Αυξημένη η πασχαλινή κίνηση στη Μεσσηνία σε σχέση με το 2012


Συμπληρώνονται σήμερα 79 χρόνια από τη σφαγή των λιμενεργατών στο λιμάνι της Καλαμάτας. Με αυτή την αφορμή, λοιπόν, το «Θ» «θυμάται» τα γεγονότα της περιόδου:

Στα μέσα του 1934 το πολιτικό κλίμα στην Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα τεταμένο. Είχε προηγηθεί η ήττα των βενιζελικών στις εκλογές του 1933, το αποτυχημένο κίνημα Πλαστήρα στις 6 Μαρτίου και η διαφυγή του στο εξωτερικό μέσω των Ιταλοκρατούμενων Δωδεκανήσων, ενώ εκκρεμούσε εις βάρος του εισαγγελικό ένταλμα σύλληψης.

Στη νέα Βουλή σχετικής αντιβενιζελικής πλειοψηφίας, ο Ιωάννης Μεταξάς, αρχηγός των «Ελευθεροφρόνων», κατηγόρησε τον Βενιζέλο ως βασικό υποκινητή του Πλαστηρικού κινήματος, ζητώντας να διεξαχθεί επείγουσα δικαστική έρευνα. Ο Βενιζέλος από το βήμα της Βουλής προσπάθησε να υπερασπιστεί τον εαυτό του, αλλά όταν αναφέρθηκε επαινετικά στον Πλαστήρα για τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει στην Ελλάδα κατά το παρελθόν, διεκόπη από τις φωνές και τα σφυρίγματα αντιβενιζελικών βουλευτών που δεν του επέτρεπαν να συνεχίσει, παρά τις προσπάθειες του Βοζίκη (πρόεδρος Βουλής), αλλά και του ίδιου του πρωθυπουργού Τσαλδάρη.
Ο Βενιζέλος αποχώρησε συγχυσμένος δηλώνοντας πως δε σκόπευε να επανέλθει στη Βουλή υπό αυτές τις συνθήκες. Ακολούθησε η αποτρόπαια απόπειρα δολοφονίας εις βάρος του στην οδό Κηφισίας στις 6 Ιουνίου 1933, γεγονός που δηλητηρίασε το πολιτικό κλίμα και έθεσε τις δύο παρατάξεις σε τροχιά σύγκρουσης (στον περίφημο «δεύτερο διχασμό»).

Μέσα σε αυτή την πολύ κακή πολιτική συγκυρία συνέβησαν τα αιματηρά γεγονότα της 8ης και 9ης  Μαΐου στην Καλαμάτα. Την εποχή εκείνη το ήμισυ σχεδόν του σιταριού της εγχώριας κατανάλωσης προερχόταν από εισαγωγές (για το λόγο αυτό, άλλωστε, και οι περισσότεροι αλευρόμυλοι βρίσκονταν κοντά στα μεγάλα λιμάνια).

Η όλη διαδικασία, όμως, αύξανε τελικά την τιμή του άρτου στην αγορά, κάτι που ήταν δυσβάστακτο για την πλειοψηφία των καταναλωτών, που μαστιζόταν από φτώχεια και ανέχεια. Επειδή τα μέσα εκφόρτωσης από τα πλοία σε εκείνα τα χρόνια ήταν ανύπαρκτα, υπήρχαν αρκετοί λιμενεργάτες που ασχολούνταν με αυτή τη δραστηριότητα.

Στις αρχές του 1934, όμως, παρουσιάστηκε στην Καλαμάτα το πρώτο «σιλό», ένας γιγαντιαίος απορροφητήρας ο οποίος ξεφόρτωνε το σιτάρι απευθείας στους αλευρόμυλους. Η χρησιμοποίηση των «σιλό» θα επέφερε δραματική ανεργία στις τάξεις των λιμενεργατών, οι οποίοι αμέσως αντέδρασαν με έντονες δημόσιες διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις. Υπεύθυνος για την αντιμετώπιση της κρίσης ορίστηκε από την κυβέρνηση ο Στέφανος Στεφανόπουλος, υφυπουργός Οικονομικών, ο οποίος αρχικά έδωσε διαταγή να μη λειτουργήσει το «σιλό», ενώ αμέσως μετά κάλεσε τους αντιπροσώπους των εργοδοτών και των εργατών στην Αθήνα για να βρουν συμβιβαστική λύση.

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της κυβέρνησης, η χρησιμοποίηση του «σιλό» στον αλευρόμυλο της «Ευαγγελίστριας» θα οδηγούσε στην ανεργία περίπου 100 λιμενεργάτες. Προκρίθηκε, λοιπόν, η λύση οι εργοδότες να καταβάλλουν ένα ποσοστό από τα κέρδη που θα αποκόμιζαν από τη χρήση του «σιλό», με μορφή αποζημίωσης σε όσους θα λιμενεργάτες θα έχαναν την δουλειά τους, ή σύνταξης για τους υπερήλικες. Το ποσό που προβλεπόταν να δοθεί ήταν περίπου 1.200.000 δρχ., σημαντικό ποσό για τα δεδομένα της εποχής. Το κεφάλαιο αυτό θα καταβαλλόταν άμεσα από την Εθνική τράπεζα στους δικαιούχους, ενώ οι εργοδότες θα το εξοφλούσαν σταδιακά, καταβάλλοντας το ποσοστό των κερδών τους που είχε προβλεφθεί.

Ο συμβιβασμός ήταν μια προσωπική επιτυχία του Στεφανόπουλου και φάνηκε ότι έλυνε το ζήτημα, καθώς αρχικώς τη συμφωνία την αποδέχθηκαν και οι δύο πλευρές.

Αιφιδιαστικά, όμως, και λίγες μέρες πριν αφιχθεί νέο φορτίο σίτου στην Καλαμάτα, οι εργάτες υπαναχώρησαν ζητώντας περισσότερα χρήματα από αυτά που προέβλεπε η συμφωνία. Ο Στεφανόπουλος, που είχε δώσει οδηγία στον νομάρχη να επιτρέψει τη χρήση του «σιλό», έστειλε επείγον τηλεγράφημα για να ματαιώσει την αρχική του οδηγία και ο νομάρχης αμέσως ενημέρωσε το λιμενάρχη για τη νέα εξέλιξη. Οι συνεννοήσεις αυτές δεν αποσόβησαν, τελικά, τα τραγικά γεγονότα που επακολούθησαν.

Από πολύ νωρίς το πρωινό της 9ης Μαΐου ξεκίνησαν να συγκεντρώνονται οι λιμενεργάτες στο λιμάνι της Καλαμάτας για να προσπαθήσουν να εμποδίσουν το ατμόπλοιο «Λίμνη» να ξεφορτώσει το φορτίο σιταριού μέσω του «σιλό». Η χωροφυλακή της πόλης δεν επαρκούσε για την αστυνόμευση και ο νομάρχης διέταξε τμήμα στρατού να καταλάβει την περιοχή όπου βρισκόταν το «σιλό» και θα γινόταν η εκφόρτωση.

Οι λιμενεργάτες περικύκλωσαν την περιοχή και κάποιοι ανέβηκαν σε μια μαούνα και προσπάθησαν να πλησιάσουν το ατμόπλοιο. Ο επικεφαλής του στρατιωτικού τμήματος έχασε την ψυχραιμία του και διέταξε πυρ κατά των επιβαινόντων στη μαούνα. Ακολούθησε πανδαιμόνιο, καθώς το συγκεντρωμένο πλήθος στο λιμάνι αιφνιδιάστηκε και διαλύθηκε.

Στη συνέχεια άλλοι εργάτες πήραν τις σορούς των συναδέλφων τους και τις περιέφεραν στους δρόμους της πόλης, σε έξαλλη κατάσταση, βρίζοντας και φωνάζοντας κατάρες για τους δολοφόνους. Διαδηλωτές πέταξαν πέτρες στην Τράπεζα Αθηνών και μπήκαν στο σπίτι του κυριότερου μετόχου του Κυλινδρόμυλου και προκάλεσαν ζημιές.

Το αποτέλεσμα των γεγονότων της ημέρας ήταν τραγικό: επτά ναυτεργάτες νεκροί και δεκαπέντε τραυματίες, ένας απολογισμός πρωτοφανής ακόμα και με τα μέτρα του ταραγμένου ελληνικού μεσοπολέμου. Χαρακτηριστικό ήταν ότι στις ανταποκρίσεις των εφημερίδων δεν αναφέρονταν τραυματίες από χωροφύλακες ή στρατιώτες, σπάνιο φαινόμενο σε τέτοιου είδους συρράξεις. Τα ονόματα των νεκρών ναυτεργατών ήταν οι: Αντώνης Μαραγκουδάκης, Ανδρέας Σπάλας, Παναγιώτης Μπλίκος, Γιάννης Κολιτσιδάκης, Π. Πηλίκας και Βασίλης Γιαλατσινός. Ένας από τους τραυματίες, ο Βασίλης Καπετανέας, θα πεθάνει αργότερα στο νοσοκομείο.
Στις 10 Μαΐου, οι κηδείες των νεκρών είναι ξέσπασμα οργής απέναντι στην εξουσία και την εκμετάλλευση. Τα σωματεία της πόλης απεργούσαν, ενώ ο Δικηγορικός Σύλλογος κατήγγειλε ευθέως τις Στρατιωτικές Αρχές ως υπεύθυνες για τη σφαγή.
Κυβερνητικοί παράγοντες θεώρησαν αρχικά ως υπεύθυνους της αιματοχυσίας τους νεοσυλλέκτους στρατιώτες που έχασαν την ψυχραιμία τους έναντι του πλήθους. Η κυβέρνηση αμέσως απομάκρυνε το νομάρχη, ενώ έθεσε σε διαθεσιμότητα το λιμενάρχη και το διευθυντή της Αστυνομίας Καλαμών.

Στη Βουλή τα βενιζελικά κόμματα και, κυρίως, ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν πολιτικά τα αιματηρά γεγονότα, κατηγορώντας την κυβέρνηση Τσαλδάρη για αυταρχισμό και για ανικανότητα να χειριστεί τα ζητήματα που αφορούν στην εργατική τάξη. Ο Στεφανόπουλος έριξε όλες τις ευθύνες στο νομάρχη Καλαμάτας, ενώ ο Τσαλδάρης προσπάθησε να κερδίσει χρόνο υποσχόμενος έρευνα για να αποδοθούν ευθύνες για το συμβάν.

Μια πολύ σημαντική διάσταση των γεγονότων ήταν ότι οι νεκροί ανήκαν στην εργατική τάξη σε μια εποχή που ο κομμουνισμός, αν και ουσιαστικά ανίσχυρος, απειλούσε την άρχουσα αστική πολιτική ηγεσία της χώρας. Όλοι οι τοπικοί βουλευτές που έλαβαν το λόγο στο κοινοβούλιο υποστήριξαν πως η εξέγερση των ναυτεργατών δεν είχε κομμουνιστικά χαρακτηριστικά, αλλά έγινε στο πλαίσιο δίκαιων διεκδικήσεων. Επίσης, το συμβάν έγινε σε πόλη της Πελοποννήσου, που ήταν την εποχή του Μεσοπολέμου πολιτικό προπύργιο των συντηρητικών.

Γενικώς, το συμβάν έβλαψε ιδιαίτερα την εικόνα της κυβέρνησης Τσαλδάρη, καθώς δόθηκε μια εικόνα αυταρχισμού της στην κοινή γνώμη. Τελικώς, ένα μήνα μετά, το πόρισμα της σχετικής έρευνας που διεξήχθη απέδωσε βαρύτατες ευθύνες στο λιμενάρχη, ο οποίος, παρά τις οδηγίες που έλαβε να μη χρησιμοποιήσει το «σιλό», αυτός, όχι μόνο επέτρεψε τη χρήση του, αλλά ζήτησε και στρατιωτική επέμβαση. Το πλέον παράδοξο είναι ότι ο λιμενάρχης παραπέμφθηκε με το ερώτημα της απόταξης από την υπηρεσία του και ενώ το πρωτοβάθμιο συμβούλιο τον έκρινε παντελώς ανίκανο για υπηρεσία, το δευτεροβάθμιο, που συνεδρίασε τον Ιούλιο, τον δικαίωσε πανηγυρικά και έτσι διατήρησε το βαθμό του. Πάντως, ο υπουργός Ναυτικών Χατζηκυριάκος το 1935 τον απομάκρυνε από κάθε υπηρεσία…