταν εξαιρετικά χρήσιμες τη δεδομένη χρονική στιγμή, αφενός για να έχει ο γαλλικός στρατός λιμενικές διευκολύνσεις στην Πελοπόννησο, αφετέρου για να έχουν οι Οθωμανοί στραμμένο το βλέμμα τους αλλού και όχι στην Αίγυπτο. Είναι χαρακτηριστικό πως το 1805 ο Ναπολέων στέλνει στο Γύθειο καράβι με πολεμοφόδια, με παραλήπτη τον Τζαννέτο Γρηγοράκη, παλιό μπέη της Μάνης. Η έκβαση ήταν καταστροφική, καθώς οθωμανικές δυνάμεις βομβάρδισαν το Γύθειο και άρπαξαν όλο το φορτίο του καραβιού.
Εξάλλου, σύμφωνα με όσα ο ίδιος έλεγε κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο νησί της Αγίας Ελένης, είχε ξεκάθαρο σχέδιο για τους λαούς της Μεσογείου: «Η Ελλάς, τουλάχιστον η Πελοπόννησος, πρέπει να ’ναι ο κλήρος του ευρωπαϊκού κράτους που θα ’χει στην κατοχή του την Αίγυπτο. Θα ‘πρεπε να ’ναι ο δικός μας κλήρος. Και ύστερα, προς Βορράν, ένα ανεξάρτητο βασίλειο, η Κωνσταντινούπολη με τις επαρχίες της, για να χρησιμεύει ως φραγμός στη ρωσική δύναμη…». Επεδίωκε την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους δυνάστες της, αλλά όχι την πλήρη ανεξαρτησία της από την παντοδυναμία της Γαλλίας, όραμα που σίγουρα θα δυσαρεστούσε όσους έβλεπαν στο πρόσωπό του τον ελευθερωτή του έθνους.
Και ήταν αρκετοί. Οι αυστριακές δυνάμεις που συνέλαβαν τον Ρήγα Φεραίο κατέσχεσαν μια ολόκληρη αυτόγραφη επιστολή του, γραμμένη το 1797, που απευθυνόταν προς το Γάλλο πρόξενο της Τεργέστης, Μπρεσέ, παρακαλώντας τον να ζητήσει, εκ μέρους όλων των Ελλήνων, τη βοήθεια του Βοναπάρτη στον αγώνα για την ελευθερία. Περισσότερες ελπίδες στήριξαν στο Ναπολέοντα οι κάτοικοι των νησιών του Ιονίου, θεωρώντας την προσάρτησή τους στη Γαλλία «προπομπό» της οριστικής τους απελευθέρωσης. Με ύμνους, τραγούδια και προκηρύξεις τον ανακηρύσσουν ελευθερωτή και σωτήρα. «Βοναπάρτης δεν φοβείται / δεν γνωρίζει την δειλίαν / να χαρίσει Ελευθερίαν / προσπαθεί εις τους λαούς!» γράφει ο Ζακυνθινός Νικόλαος Μαρτελάος, θεοποιώντας, όπως και αμέτρητοι Ευρωπαίοι σύγχρονοί του, τις ικανότητες του νέου ηγεμόνα της Ευρώπης.
Στις λίγες εξαιρέσεις ανήκε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, μολονότι μεγάλωσε ανάμεσα στους ευνοϊκά διακείμενους προς τον αυτοκράτορα της Γαλλίας Μανιάτες. Αν και αρχικά είχε αποφασίσει να επισκεφθεί το Παρίσι για να τον συναντήσει, τελικά άλλαξε γνώμη. «Οι ξένοι μεγάλοι σ’ εκμεταλλεύονται. Οι Έλληνες πρέπει να το πετύχουν μόνοι τους» έλεγε, ίσως αντιλαμβανόμενος τη στρατηγική του Βοναπάρτη.
Οι φήμες για τη σχέση της ιστορικής αυτής φυσιογνωμίας με τη Μάνη παραμένουν αμέτρητες. Κάποιοι ισχυρίζονται πως, αφότου δραπέτευσε από τον τόπο της πρώτης του εξορίας – το ιταλικό νησί Ελβα -, κατέφυγε για λίγες ημέρες στη Μάνη, όπου και φιλοξενήθηκε από φίλους της οικογένειας Στεφανόπουλου, προτού επιστρέψει στη Γαλλία.
Από άλλους ψιθυρίζεται ότι μια από τις πολλές ερωμένες του καταγόταν από χωριό της Μάνης, με την οποία μάλιστα απέκτησε κι ένα γιο, τον Βαρθολομαίο Ιούλιο, που από ντροπή δεν κοινοποίησε ποτέ το όνομα της μητέρας του.
Τέτοιες ακροβασίες μεταξύ μύθου και αλήθειας θεωρούνται μάλλον συνηθισμένες, όταν πρόκειται για προσωπικότητες που σημάδεψαν με τα κατορθώματα και τις παραξενιές τους τη σύγχρονη Ιστορία. Ας διατηρήσουμε τις επιφυλάξεις μας ακόμη και για τα επιβεβαιωμένα στοιχεία που δείχνουν μια υποψία ιδιαίτερης σχέσης του Ναπολέοντος με τον περήφανο τόπο της Μάνης, γιατί η συνολική του δράση δείχνει πως δεν πορεύτηκε βάσει προσωπικών αδυναμιών, αλλά στρατηγικών σχεδιασμών, ακόμη και αποτυχημένων. Άλλωστε, από τον κυνισμό και τον αυστηρό ορθολογισμό αυτού του ηγέτη δεν ξέφευγαν ούτε οι «συμπάθειές» του. Βλέποντας κάποτε τον πίνακα «Θερμοπύλες» του Ζακ-Λουί Νταβίντ, σχολίασε: «Άσχημο θέαμα! Ό,τι κι αν ήταν ο Λεωνίδας, στο τέλος νικήθηκε».
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015