ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ


«ΠΟΙΟΣ ΕΣΦΑΞΕ ΤΟ ΠΑΙΔΙ;» ΡΩΤΗΣΕ Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΔΕΙΧΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ
 

 
Της Βίκυς Βετουλάκη
 
Ένα επιφώνημα αποτροπιασμού και φρίκης κυριάρχησε χθες στην αίθουσα του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, όταν ο πρόεδρος του Δικαστηρίου κάλεσε κοντά στην Έδρα τον 24χρονο που βρισκόταν το μοιραίο απόγευμα της 29ης Νοεμβρίου 2011 στο αυτοκίνητο που πυροβολήθηκε στο κεφάλι ο 35χρονος Αλβανός Φελίμ Μεσάι και σφαγιάσθηκε ο 2χρονος γιος του Κέρι. Σηκώνοντας μια μεγάλη φωτογραφία με το κατακρεουργημένο παιδί, του ζήτησε να πει την αλήθεια: «Ποιος έσφαξε το παιδί;».
Ο νεαρός κατηγορούμενος υπέδειξε ως δράστη τον Αλβανό με το παρατσούκλι «Νίκος», ο οποίος έχει συλληφθεί, αλλά παραδέχεται μόνο τη δολοφονία του 35χρονου πατέρα.
Στη δική του απολογία, ο κατηγορούμενος «Νίκος» ισχυρίσθηκε πως από τη στιγμή που πυροβόλησε τον πατέρα δε θυμάται τίποτα, αλλά κατηγορηματικά δήλωσε στο Δικαστήριο πως δεν είχε μαζί του μαχαίρι.
Ανατριχιαστικές ήταν οι λεπτομέρειες με τις οποίες ο συγκεκριμένος αφηγήθηκε και τη δολοφονία του Σωτήρη Ψυχόπαιδα, σε ερημική τοποθεσία στη Μικρομάνη το 2008, στην οποία, όπως είπε, ήταν μάρτυρας και την τέλεσε το μετέπειτα θύμα από τα δικά του πλέον χέρια, Φελίμ Μεσάι. Αρκετές φορές επανέλαβε ότι ο 50χρονος, που κατηγορείται μαζί με τον καταζητούμενο δίδυμο αδελφό του ως αρχηγοί της οργάνωσης, δεν έχει καμία σχέση με τη δολοφονία πατέρα και γιου Μεσάι, ούτε έδωσε καμία εντολή.
Η χθεσινή ακροαματική διαδικασία ξεκίνησε το πρωί, με τη κατάθεση αρκετών μαρτύρων υπεράσπισης, ανάμεσα στις οποίες και αυτή τεχνικού συμβούλου τηλεπικοινωνιών, ο οποίος είχε κληθεί από τον υπεράσπιση του κατηγορούμενου για εκβιασμούς καταστημάτων και ιδιωτών υπαλλήλου δημοσίου οργανισμού. Αυτός υποστήριξε ότι η αξιοπιστία των απομαγνητοφωνήσεων που έχουν γίνει στις συνομιλίες είναι χαμηλή και υπάρχουν πολλά λάθη, τα οποία ισχυρίσθηκε μπορεί να έχουν γίνει από ανικανότητα των αστυνομικών ή εσκεμμένα.
 
50χρονος: «Τα παιδιά δεν πειράζονται με τίποτα. Ξέρω εγώ τι πρέπει να γίνει…»
Ο 50χρονος που κατηγορείται ως αρχηγός της οργάνωσης και ηθικός αυτουργός των ανθρωποκτονιών (συνολικά αντιμετωπίζει 8 βαρύτατες κατηγορίες) περιέγραψε τη ζωή του, τονίζοντας πως αυτό που τον κατέστρεψε ήταν τα ναρκωτικά, γι’ αυτό και ποτέ δεν έχει πουλήσει σε κανέναν. Μάλιστα, είπε για τους τρεις νεαρούς συγκατηγορούμενούς του (δύο αδέλφια και ο ξάδελφός τους), ότι επειδή ήταν χρήστες ναρκωτικών και δούλευαν κοντά του, τους «κερνούσε» μόνο χασίς και τους απέτρεπε από άλλες ουσίες. Πρόσθεσε δε, ότι τα παιδιά άδικα κατηγορούνται. Απαντώντας και σε ερωτήσεις της Έδρας, είπε πως τα ναρκωτικά που βρέθηκαν στο σπίτι, ήταν δικά του για χρήση με τη σύντροφό του.
Όταν ρωτήθηκε για εκβιασμούς, απάντησε ότι δεν απείλησε ποτέ κανέναν και πως συνεργαζόταν με νυχτερινά μαγαζιά, προσέχοντας να μη γίνονται φασαρίες και έχοντας φέρει, μάλιστα, κάποιες φορές και γνωστούς τραγουδιστές. Είπε ότι αναλαμβάνει όλη την ευθύνη για το θέμα των καταστημάτων, διευκρινίζοντας ότι για τον ίδιο αυτή η δουλειά είναι «νυχτοκάματο και όχι προστασία». Συμπλήρωσε ότι ήθελε να ανοίξει εταιρεία φύλαξης (σεκιούριτι), αλλά είχε ποινικό μητρώο και δεν μπορούσε. Μάλιστα, για τους καταστηματάρχες που κατέθεσαν είπε ότι είπαν ψέματα, γιατί φοβούνται το Δικαστήριο και ότι τον παρακαλούσαν για συνεργασία.
Για τον υπάλληλο δημοσίου οργανισμού που κατηγορείται και για τους εκβιασμούς, ο 50χρονος ανέφερε πως όταν ήταν άρρωστος σοβαρά, πρόσφερε αίμα και μετά του ζήτησε να τον βοηθήσει στις δουλειές με τα μαγαζιά, καθώς ο Σωτήρης Ψυχόπαιδας που ήταν δεξί του χέρι, δε ζούσε πια και ο ίδιος λόγω της υγείας του δεν μπορούσε να πηγαίνει.
Σε ό,τι αφορά όπλα και σφαίρες που ακούγονται σε συνομιλίες, είπε ότι πολλές φορές έκαναν πλάκα μεταξύ τους.
 
Δολοφονία
Ερωτώμενος για τις δολοφονίες, είπε ότι περίμενε 18 μήνες για να γίνει η δίκη και να ξεκαθαρίσει αυτό το θέμα.
«Η μομφή μόνο που μου έβαλαν φτάνει… Είμαι πατέρας ανήλικου παιδιού. Δε θα πείραζα ποτέ ένα παιδί», ξεκίνησε να λέει.
Εξιστορώντας, είπε πως κάποια στιγμή έμαθε από αδελφό του Ψυχόπαιδα, ότι ο Φελίμ Μεσάι τον είχε σκοτώσει και, μάλιστα, η Αστυνομία τον είχε καλέσει 5 φορές για κατάθεση. Αναφέρθηκε στον Αλβανό «Νίκο», λέγοντας ότι ήρθε από Αθήνα με λεωφορείο, τον παρέλαβε ο ξάδελφος των νεαρών αδελφών και όταν πήγαν σπίτι του, τον «ξεβράκωσε» να τον ελέγξει γιατί δεν του είχε εμπιστοσύνη, αφού από την άλλη πλευρά ο Φελίμ Μεσάι του έλεγε ότι είναι συγκατηγορούμενοι με τον «Νίκο» για τη δολοφονία Ψυχόπαιδα.
«Τον Φίλιππα (Φελίμ Μεσάι) τον είχα πιο πολύ κοντά μου από τον Ψυχόπαιδα. Όταν μου είπαν ότι αυτός τον σκότωσε, δεν μπορούσα να το πιστέψω», πρόσθεσε.
Για την ημέρα της δολοφονίας, είπε ότι ο Φελίμ πήγε στο σπίτι του, καθώς έπρεπε να πάει να πληρώσει ένα μάστορα για υλικά που είχαν πάρει. Για το «προβατάκι» που ακούγεται στις συνομιλίες, είπε ότι αναφερόταν πραγματικά σε ένα προβατάκι που ψόφησε και τους έλεγε να το πετάξουν, για να μην το φάνε τα σκυλιά και δεν αναφερόταν σε παιδί. Το απόγευμα της ίδια ημέρας φώναξε πάλι τον Μεσάι στο σπίτι του, καθώς μια προβάτα είχε αρρωστήσει και αυτός ήξερε από αυτά. Στο σπίτι του ήταν ο μικρός από τα δύο νεαρά αδέλφια, ο ξάδελφός τους και ο «Νίκο», οι οποίοι, όπως είπε ο 50χρονος, έφυγαν νωρίτερα. Όταν έφυγε και ο Φελίμ Μεσάι, όπως ο 50χρονος είπε στην απολογία του, 20-25 λεπτά μετά είδε φώτα στην πόρτα του και ήταν το αυτοκίνητο του νεαρού, μαζί με τους άλλους δύο που ήταν νωρίτερα σπίτι του (τον ξάδελφο και το «Νίκο»). Είπε πως ο ένας ήταν βρεγμένος, αλλά δε θυμάται ποιος από τους 3 και ο «Νίκο» κρατούσε μια καραμπίνα. Του είπε ότι σκότωσε τον Μεσάι, γιατί είχε σκοτώσει τον Ψυχόπαιδα και τότε αυτός τους έβαλε τις φωνές και τους κυνήγησε.
Σε ερώτηση του προέδρου, ποιος σκότωσε το παιδί, είπε πως δεν ήταν μπροστά για να ξέρει και τόνισε:
«Μη ρωτάτε εμένα για παιδιά. Πώς να μάθω; Αυτό τιμωρείται. Το παιδί δεν πειράζεται με κανέναν τρόπο. Αυτό δε θα μείνει έτσι, όποιος το έχει κάνει».
Σε συμπληρωματική ερώτηση του προέδρου γιατί είναι κατηγορηματικός ότι δεν το έχει κάνει ο νεαρός 24χρονος που ήταν μαζί, είπε: «Με αυτό το πράγμα τρελαίνομαι. Δε θέλω να το πιστέψω. Δεν προστατεύω κανέναν. Περίμενα 18 μήνες για να βγει η αλήθεια. Από δω και πέρα, ξέρω εγώ τι πρέπει να γίνει. Εμένα με σέβονται όλοι μέσα στη φυλακή. Αυτά τα αδικήματα τιμωρούνται».
Στη συνέχεια ο πρόεδρος του ανέφερε ότι 3 ημέρες μετά τις δολοφονίες Μεσάι, μέσα στη νύχτα, πήρε τηλέφωνο ο δίδυμος αδελφός του και είπε στη σύντροφό του να πετάξουν το τηλέφωνο που μιλάει και ότι του το είπε ο «φίλος του ο δικηγόρος». Τον ρώτησε ποιος είναι αυτός ο δικηγόρος ή αν έτσι ονόμαζαν κάποιον άλλον και ο 50χρονος είπε ότι δε γνωρίζει και να ρωτήσουν τη σύντροφό του όταν απολογηθεί.
 
Υπάλληλος Οργανισμού: «Υπηρεσίες σεκιούριτι πρόσφερα»
Ο υπάλληλος δημόσιου οργανισμού, που κατηγορείται ως υπαρχηγός της οργάνωσης, είπε ότι ασχολούνταν με τον αθλητισμό και γι’ αυτό είχε και γυμναστήριο. Είπε πως είχε οικονομικά προβλήματα και δούλευε και το καφενείο του αδελφού του. Με τους δίδυμους αδελφούς που κατηγορούνται ως αρχηγοί, είπε ότι γνωρίζονταν από παιδιά και ξαναβρεθήκαν μετά από χρόνια που γύρισαν από το εξωτερικό. Όταν έμαθε ότι ο 50χρονος χρειαζόταν αίμα, έδωσε και τον επισκέφθηκε. Του είπε για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει και αυτός του είπε ότι συνεργάζεται με νυχτερινά μαγαζιά και δεν μπορεί να πηγαίνει αυτός.
Είπε πως οι καταστηματάρχες είχαν ζητήσει τη συνεργασία και όποτε αντιμετώπιζαν πρόβλημα στο μαγαζί τους (αν κάποιος δεν πλήρωνε ή έκανε φασαρία), τον ειδοποιούσαν να πάει.
«Δεν απείλησα ποτέ κανέναν. Δεν εκβίασα κανέναν. Ανάλογα με το πόσες φορές με φώναζαν οι μαγαζάτορες, με πλήρωναν για τη δουλειά που έκανα. Το σεκιούριτι έκανα», πρόσθεσε.
Για το όπλο που βρέθηκε στην κατοχή του, είπε ότι το αγόρασε μετά από απόπειρα ανθρωποκτονίας που έγινε εις βάρος του, ενώ για κάποια πράγματα που ακούγονται σε συνομιλία με τον 50χρονο, είπε ότι ο 50χρονος του ζήτησε να πάει να πάρει κάποια πράγματα και επειδή δεν μπορούσε, έστειλε τον επίσης κατηγορούμενο δημόσιο υπάλληλο (ο οποίος, επίσης, είχε οικονομικά προβλήματα και απασχολούσε ως μπάρμαν στο μαγαζί του). Όταν επέστρεψε, του είπε πως μέσα στη σακούλα ήταν ένα όπλο. Την άλλη μέρα του το ζήτησε πίσω ο 50χρονος.
Απαντώντας σε ερωτήσεις, είπε ότι ο άλλος αδελφός που καταζητείται του ζήτησε ένα άτομο να πάει τη «Νικολέττα» στην Αθήνα και αυτός θεώρησε ότι πρόκειται για την ανιψιά του. Είπε στο δημόσιο υπάλληλο αν θέλει να πάει και να πληρωθεί και μετά την επιστροφή του δεν τον ρώτησε αν μετέφερε άντρα ή γυναίκα.
Για την κατηγορία ότι εκβίαζε και ιδιώτες για λογαριασμό τρίτων, είπε ότι τους γνώριζε προσωπικά και έκανε εξυπηρέτηση, όχι όμως με τη μορφή εκβιασμού.
 
«Νίκος»: «Ο Φελίμ Μεσάι είχε σκοτώσει τον Σ. Ψυχόπαιδα μπροστά μου»
Ο Αλβανός με το παρατσούκλι «Νίκος» ξεκίνησε την απολογία του, λέγοντας ότι ο 50χρονος που κατηγορείται ως αρχηγός δεν έχει καμία ανάμειξη και δεν έχει δώσει καμία εντολή. Συγκλόνισε, ωστόσο, με τις ψυχρές περιγραφές που έκανε.
Είπε πως γνώρισε τον Φελίμ Μεσάι το Μάιο του 2008, μέσα από τις διαδικασίες μεταφοράς ναρκωτικών και ξεκίνησαν συνεργασία. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους κατέβηκε Καλαμάτα με 150 γραμμ. κοκαΐνης και συναντήθηκε με Φελίμ. Του είπε ότι θα πάνε σε μια συνάντηση.
«Πήγαμε σε μια παραλία της Καλαμάτας. Εμφανίσθηκε ένας με μηχανή. Εγώ ήμουν στο αυτοκίνητο. Μίλησαν 10 λεπτά και μετά ξεκινήσαμε και αυτός με τη μηχανή ακολουθούσε. Πήγαμε σε έναν καταυλισμό τσιγγάνων και μετά μπήκαμε σε έναν παράδρομο. Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο και ο Φελίμ με σύστησε σε αυτόν με τη μηχανή, που ήταν ο Ψυχόπαιδας. Ο Φελίμ προχώρησε μπροστά και εγώ με τον άλλον ακολουθούσα από πίσω συζητώντας. Τότε ο Φελίμ γύρισε και τον πυροβόλησε 1-2 φορές. Ο Ψυχόπαιδας άρχισε να τρέχει και τον πυροβόλησε άλλες 3-4 φορές. Εγώ τα έχασα. Ο Φελίμ πήρε από την τσέπη του ένα μάτσο χρήματα και κάτι άλλα πράγματα. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πέρασε από πάνω του. Εγώ του είπα ότι διακόπτεται η συνεργασία μας και το ίδιο βράδυ έφυγα», περιέγραψε ο «Νίκος».
Στη συνέχεια ανέφερε ότι 2 μήνες μετά ο Φελίμ πήγε και τον βρήκε και του είπε πως αυτός που σκότωσε ήταν το δεξί χέρι του 50χρονου που κατηγορείται σε αυτή τη δίκη ως αρχηγός. Τόνισε πως ο Μεσάι του ζήτησε να συνεχίσουν τη συνεργασία με τα ναρκωτικά, διαφορετικά θα έλεγε στον 50χρονο ότι αυτός σκότωσε τον Ψυχόπαιδα. Ο «Νίκος» είπε ότι φοβήθηκε, πως τον κυνηγούσε η Αστυνομία και δεν ήθελε να τον κυνηγάει και ο 50χρονος και ξεκίνησε πάλι τη συνεργασία. Όταν το 2010 βγήκαν εντάλματα ότι αυτός με εντολή του 50χρονου είχε σκοτώσει τον Ψυχόπαιδα και είχε αποπειραθεί να σκοτώσει άλλον έναν, έμαθε ότι ο 50χρονος ρωτάει γι’ αυτόν. Συναντήθηκε, όπως είπε, μαζί του τον Αύγουστο του 2010 και του είπε ότι στη δίκη θα ξεκαθαρισθούν όλα.
 
Δολοφονίες Μεσάι
Όταν το Νοέμβριο του 2011 ήρθε Καλαμάτα, στο σπίτι του 50χρονου, είπε πως το πρωί είχε πάει στο σπίτι (ενώ έλειπε ο 50χρονος) ο Φελίμ, ο οποίος του είπε ότι υπάρχει μια ληστεία με λεία 50.000 ευρώ και αν θέλει να την κάνει. Συμφώνησαν και του είπε ότι αυτός θα πάει στην Κυπαρισσία που είναι η γυναίκα του και μαζεύει ελιές, ενώ ο «Νίκος» μπορεί να μείνει στο δικό του σπίτι, ώστε να κόψει και την κάννη από μια καραμπίνα με την οποία θα έκαναν τη ληστεία. Ο Φελίμ έφυγε και επέστρεψε στο σπίτι του 50χρονου για τα ζώα το απόγευμα.
Ο «Νίκος» είπε ότι με τον 24χρονο νεαρό και τον ξάδελφό του βγήκαν έξω από την ιδιοκτησία του 50χρονου (όταν ο 50χρονος ήταν μαζί με τον Φελίμ στο σταύλο), ενώ μετά πήγε και ο Φελίμ. Έκαναν όλοι μαζί, όπως είπε, χρήση κοκαΐνης. Στο αυτοκίνητο του Φελίμ, όπου μπροστά καθόταν ο 2χρονος γιος του, μπήκαν πίσω από τον οδηγό ο 24χρονος νεαρός και πίσω από τη θέση του συνοδηγού, όπου βρισκόταν το παιδί, ο «Νίκος». Έπιασαν στα αλβανικά συζήτηση και του είπε να ξεκαθαρίσει το θέμα με τη δολοφονία Ψυχόπαιδα. Τσακώθηκαν και ο Φελίμ έβγαλε ένα όπλο. Τότε, όπως είπε ο «Νίκος», τον πυροβόλησε 2-3 φορές με την καραμπίνα στο κεφάλι. Από εκεί και πέρα, όπως είπε, από το σοκ δεν θυμάται τίποτα και συνήλθε λίγο πριν επιστρέψουν με τους άλλους δύο στο σπίτι του 50χρονου. Αυτός τους έβαλε τις φωνές μόλις έμαθε τι έγινε και ο «Νίκος» είπε στους δύο νεαρούς να τον πάνε κάπου να τον αφήσουν. Τον άφησαν, όπως είπε, στον Νέδοντα και έφυγε για Αθήνα. Την καραμπίνα την πέταξε σε κάτι καλάμια. Είπε πως δε θυμάται πώς βρέθηκε μέσα στο νερό, ούτε τίποτα άλλο και πως δεν μπορεί ούτε να παραδεχθεί ούτε να αρνηθεί ότι σκότωσε το παιδί. Μέχρι τέλος, όμως, επέμενε ότι μαζί του δεν είχε μαχαίρι.
Στην παρατήρηση του προέδρου, ότι όλα αυτά τα λέει πρώτη φορά, είπε ότι ο δικηγόρος τότε του έλεγε να μη μιλήσει. Ολοκληρώνοντας την απολογία του, είπε πως, αν η Αστυνομία της Καλαμάτας είχε συλλάβει τον Φελίμ για τη δολοφονία Ψυχόπαιδα, δε θα είχε γίνει τίποτα από αυτά τώρα.

Σε 24χρονο: «Κοίτα το παιδί και πες μου ποιος το έσφαξε;»
Ακολούθησε η απολογία του 24χρονου που ήταν μαζί στο αυτοκίνητο. Κι αυτός είπε πως όταν έλεγε παιδί, εννοούσε το προβατάκι που τους είπε ο 50χρονος να πετάξουν.
Για το μοιραίο απόγευμα, περιέγραψε επίσης ότι έκαναν χρήση κοκαΐνης και μετά μπήκαν στο αυτοκίνητο του Φελίμ Μεσάι. Από πίσω με άλλο αυτοκίνητο ακολουθούσε ο ξάδελφός του. Στο δρόμο, όπως είπε, ο «Νίκος» με τον Φελίμ μιλούσαν αλβανικά και τσακώθηκαν έντονα. Ο 24χρονος είπε πως ο «Νίκος» είχε ένα μαχαίρι στη μέση του και την καραμπίνα στα πόδια του. Όταν ο Φελίμ πήγε να βγάλει όπλο, ο «Νίκος» τον πυροβόλησε με την καραμπίνα. Τότε, όπως ανέφερε, άνοιξε την πόρτα και πήδηξε έξω από το αυτοκίνητο. Κατευθύνθηκε προς τα πίσω, συνάντησε το άλλο αυτοκίνητο με τον ξαδελφό του και του είπε να γυρίσουν να φύγουν γρήγορα. Ο «Νίκος», όμως, βγήκε από το κανάλι, όπου είχε πέσει το αυτοκίνητο του Φελίμ, και τους απείλησε με την καραμπίνα να τον πάρουν, «για να μην τους σκοτώσει όπως τον πατέρα και το γιο», όπως ισχυρίσθηκε ότι τους είπε. Μάλιστα, σημείωσε ότι το μαχαίρι το έβαλε στην κοιλιά του ξαδέλφου του και του είπε «προχώρα για να μην σας σκοτώσω».
Τότε, ο πρόεδρος της Έδρας τού ζήτησε να πλησιάσει και να τον κοιτάξει. Σήκωσε μια φωτογραφία του κατακρεουργημένου παιδιού και από το ακροατήριο ακούστηκαν επιφωνήματα φρίκης.
-Ποιος σκότωσε το παιδί; ρώτησε ο πρόεδρος.
-Εγώ δεν έχω κάνει τίποτα.
-Κοίτα το παιδί και πες μου ποιος το έσφαξε;
-Δεν έχω κάνει τίποτα. Αν το έχω κάνει εγώ, να με σκοτώσετε εδώ μπροστά στους δικούς μου
-Κοίτα το παιδί και πες μου; Πες την αλήθεια. Δε μου την λες.
-Αυτός το έκανε («Νίκος») και δεν το λέει, γιατί φοβάται να γυρίσει πίσω στη φυλακή.
Ο πρόεδρος ρώτησε τον 24χρονο πολλές φορές και ακολούθως τους έφερε σε κατ΄ αντιπαράσταση με τον «Νίκο». Αυτός συνέχισε να επιμένει ότι δεν είχε μαζί του μαχαίρι και πως ό,τι είχε να πει το είπε, ενώ ο 24χρονος επίσης επέμενε στη δική του εκδοχή.
 
Δημόσιος υπάλληλος: «Ναι, εσένα μετέφερα στην Αθήνα»
Στη συνέχεια απολογήθηκε ο αδελφός του 24χρονου, ο οποίος είπε ότι δεν πωλούσε ναρκωτικά, αλλά έκανε χρήση.
Ο ξάδελφός τους στην απολογία του είπε ότι τον έστειλαν και πήρε από στάση λεωφορείου τον «Νίκο,» όταν ήρθε από Αθήνα, και περιέγραψε που ακολουθούσε με άλλο αυτοκίνητο, το αυτοκίνητο του Φελίμ το απόγευμα της δολοφονίας. Είπε πως ξαφνικά είδε  τον ξάδελφό του να έρχεται με τα πόδια και να του λέει να φύγουν, ενώ μετά ήρθε βρεγμένος ο «Νίκος» και τους απείλησε να τον πάρουν. Τον άφησαν, όπως είπε, στον Νέδοντα.
Όταν ρωτήθηκε από τον πρόεδρο ότι αρχικά είχε πει πως γνώριζε ότι πάνε να σκοτώσουν κάποιον, απάντησε ότι το είπε διότι τον είχαν χτυπήσει άσχημα οι αστυνομικοί.
Επόμενος κατηγορούμενος που απολογήθηκε ήταν ο δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος αναφέρθηκε στα οικονομικά προβλήματα που είχε και πως δούλευε στο κατάστημα του υπαλλήλου του δημοσίου οργανισμού για επιπλέον μεροκάματο. Περιέγραψε πως μία μέρα πριν από τη δολοφονία τον έστειλε να πάρει κάτι από τον 50χρονο και αντιλήφθηκε ότι στη σακούλα ήταν όπλο και επιστρέφοντας του είπε τι είναι και πού πάει να τον μπλέξει.
Για τη μεταφορά του «Νίκο» στην Αθήνα, ανέφερε ότι πάλι ο υπάλληλος του δημοσίου οργανισμού του είπε ότι ο καταζητούμενος δίδυμος αδελφός, θέλει να πάει ένα φίλο του στην Αθήνα και θα πληρωνόταν. Αυτός δέχτηκε. Πήγε σε χωριό του Ταϋγέτου και τον πήρε και όταν ρώτησε τον καταζητούμενο ποιος είναι, του απάντησε ότι είναι ένας τσοπάνης που έχει στα ζώα. Μάλιστα, στο σημείο του απηύθυνε ερώτηση ο «Νίκος», ρωτώντας: «Εμένα πήρες;», αφού λίγο νωρίτερα είχε  αρνηθεί ότι έτσι έγινε η επιστροφή του στην Αθήνα, για να απαντήσει ο κατηγορούμενος δημόσιος υπάλληλος «Ναι, εσάς πήρα».
Η διαδικασία διεκόπη με δύο απολογίες πατέρα και γιου που στις συνομιλίες φαίνεται να αναθέτουν την είσπραξη ποσών που τους οφείλονταν, οι οποίοι αρνήθηκαν ότι έγινε κάτι τέτοιο και πως ο υπάλληλος του δημοσίου οργανισμού προσφέρθηκε να μιλήσει σε αυτόν που είχαν την οικονομική διαφορά.