Από τη μια πλευρά υπάρχει το γνωστό γεγονός. Το «πράσινο φως» έδωσε το Δημοτικό Συμβούλιο Καλαμάτας στην κατεδάφιση των αυθαίρετων παραπηγμάτων που έχουν εγκαταστήσει Ρομά στην περιοχή της Αγίας Τριάδας, πίσω από το Πολυκλαδικό Λύκειο της πόλης.
Η εν λόγω απόφαση είναι απόρροια σύσκεψης που πραγματοποιήθηκε την προηγούμενη Παρασκευή στην Εισαγγελία Καλαμάτας, προκειμένου να επισπευστούν οι διαδικασίες και να καταστεί δυνατή η μεταστέγαση των Ρομά, πριν από την έλευση της χειμερινής περιόδου, στο νόμιμο οικισμό στην περιοχή Μπιρμπίτα, πλησίον της Καλαμάτας, που έχει κατασκευαστεί για τη φιλοξενία τους.
Από την άλλη, υπάρχει η συζήτηση για τη χρονική στιγμή που επέλεξε η Δημοτική Αρχή να προχωρήσει στην υλοποίηση της απόφασης, κι αν θα προλάβει να υλοποιήσει όλα τα έργα που έχει εξαγγείλει.
Προτιμήσαμε να δώσουμε το λόγο για τα παραπάνω σε ένα νέο άνθρωπο, μια επιστήμονα, τη Μαρία Καλλικούνη, αρχιτέκτονα με μεταπτυχιακό σε Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, το θέμα του οποίου ήταν η στεγαστική αποκατάσταση των τσιγγάνων στην Ελλάδα.
Εργασία η οποία χαρακτηρίστηκε ως μία από τις καλύτερες της τελευταίας 10ετίας.
Η Μαρία επισκέφθηκε μια «κατασκήνωση» τσιγγάνων στους Σοφάδες, στην πόλη της Καρδίτσας, την οποία θεωρεί ως και την πλέον ολοκληρωμένη και πετυχημένη προσπάθεια, άλλη μια ανάλογη απόπειρα στη Θήβα και την Μπιρμπίτα.
Καταθέτοντας την άποψή της για το εγχείρημα στο πρόσφατο παρελθόν, αλλά και τη νέα πρωτοβουλία του Δήμου Καλαμάτας, μας υπογράμμισε ότι είναι λανθασμένος ο τρόπος προσέγγισης: «Αν δε συμμετέχουν σε όλα τα στάδια υλοποίησης ενός σχεδίου οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι, αυτό δεν πρόκειται να μας δώσει τα αποτελέσματα που θέλουμε. Έπειτα, είναι τελείως λανθασμένος ο χαρακτήρας του προσωρινού που είχαν οι κατασκευές στην Μπιρμπίτα. Αυτό από μόνο του σημαίνει ότι τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή ήταν μη ποιοτικά.
Επιπλέον, οι κοινόχρηστοι χώροι που δημιουργήθηκαν ήταν μια τελείως λανθασμένη επιλογή. Αυτό ψυχολογικά σημαίνει υποτίμηση του χώρου, προσπάθεια να κουκουλώσεις το πρόβλημα και όχι να το λύσεις. Αυτή η αίσθηση πέρασε και στους τσιγγάνους, με αποτέλεσμα την καταστροφή των κτηρίων σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Το αίσθημα του προσωρινού στον καθέναν μας δημιουργεί μια αντίληψη εγκατάλειψης του χώρου.
Σημαντική ήταν, επίσης, η ανυπαρξία συντήρησης και επίβλεψης των υποδομών. Εάν υπήρχε μια ομάδα ανθρώπων, η οποία σε καθημερινή βάση θα βρισκόταν δίπλα στους τσιγγάνους, δε θα είχαμε φτάσει στη σημερινή κατάσταση».
Όμως, η Μαρία δε στάθηκε μόνο στην κριτική. Αφού μας ξεκαθάρισε ότι ο χώρος πληροί τους όρους δημιουργίας μιας οικιστικής κοινότητας, υπογράμμισε ότι είναι στη διάθεση του Δήμου Καλαμάτας, σε περίπτωση που της ζητηθεί, να προσφέρει σε ό,τι χρειαστεί.
«Κατά τη διάρκεια της εργασίας μου βρέθηκα πολλές φορές στην Μπιρμπίτα και, μάλιστα, τώρα πια έχω αναπτύξει και σχέσεις με κάποιους από τους εκεί διαμένοντες. Με τις κατάλληλες ενέργειες μπορούμε να έρθουμε σε επαφή με πολλές εθελοντικές οργανώσεις, τόσο ελληνικές όσο και ευρωπαϊκές, να καταθέσουμε πρόταση για συμμετοχή σε διάφορα προγράμματα. Μπορεί να ακουσθεί περίεργα, αλλά θα μπορούσαμε, μέσω του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης, να φέρουμε αρχιτέκτονες και ειδικούς που θα πρόσφεραν τις πολύτιμες υπηρεσίες τους, ώστε το εγχείρημα να μας δώσει ένα θετικό αποτέλεσμα», σχολίασε.
Συμπλήρωσε, δε, ότι έπρεπε να υπάρχει και επικοινωνία με Δημοτικές Αρχές που αντιμετωπίζουν ανάλογα προβλήματα, ώστε να γίνει ανταλλαγή εμπειριών.
Κλείνοντας, υπογράμμισε ότι χωρίς σχέδιο δεν μπορεί να προχωρήσει κανένα εγχείρημα. Όσο για τον κρυφό ή φανερό ρατσισμό μας απέναντι στους τσιγγάνους, μας είπε μόνο μια κουβέντα: Αυθαίρετες καταλήψεις δεν έχει κάνει μόνο η συγκεκριμένη ομάδα, ούτε όλες οι μικρές ή μεγάλες εγκληματικές οργανώσεις έχουν το χρώμα των Ρομά.
Του Αντώνη Πετρόγιαννη