Η κυβέρνηση προσπαθεί να πείσει την κοινή γνώμη ότι μπορεί να θεωρήσει λήξαν το επεισόδιο με την παράνομη τουρκο-λιβυκή ΑΟΖ από το Καστελόριζο μέχρι την Κρήτη, προεξοφλώντας (;) ότι η Άγκυρα δε θα προχωρήσει σε σεισμογραφικές έρευνες ή γεωτρήσεις, παρά τις καθημερινές σχετικές δηλώσεις Ερντογάν και αξιωματούχων της τουρκικής κυβέρνησης.
Τη στάση της αυτή η κυβέρνηση Μητσοτάκη φαίνεται να τη βασίζει στα «διπλωματικά τείχη» (δηλαδή χάρτινα και άυλα, αφού πρόκειται για φραστικές μόνον διαβεβαιώσεις) που νομίζει ότι έχει ορθώσει μετά τη φραστική υποστήριξη του Συμβουλίου της Ε.Ε.
Μάλιστα, η κυβέρνηση δείχνει να έχει απομακρύνει και τις σκέψεις της για έμπρακτες κυρώσεις της σε βάρος της Τουρκίας, αν ληφθεί στα σοβαρά υπόψη η επίσημη τοποθέτηση του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών, Μ Βαρβιτσιώτη, στη Διαρκή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της ελληνικής Βουλής εκ μέρους της κυβέρνησης Μητσοτάκη: «Πέρα από την ξεκάθαρη δήλωση στήριξης της Ελλάδας και την ξεκάθαρη δήλωση ότι αποτελεί παραβίαση του Δικαίου της Θάλασσας (σ.σ. η τουρκο-λιβυκή συμφωνία)… κρίναμε ότι δε θα έπρεπε σε αυτή τη φάση να ζητηθούν από την Ελλάδα άλλες κυρώσεις…».
Η πρώτη και βασική παρατήρηση είναι ότι, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, από την έναρξη της κρίσης με την Τουρκία στην παράνομη τουρκο-λιβυκή ΑΟΖ, η ελληνική κυβέρνηση ουδέποτε προσπάθησε να επιβάλει κανενός είδους κύρωση σε βάρος της Τουρκίας. Οι δύο ελληνικές επιστολές στον ΟΗΕ δεν ήταν ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ της Τουρκίας, ήταν απλώς ενημερωτικά κείμενα με τη μονομερή δέσμευση της Αθήνας ότι είναι έτοιμη για διάλογο με την Τουρκία (χωρίς προϋποθέσεις μάλιστα). Στην Ε.Ε., η Ελλάδα απλώς έδωσε συγχαρητήρια στον εαυτόν της για τις φραστικές υποστηρίξεις των εταίρων (χωρίς πρακτικό αντίκρισμα σε βάρος της Τουρκίας όμως). Και στη συνέχεια, στελέχη της κυβέρνησης, αλλά και το «εξασκημένο» σε κατευνασμό της Τουρκίας πολιτικό σύστημα, άνοιξαν μόνοι τους το χορό των συμπορεύσεων και «αντιπαραθέσεων», αν δηλαδή το σωστότερο είναι να καλέσουμε την Τουρκία (που στο μεταξύ κορυφώνει τη επιθετική διάθεση της σε βάρος της Ελλάδας) σε «συνυποσχετικό» για το Δικαστήριο της Χάγης, ή σε «σκέτο» διμερή διάλογο εφ’ όλης της ύλης, με απώτερο και στόχο να αποτραπεί η Τουρκία από έμπρακτη κλιμάκωση των ενεργειών της είτε στο τέλος του 2019 είτε στην αρχή του 2020.
Και όμως.
Η Αθήνα –αν θελήσει-έχει μπροστά στα χέρια της και άμεσα εκείνα τα καθ’ όλα νόμιμα μέσα για να στηρίξει κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας και, μάλιστα, σε έναν τομέα που την «πονάει πολύ»: το οικονομικό.
Η τουρκική κυβέρνηση έχει ήδη «ανοίξει πανιά» για την ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ μέσα στο 2020 της Τελωνειακής Ένωσης Ε.Ε.- Τουρκίας, με στόχο να αυξήσει δι’ αυτού του τρόπου το ΑΕΠ της κατά 2% μέχρι το 2030 και να αυξήσει κατά 24,5% τον ρυθμό των εξαγωγών της προς την Ε.Ε. και τις εισαγωγές κατά 23%.
Υπενθυμίζεται ότι η ισχύουσα Τελωνειακή Ένωση Ε.Ε.- Τουρκίας, που ολοκληρώθηκε το 2012, επιτρέπει στην Τουρκία να εξάγει προϊόντα της στις χώρες μέλη της Ε.Ε. χωρίς ή με μικρούς δασμούς- κυρίως σε αγροτικά προϊόντα –, με αποτέλεσμα τα τουρκικά αγροτικά προϊόντα να έχουν κατακλύσει τις ευρωπαϊκές αγορές. Τα οφέλη που έχει αποκομίσει μέχρι στιγμής η Τουρκία λόγω των εξαγωγών προϊόντων της χωρίς δασμούς στην Ε.Ε. ανέρχονται ήδη σε πολλά δισ. ευρώ, σε βάρος κυρίως των αγροτικών προϊόντων του φτωχού ευρωπαϊκού Νότου.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat, η Τουρκία έχει όφελος από την οικονομική συναλλαγή της με την Ευρώπη (κυρίως τουρκικά αγροτικά προϊόντα χωρίς δασμούς) ποσό της τάξης των 14 δισ. ευρώ ετησίως (τονίζεται σε αντιδιαστολή ότι η Ελλάδα απορροφά από το ΕΣΠΑ μόλις 2-3 δισ. ευρώ).
Με άλλα λόγια, η Τουρκία έχει «εισπράξει» από την Ε.Ε. μέσα σε μια δεκαετία περίπου 150 δισ. ευρώ (!) σε βάρος των ευρωπαϊκών και ελληνικών και κυπριακών προϊόντων. Ένα ποσό που σε απόλυτες τιμές υπερ- βοηθάει τους τουρκικούς στρατιωτικούς εξοπλισμούς της, που, όπως δηλώνει η Άγκυρα, δε θα διστάσει να τους στρέψει, αν το κρίνει, και εναντίον γειτονικών και ευρωπαϊκών χωρών, που… την πληρώνουν στην Ε.Ε., όπως η Ελλάδα και η Κύπρος..
Αν η Ευρωπαϊκή Ένωση –με πρωτοστατούσα τη Γερμανία, που έχει και τις μεγαλύτερες εξαγωγές προς την Τουρκία- αποφασίσει να προχωρήσει σε αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης με την Τουρκία (κάτι που θέλει διακαώς ο Ερντογάν, αφού έχει και ο ίδιος στρέψει την πλάτη του στην προοπτική ένταξης της χώρας του στην Ε.Ε.), «φυσιολογικά» θα πρέπει να βρει απέναντί της όχι μόνον τις φτωχές χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Θα πρέπει να βρει κυρίως την Ελλάδα και την Κύπρο, που αντιμετωπίζουν καθημερινώς εχθρικές πράξεις και απειλές εναντίον κυριαρχικών συμφερόντων τους.
Η πρόκληση – και η αναγκαιότητα της κίνησης- από ελλαδικής και κυπριακής πλευράς είναι όχι μόνον οφθαλμοφανής, αλλά και δομημένη από νομικής, πολιτικής και οικονομικής πλευράς.
Εναπόκειται στο ελληνικό πολιτικό σύστημα να κρίνει, αν είναι ικανό και πρόθυμο να «πιάσει το όπλο» ή θα προτιμήσει να δολιχοδρομεί σε συζητήσεις, μεταξύ του αν και πώς θα πάει σε «διάλογο με την Τουρκία» χωρίς όρους και προϋποθέσεις.
Της Κύρας Αδάμ