Φοβού τους Δαναούς…


«ΘΑΡΡΟΣ», ΠΑΣΧΑ 1903
 
Ο προχθεσινός σαϊτοπόλεμος
 
Λαϊκαί εικόνες
 
Ώρα 1 μετά μεσημβρίαν. Ο κόσμος αθρόος σπεύδει εκ των διαφόρων μερών της πόλεώς μας εις την κάτω πλατείαν, όπως απολαύση το θέαμα του σαϊτοπολέμου.
Ώρα 1 και ημίσεια. Η πλατεία είνε πλήρης κόσμου, αγωνιώντος δια την μη εμφάνισιν εισέτι των σαϊτοφόρων. Οι εξώσται των εν τη πλατεία οικιών στέκουν υπό το βάρος της σεβαστής αντιπροσωπείας και των δύο φύλων.
Ώρα 2 παρά 20΄. Όμιλος σαϊτοφόρων διέρχεται την σιδηράν γέφυραν και εγκαθιδρύεται εις τo δυτικόν άκρον της πλατείας. Είναι οι Αβραμιώτες. Οι αγωνισταί προς στιγμήν μένουσιν αδρανείς και περιμένουν την έλευσιν και των άλλων κομμάτων, δια να αρχίσουν τον πόλεμόν των. Ο κόσμος όμως ανυπομονών τους παροτρύνει ν’ αρχίσουν αυτοί, καίτοι τα άλλα κόμματα δεν είχον εισέτι αφιχθή. Οι σαϊτοφόροι πείθονται εις τας προτροπάς.
-Φωτιά, τότε βοά το πλήθος.
Ως φωτιά λαμβάνεται το σιγάρον ενός κυρίου, ανάπτεται ένα σαϊτάκι και δι’ αυτού θέτουν εις μίαν σαΐταν. Αγρία βοή τότε διαχέεται εις όλην την πλατείαν. Το πλήθος των θεατών κρύπτεται εις τα στοάς των καταστημάτων. Δια της πρώτης σαΐτας μετεδόθη το πυρ εις όλας των σαϊτοφόρων. Οι πολεμισταί παρασυρόμενοι υπό της ορμής της σαΐτας διασπείρονται εις όλην την πλατείαν. Το θέαμα είναι έξοχον. Πανταχού σχεδόν της πλατείας φλόγες φοβεραί διαλάμπουν. Οι σαΐτες διαχύνουν την θηριώδη βοήν των, η οποία είχεν επιτύχει ολίγον το «μπού-μπού», όπως κοινώς λέγουν οι σαϊτοφόροι, και η επιτυχία του οποίου μετά της επιτευχθείσης δυνάμεως της σαΐτας εις τον συριγμόν, αποδίδει την νίκην εις τους πολεμιστάς. Αλλά δια την επιτυχίαν του «μπού-μπού» είχον αναμίξει την πυρίτιδαν μετ’ άλλων υλών, αίτινες εσκόρπιζον αποπνικτικόν καπνόν. Ο καπνός διασκορπίζεται εις όλην την πλατείαν και εξ αυτού δεν δύναται τις να διακρίνει καλώς τι γίνεται εις το πεδίον του αγώνος καθώς και δεν δύναται να ίδη μήπως διατρέχει κίνδυνον τινά και να προφυλαχθή. Η στιγμή όμως είναι μεγαλοπρεπεστάτη. Οι πάντες αψηφούν τον κίνδυνον και πλησιάζουν τους πολεμιστάς. Ένα ανδρικό μένος βασιλεύει εις τας ψυχάς όλων. Μετά εν τέταρτον της ώρας είχαν εξαντληθή οι σαΐτες των Αβραμιωτών.
Αίφνης όμως μία βοή ακούεται ερχομένη εκ της στενωπού οδού, ένθα το κατάστημα του κ. Μιχ. Παπαδοπούλου, και μία σημαία, φέρουσα άγκυραν επιτυχώς ζωγραφισμένη, διαφαίνεται προς εκείνο το μέρος, κρατουμένη υπό υψηλού και επισήμου νέου.
-Είνε οι Γιαλιώτες, οι γιαλιώτες… βοά εν αλαλαγμοίς ο άλλος. Όλοι αι γαβρυάδες τρέχουν εις προϋπάντησίν των. Διασχίζουν τέλος ούτοι υπερήφανα-υπερήφανα την πλατείαν και στρατοπεδεύουν και αυτοί εις το μέρος της σιδηράς γεφύρας.
Μόλις είχον συγκεντρωθή όλοι. Και τότε ο πρώτος ο σημαιοφόρος δίδει το σύνθημα του πολέμου. Οι πολεμισταί είνε πολλοί και οι σαΐτες των υπερμεγέθεις. Εν τούτοις η δευτέρα σαΐτα εκπυρσοκροτεί. Το τοιούτον πανικόν σκορπίζει εις τους θεατάς, οίτινες τρέχουν «πατείς με πατώ σε». Ευτυχώς ουδείς είχε πάθει. Ο σαϊτοπόλεμος εξακολουθεί και οι εύσωμοι γιαλιώτες με τας στιβαράς χείρας των τιθασσεύουν τις σαΐτες και δεν κλονίζωνται καθ’ όλου από την θέσιν των. Πολεμούν με ψυχραιμία Σπαρτιατών. Αλλ’ όμως δεν είχον πέσει πέντε σαΐτες, ότε έσκασε και άλλη.
Η ώρα τρίτη. Είνε η ώρα του surprise. Και τι surprise! ξέρετε; Επί του πεδίου της μάχης ενεργόν μέρος μέλη εκ της εκλεκτής κοινωνίας της πόλεώς μας!
Είνε όλοι γιομάτοι καρδιά και αίσθημα ανδρικόν. Απολαύσατε τα ονόματα εκείνων, ούς ηδυνήθημεν να αντιληφθώμεν.
Οι κ.κ. Γ. Δικαιάκος, δικηγόρος και δημοτικός εισπράκτωρ, Αργύριος Παυλόπουλος έμπορος, Ν. Αντωνακάκης κτηματίας, Γ. Σκιάς καπνέμπορος, Γ. Καρδαράς κτηματίας, Κ. Πάτσος έμπορος και άλλοι.
Πρώτος παίρνει φωτιά ο κ. Δικαιάκος. Ευσταλής και ρωμαλέος κρατεί μεγαλοπρεπώς τη σαΐτα. Εξόχως επιτυχής δε αύτη. Ο κόσμος μετ’ εκπλήξεως παρατηρεί και γίνεται έξαλλος εκ του ενθουσιασμού του.
-Ζήτω! Μπράβο, φωνάζουν όλοι.
Χειροκροτήματα ραγδαία και ατελεύτητα εξέσπασαν. Ο ενθουσιασμός δεν περιγράφεται. Ομοβροντίαι από ζήτω και από χειροκροτήματα εφ’ ικανάς στιγμάς δονούν την ατμόσφαιραν. Σημειωτέον δε ότι οι σαΐτες των ήσαν θαυμάσιαι ως προς την δύναμιν, διό ήλθον οι… πρώτοι επιλαχόντες εις την νίκην, καθότι νικηταί ανεδείχθησαν οι κατασκευάσαντες εις αυτούς τις σαΐτες.
Ώρα τρεις και ημισεία.
-Οι Πεπαντήτες, ο Κουραμάνας!… φωνάζει το πλήθος.
-Εδώ φωτιά, λέγει ο ένας.
-Όχι στη γέφυρα, ο άλλος.
-Όχι στη γέφυρα, ο τρίτος προσθέτει. Πέρυσι έρριξα τρεις σαΐτες εκεί πέρα και κόντεψα να σκάσω.
Τέλος κατορθώνουν οι Πεπαντήτες ν’ αρχίσουν τον αγώνα εις το μέσον της πλατείας. Οι σαΐτες των δυνατώταται και χωρίς καμμία εξ αυτών να σκάση. Διαρκεί η φωτιά του σαϊτοπολέμου των εν τέταρτον. Εκείνο το θέαμα όμως, όπερ ήτο ωραίον και εξεκάρδιζε τον κόσμον στα γέλοια είναι τα κόκκινα φέσα και τα σακούλια των πολεμιστών, τα οποία είχον αναρτήσει επί του ώμου και ήσαν γεμάτα από σαΐτες.
Εν τούτοις επιτυχώς οι σαΐτες του κόμματος τούτου προκαλούν τον θαυμασμόν των θεατών και ιδίως των… ειδημόνων. Βλέπετε παντού υπάρχουν οι ειδήμονες!…
Διαρκώς δε, εν όσω διήρκουν οι σαΐτες αυταί χειροκροτήματα, επιφωνήματα εκπλήξεως και αι ζητωκραυγαί έδιναν και έπαιρναν. Το τοιούτον δεν δύνανται να χωνεύσουν οι γιαλιώτες. Διό τρέχουν να πάρουν φωτιά από τους Πεπαντήτες για να εξακολουθήσουν τον διακοπέντα σαϊτοπόλεμόν των. Οι Πεπαντήτες όμως αρνούνται να τοις δώσουν. Οι γιαλιώτες εξοργίζονται και αποτείνουν προς τους αντιθέτους προσβλητικάς λέξεις. Συγχρόνως δε, χωρίς κανείς να προφθάση να εννοήση τι συμβαίνει, εξάγονται περίστροφα και ξιφολόγχαι εις τον αέρα και ράβδοι κρατούνται αιωρημέναι. Μία ανέκφραστη αγωνία κατέλαβε τότε τους πάντας. Όλοι προβλέπουν φοβεράν αιματοχυσίαν.
Εκ του εξώστου του δημαρχιακού καταστήματος, φωνάζει ο βουλευτής κ. Μαυρομιχάλης.
Εγκαίρως όμως αντιλαμβανόμενος ότι ουδέν ηδύνατο μακρόθεν, κατέρχεται εν σπουδή και παρεντιθέμενος μεταξύ των εκατέρωθι απειλουμένων συνιστά αμέσως να αρχίση φωτιά όπερ και γίνεται.
Ευτυχώς διασκεδάζεται ούτω το πράγμα και απεσοβούνται απευκταία..
Υπελείποντο οι Αγιανήτες. Αλλ’ από το κόμμα αυτό έλειπον μαχηταί και αντ’ αυτών ήσαν σχεδόν όλο παιδάκια δεκατριών ή δεκατεσσάρων ετών ηλικίας. Εν τούτοις τα παιδάκια ταύτα προκαλούν τον θαυμασμόν όλων διά την αντοχήν των και δια το ασυμβίβαστον προς την ηλικίαν των αψήφησιν του κινδύνου. Σημειωτέον όμως ότι παρ’ ολίγον να γείνουν πρόξενοι δυστυχημάτων, διότι οι σαΐτες έφευγον από τα χέρια τους και ηπείλουν να καύσουν τους θεατάς. Μία σαΐτα μάλιστα εκφυγούσα έκαψε πολλών τα ενδύματα και προ πάντων πανταλόνια αρκετά.
Ο σαϊτοπόλεμος σχεδόν είχε τελειώσει όταν παρατηρείται αναστάτωμα εις τον εξώστην ένθα το ραφείον Αναστασοπούλου. Κυρίαι κατεπτοημέναι εξέρχονται και προσπαθούν να κλείσουν την θύραν.
Εν αρχή λέγεται ότι πρόκειται περί πυρκαϊάς, είτα δε περί καυγά.
Αληθές ήτο το δεύτερον. Δεν εβεβαιώθη μόνον αν επρόκειτο περί καυγά ανδρικού ή γυναικοκαυγά.
 
-Για φέτος όμως τελειώνω εδώ. Ελπίζω του χρόνου η φιλόξενη εφημερίδα «Θάρρος», που συνεχίζει τη μακραίωνη ιστορία της, να δεχθεί για δημοσίευση τη συνέχεια της έρευνάς μου.
Χρήστος Νικολάου Ζερίτης