Ο πιο ζεστός Φεβρουάριος έπληξε και τη Μεσσηνία
Οι μέσες μέγιστες τιμές της θερμοκρασίας στην Ελλάδα το Φεβρουάριο διαμορφώθηκαν έως και κατά 5,8°C υψηλότερες από τις αντίστοιχες της τελευταίας δεκαετίας, ενώ το πεντάμηνο Οκτώβριος 2015 – Φεβρουάριος 2016 οι βροχοπτώσεις ήταν σημαντικά περιορισμένες. Oι δε γεωπόνοι κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για σοβαρά προβλήματα στις καλλιέργειες, ειδικά των ελαιοδέντρων στη Νότια Ελλάδα.
Σύμφωνα με στοιχεία του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, ο μήνας που παρήλθε ήταν ο θερμότερος Φεβρουάριος της δεκαετίας και για τη Μεσσηνία. Είναι ενδεικτικό ότι τις τελευταίες ημέρες του προηγούμενου μήνα η υψηλότερη θερμοκρασία καταγράφηκε στην Κορώνη, γύρω στους 20ο Κελσίου, και αμέσως μετά στην Καλαμάτα.
Φόβοι για την παραγωγή
Σύμφωνα με τους ειδικούς, το ελαιόδενδρο χρειάζεται αθροιστικά τουλάχιστον 10 εβδομάδες ετησίως θερμοκρασιών κάτω των 15ο Κελσίου περίπου, ανάλογα με την ποικιλία. Μέχρι τώρα εφέτος έχουν συμπληρωθεί – αθροιστικά πάντοτε – περίπου οι μισές από τις απαιτούμενες ώρες ψύχους. Άρα, όλες οι ελπίδες να «χαλάσει» ο καιρός επαφίενται στον Μάρτη.
Γενικότερα, το θέμα της κλιματικής αλλαγής μπορεί να θεωρείται ως ένα από τα πλέον φλέγοντα ζητήματα παγκοσμίως, αλλά γενικά στην Ελλάδα θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπάρχει μια τάση το συγκεκριμένο ζήτημα να παραβλέπεται, ως κάτι από αυτά με τα οποία «ασχολούνται στο εξωτερικό», όπου έχουν το χρόνο, τα χρήματα και γενικότερα την άνεση να το κάνουν.
Δε χρειάζεται να είναι κανείς μετεωρολόγος ή να έχει ασχοληθεί με τις φυσικές επιστήμες γενικότερα, για να καταλάβει ότι κάτι τέτοιο αποτελεί εσφαλμένη αντίληψη, η οποία υποβαθμίζει τη σημασία του ζητήματος. Δε χρειάζεται κανείς να παρακολουθεί περιβαλλοντικές εκπομπές, ντοκιμαντέρ και ιστοσελίδες για δει τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Μέσα στα τελευταία χρόνια όλοι κατά καιρούς έχουμε πει ότι «ο καιρός τρελάθηκε», με αφορμή φαινόμενα όπως αυτά που παρατηρήθηκαν τα περασμένα Χριστούγεννα, όταν στην «καρδιά» της χειμερινής περιόδου η ηλιοφάνεια ήταν έντονη (ακόμα και για τα ελληνικά δεδομένα), συνοδευόμενη από ιδιαίτερα υψηλές θερμοκρασίες. Είναι ολοφάνερο εδώ και καιρό: Ο καιρός αλλάζει, «παραβιάζοντας» όλα όσα θεωρούσαμε δεδομένα όσον αφορά στις διαφορετικές εποχές του χρόνου.
Τι δείχνουν
τα κλιματικά μοντέλα
Με το ζήτημα των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα ασχολήθηκε ειδική επιτροπή διακεκριμένων επιστημόνων κατόπιν πρωτοβουλίας του τότε διοικητή της ΤτΕ, Γιώργου Προβόπουλου, το Μάρτιο του 2009.
Οι μελέτες διήρκεσαν 26 μήνες, και η έκθεση δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2011, αποτιμώντας το κόστος της κλιματικής αλλαγής για την ελληνική οικονομία, το κόστος της τυχόν αδράνειας, καθώς και το κόστος των μέτρων άμβλυνσης των συνεπειών.
Σύμφωνα με την έκθεση της ΤτΕ, το περιβάλλον της Ελλάδος, εκτός από το εντελώς ιδιαίτερο στοιχείο της πολύ εκτεταμένης ακτογραμμής, διαθέτει μεγάλη βιοποικιλότητα και διαφορετικά κλιματικά χαρακτηριστικά. Έτσι, μέσα σε λίγες δεκάδες χιλιομέτρων, τα κλιματικά χαρακτηριστικά μπορούν να μεταβληθούν από παράκτιου μεσογειακού τύπου σε χαρακτηριστικά ακόμη και αλπικού τύπου στις κεντρικές και βόρειες περιοχές της χώρας.
Ωστόσο, τα αποτελέσματα της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής δεν περιορίζονται μόνο σε αυτά τα φαινόμενα, αλλά παρατηρείται τουλάχιστον τα τελευταία 40 χρόνια μια αύξηση της συχνότητας εμφάνισης ακραίων καιρικών φαινομένων, τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Επίσης, με το συγκεκριμένο ζήτημα έχει ασχοληθεί και μελέτη που εκπονήθηκε από το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών για λογαριασμό του WWF Ελλάς (WWF Ελλάς, «Το αύριο της Ελλάδας: επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα κατά το άμεσο μέλλον» Αθήνα, Σεπτέμβριος 2009).
Όπως επισημαίνει στη HuffPost Greece ο Χρήστος Ζερεφός, διακεκριμένος ακαδημαϊκός, πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής Όζοντος και, μεταξύ άλλων, συντονιστής της ΕΜΕΚΑ (Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής), που συνέταξε τη μελέτη της ΤτΕ, η Ελλάδα βρίσκεται σε μια περιοχή η οποία είναι «στο κόκκινο», σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις των κλιματικών μοντέλων από την IPCC (Intergovernmental Panel on Climate Change), αλλά και από άλλες εκτιμήσεις συνόλου μοντέλων από άλλες υπηρεσίες, οργανώσεις και ερευνητικά κέντρα (μεταξύ των οποίων η Ακαδημία Αθηνών και το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών).
Επιμέλεια: Αντώνης Πετρόγιαννης