Πολύ καιρό τώρα έλεγα θα πάω. Μία τύχαινε το ένα, μία το άλλο… Βέβαια, ο βασικός λόγος ήταν ότι τότε ζούσα σε άλλη πόλη. Από την εφημερίδα διάβαζα κάθε φορά τις εμπειρίες των συμμετασχόντων στην εκδρομή, φωτογραφίες, στιγμές, χαμόγελα… και να που τα κατάφερα να βρεθώ κι εγώ στα… δρώμενα!
Μέρα Κυριακή, 2 Νοέμβρη. Καιρός ιδανικός, ήλιος, αεράκι αναζωογονητικό. Συνάντηση πρωινή, 8.00, στα γραφεία του συλλόγου. Εκεί άνθρωποι όλων των ηλικιών, με χαμόγελο, κάνοντας υπομονή μέχρι να έρθει και ο τελευταίος, περίμεναν τη στιγμή της αναχώρησης. Τελευταίο τσεκάρισμα στη λίστα και… φύγαμε! Τα δύο βανάκια του συλλόγου γέμισαν ασφυκτικά.
Η σημερινή πεζοπορία θα είχε αφετηρία την Ιερά Μονή Βελανιδιάς και κατάληξη… λίγα χιλιόμετρα πριν από το χωριό Νέδουσα. Παρατηρούσα όλη την ώρα τους «συμπεζοπόρους» μου. Μέχρι να φτάσουμε, ευχάριστες συζητήσεις, θέματα, διαθέσεις, οι περισσότεροι ήταν μέλη χρόνια, μα δεν έλειπαν και οι… πρωτάρηδες.
Πολύ γρήγορα βρεθήκαμε στην Ι. Μ. Βελανιδιάς. Ήμασταν και τυχεροί, γιατί ενώ ο χώρος ήταν κλειστός – ψυχή δεν υπήρχε -, ανάμεσά μας βρίσκονταν μια κυρία αρχαιολόγος, η οποία μας έδωσε αρκετές πληροφορίες για το χώρο, την ιστορία του, για τα έργα που γίνονται τα τελευταία χρόνια. Ξεκινήσαμε 31 διαφορετικοί άνθρωποι, από 10 χρόνων έως… 65-70, μα όλοι με κάτι κοινό: την αγάπη για τη φύση.
Η διαδρομή ήταν κάπου 7 χιλιόμετρα. Ο δρόμος που πήραμε – μονοπάτι για την ακρίβεια – ήταν εκείνος που χρόνια πριν οι κάτοικοι των χωριών Αλαγονία-Αρτεμισία-Νέδουσα έπαιρναν με τα ζωντανά τους και τις πραμάτειες τους για να φτάσουν στην Καλαμάτα. Μεγάλη ταλαιπωρία, αν σκεφτεί κανείς ότι τότε η διαδρομή αυτή δε γινόταν για χόμπι, αλλά για να αγοράσουν, να πουλήσουν τα προϊόντα τους στην πόλη, για να κάνουν προμήθειες… φορτωμένοι οι ίδιοι, τα ζώα τους… γυμναστική αναγκαστική!
Σήμερα, το μονοπάτι αυτό ανήκει στους πεζοπόρους. Α… και σε ένα βοσκό που συναντήσαμε στο δρόμο, κρυφογελούσε ο άνθρωπος, άραγε επειδή ήμασταν τόσοι; Επειδή διασκεδάζαμε διασχίζοντας το κακοτράχαλο μονοπάτι; Επειδή άλλη δουλειά δεν είχαμε και… πήραμε τα βουνά; Ίσως την επόμενη φορά μάθω, θα τον ρωτήσω σίγουρα και θα μάθετε κι εσείς!
Μπροστά, αρχηγός η Νατάσα, λαλίστατη και τραγουδιστή. Είχε και γουόκι-τόκι για να μαθαίνει από τη… «σκούπα» τον Αλέκο, αν είναι όλα καλά. Σίγουρα δεν ήταν σκούπα ο άνθρωπος, αλλά έπαιζε το ρόλο αυτό… μαζεύοντας τους τελευταίους. Οι ενδιάμεσοι, ο ένας πίσω από τον άλλον, μιλούσαν προσέχοντας πού πατούσαν, οι πέτρες δεν ήταν σταθερές… πόσα πράγματα έμαθα περπατώντας 5 ώρες. Εντύπωση μου έκανε η ποιότητα των ανθρώπων, η συντροφιά, η ευγενική τους διάθεση, το χιούμορ… μια παρέα όλοι μαζί! Ο ήλιος ανέβαινε ολόλαμπρος, το φιδωτό μονοπάτι έκρυβε και εκπλήξεις: ένα καβούκι από χελώνα σε κατάσταση προχωρημένης σήψης, αρκετά πιο κάτω μια γίδα φαρδιά-πλατιά στο χώμα χωρίς ζωή, ένα φιδάκι που ξέχασε να πέσει σε χειμερία νάρκη και λιαζόταν πάνω σε ένα βράχο. Οι κουμαριές στέκονταν στολισμένες με τα κατακόκκινα ζουμερά φρούτα τους, τα σκίντα μοσχομυριστά, φυτά πολλά της ελληνικής φύσης καταπράσινα και υγιέστατα από τις βροχές της εβδομάδας. Κάπου κάπου μικροί πανέμορφοι κρόκοι κίτρινοι στο διάβα μας, μικροί και εύθραυστοι, μα δες πού φύτρωσαν… δεν είχαν, φαίνεται, την ανάγκη να τους θαυμάζουν πολλοί!
-Στάση! φώναξε η Νατάσα. Ευχάριστη η αναγγελία για όλους. Άρχισαν να βγαίνουν από τις τσάντες νερά… σύκα… κάστανα… αυγά… ψωμοτύρι… ό,τι είχε ο καθένας. Πήραμε τις… θερμίδες μας 2-3 φορές σε όλη τη διαδρομή.
Η νοστιμιά της τροφής, όταν βρίσκεται κανείς στη φύση, είναι άλλο πράγμα. Μέχρι και οι ξεχασμένες σταφιδούλες μου που δεν τις προτιμούσα στο σπίτι, εκεί πήραν την αξία που τους έπρεπε!
Ρόντου-πόντου, που έλεγε και η γιαγιά μου, φτάσαμε στις 13.15 στο σημείο που είχαν φέρει ο Μανώλης και ο Κώστας τα αυτοκίνητα του συλλόγου. Επιβιβαστήκαμε, μετρηθήκαμε και… γραμμή για τη Νέδουσα! Τυχαία, την ίδια μέρα εκεί γινόταν ο τερματισμός αγώνων ποδηλάτου βουνού.
Ένας καφές ήταν ό,τι έπρεπε. Ένα το καφενεδάκι, τραπεζάκια έξω, στον ήλιο σαφώς, Νοέμβρης γαρ… Το χωριό ήταν ομορφότατο. Μέσα σε χούνη κτισμένο, με ποτάμι να το διασχίζει, πλατάνια παντού, καπνός από τα τζάκια των 60 κατοίκων του χωριού. Μια ταβερνούλα δίπλα στο καφενείο, έμαθα θα ανοίξει ακόμα μία για τα Σάββατα. Καλαματιανοί, σπεύσατε!
-Αναχώρηση! Φωνάζει η Νατάσα. Όλοι μέσα και γραμμή για τα γραφεία του συλλόγου. Αποχαιρετιστήκαμε εγκάρδια, πήραμε μαζί ό,τι μας είχε προσφερθεί απλόχερα εκείνη την μέρα: το πράσινο, το φως, το φρέσκο αέρα, τα βουνά, τις πέτρες, τη γη, τις μυρωδιές, την συντροφιά… Στο δρόμο για το σπίτι, όλη την ώρα αναλογιζόμουν το δώρο που έκανα στον εαυτό μου…
Της Σοφίας Καλογερά