ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΟ ΑΠΟ ΠΟΤΕ ΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ
Όπερα στο θέατρο της Αρχαίας Μεσσήνης, παράσταση από το ΔΗΠΕΘΕΚ στο Ηρώδειο
Μετά από 2.300 χρόνια σιωπής, «θυρανοίξια»
Του Αντώνη Πετρόγιαννη
Το φετινό Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, το οποίο παρουσιάστηκε προχθές από τον Γιώργο Λούκο, περιέχει δύο σημαντικές μεσσηνιακές στιγμές. Η πρώτη είναι τα «θυρανοίξια» του θεάτρου της Αρχαίας Μεσσήνης στις 3 Αυγούστου, μετά από 2.300 χρόνια σιωπής! Όπως ανακοινώθηκε, στην όπερα που θα δοθεί στο χώρο του θα τραγουδήσουν η Τσέλια Κοστέα και ο Δημήτρης Πλατανιάς. Την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, που θα συνοδεύσει τους δύο καλλιτέχνες, θα διευθύνει ο Βασίλης Χριστόπουλος.
Επίσης, στο Ηρώδειο, στις 15 και 16 Ιουλίου, το ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας, σε συνεργασία με αυτό του Αγρινίου, θα ανεβάσουν το έργο «Ελένη» σε σκηνοθεσία Βασίλη Νικολαΐδη.
Η δε φράση του Γιώργου Λούκου «κάλλιο αργά παρά ποτέ», στην αρχή της προχθεσινής συνέντευξης Τύπου για το πρόγραμμα του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών, αποτύπωνε το άγχος, την αγωνία, την απολογία και τα έμμεσα παράπονα προς τον παρακαθήμενό του αναπληρωτή υπουργό ΠΑΙΘΠΑ, Κ. Τζαβάρα, για τη φετινή καθυστέρηση διορισμού καλλιτεχνικού διευθυντή και, ως εκ τούτου, τη βιαστική συγκρότηση προγράμματος.
Ένα πρόγραμμα που είναι ασφαλώς μικρότερο από τις προηγούμενες χρονιές, έχει αρκετές επαναλήψεις δράσεων και παραστάσεων (χορού και θεάτρου) και έχει βασιστεί κατά κύριο λόγο στις εγχώριες δυνάμεις του θεάτρου, της μουσικής, του χορού.
Ούτως ή άλλως, ήταν ένα πρόγραμμα που έγινε εκ της περιουσίας: των προσωπικών γνωριμιών και επαφών του Γιώργου Λούκου και της διαθεσιμότητας των καλλιτεχνικών δυνάμεων. Ακριβώς γι’ αυτό ο Γ. Λούκος αναφέρθηκε ονομαστικά στους ξένους καλλιτέχνες που άλλαξαν ημερομηνίες παραστάσεών τους «για να είναι εδώ».
Στη σύντομη αρχική παρέμβασή του, ο Κ. Τζαβάρας αναφέρθηκε στην κατεύθυνση που είχε πάντα ο θεσμός του Φεστιβάλ (τέχνη και τουρισμός, όπως είπε), που εξακολουθεί να ισχύει και ότι, ως εκ τούτου, «κατεβλήθη προσπάθεια να μην περιοριστεί ο προϋπολογισμός. Ίσως είναι κατά τι μεγαλύτερος». Ανέρχεται δε σε 2.700.000 ευρώ («μπορεί να φτάσει και 3 εκατ.» συμπλήρωσε).