Βιοτεχνικό Πάρκο Καλαμάτας: Ένα…ζωντανό νεκροταφείο επαγγελματιών


Είναι κοινά παραδεκτό πως η χώρα δεν μπορεί να αντέξει, για πολύ ακόμη, τη σημερινή οικονομική κατάσταση. Βάλτωσε η πραγματική οικονομία, εξαντλήθηκαν οι αντοχές της κοινωνίας και αναζητούνται επειγόντως ανάσες. Ούτε, βέβαια, μπορεί να πορευθεί στο μέλλον με τις νοοτροπίες, τις πρακτικές και τις δομές του παρελθόντος.
Τα παραπάνω σκεφτόμασταν, χθες το πρωί, όταν πηγαίναμε στο Βιοτεχνικό Πάρκο, με σκοπό να ακούσουμε τις απόψεις των ανθρώπων, να ενισχύσουμε ή να καταρρίψουμε τον παραπάνω… αφορισμό.
Με την είσοδο στο χώρο αυτό που μας έκανε εντύπωση ήταν ότι, ενώ δραστηριοποιούνται εξήντα (60) περίπου επαγγελματίες, διαφόρων ειδικοτήτων, επικρατούσε ησυχία νεκροταφείου.
Πρώτη στάση στο βαφείο αυτοκινήτων του Σωτήρη Γιαννακόπουλου. Μόλις έμαθε το σκοπό της επίσκεψής μας, χαμογέλασε. Κι όταν άρχισε να μας περιγράφει την κατάσταση, ο λόγος του ήταν πραγματικός χείμαρρος: «Τρεις μήνες έχει να μπει αυτοκίνητο στο μαγαζί. Διατηρώ το μαγαζί, μαζί με το γιο μου, αλλά εννέα μήνες τώρα δεν τον χρειάστηκα, αφού δεν υπήρχε δουλειά. Όταν πρωτοξεκίνησε τη λειτουργία του το Βιοτεχνικό Πάρκο, θυμάμαι ότι χρειαζόταν “μέσον” για να πάρεις ένα μαγαζί.
Τώρα, παρά το γεγονός ότι τα ενοίκια είναι πολύ χαμηλότερα από τις τιμές που επικρατούν στην αγορά, κλείνουμε ο ένας μετά τον άλλον. Η κατάσταση έχει γίνει, πλέον ανυπόφορη. Οι περισσότεροι χρωστάμε ενοίκια, εφορία, εισφορές στο ασφαλιστικό μας ταμείο. Προσωπικά, μέχρι πρότινος, δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι θα αφήσω απλήρωτες τις υποχρεώσεις μου.
Από την πλευρά μας, κάναμε ό,τι ήταν δυνατό για να μπορέσουμε να κρατηθούμε στη θύελλα της κρίσης. Μειώσαμε τις τιμές μας 40 με 50%, αλλά ήταν δώρον-άδωρον, από τη στιγμή που αυτές των πρώτων υλών αυξήθηκαν.
Σήμερα ο ιδιοκτήτης αυτοκινήτου πολύ δύσκολα θα μπει σ’ ένα μαγαζί για να του κάνει εργασίες συντήρησης. Μόνο όταν έχει μεγάλη ανάγκη. Τα προηγούμενα χρόνια δεν είχα χώρο για να βάλω τα αυτοκίνητα προς επισκευή».
Μαζί του ήταν και ο Παναγιώτης Ζούζουλας, φίλος του και πρώην επαγγελματίας στον ίδιο χώρο. Η άποψή του δε διέφερε από την προηγούμενη. Τώρα ασχολείται με τον πρωτογενή τομέα και περιμένει μέσα από το λάδι να ζήσει.
Επόμενη στάση το κατάστημα του Γιώργου Παναγόπουλου. Διαβάζουμε στην επιγραφή «πλυντήρια – σιδερωτήρια». Σκεφθήκαμε ότι, επειδή έχει μεγαλύτερη επαφή με τον κόσμο του τουρισμού, γι’ αυτόν το παρόν θα ήταν διαφορετικό. Πέσαμε έξω. «Όπως βλέπετε», ξεκίνησε να μας λέει, «υπάρχει μια ερημοποίηση του χώρου. Κι αυτό σημαίνει πολλά πράγματα. Πρώτα και κύρια δεν υπάρχουν δουλειές. Αν και οι πελάτες μου είναι κυρίως τα ξενοδοχεία, εδώ και κάποιες ημέρες δεν υπάρχει καθόλου δουλειά. Και σκεφθείτε ότι ακόμα ο καιρός είναι πολύ καλός.
Τώρα για το… παραμύθι του τουρισμού, τι να πω; Με σαράντα ημέρες που έχει διάρκεια, δεν μπορείς να καλύψεις τα έξοδα μιας χρονιάς. Ειλικρινά, δεν ξέρω πού θα μας βγάλει αυτή η κατάσταση».
Εν τω μεταξύ, η ησυχία στο χώρο γινόταν όλο και πιο εκκωφαντική. Σου μαύριζε την ψυχή. Καταλήξαμε στο μαγαζί του Κυριάκου Ψυχάρη, προέδρου των επαγγελματιών του ΒΙΟΠΑ. Η γνωστή επιχείρηση με επιγραφές και διαφημιστικές επισκευές βρίσκεται στην αγορά από το 1982. Ο ίδιος έλειπε. Έτρεχε στις τράπεζες. Οι άνθρωποι, όμως, που βρήκαμε στο μαγαζί ήταν αποκαλυπτικοί: «Από το 2009 και μετά η πτώση του τζίρου άγγιξε το 60 με 70%, παρά τις σημαντικές επενδύσεις που κάναμε στην επιχείρηση, καθιστώντας την μία από τις καλύτερες στο είδος της στην Πελοπόννησο. Για να καταλάβετε τι συμβαίνει σήμερα, παλιότερα γινόταν σκοτωμός για μια θέση στάθμευσης στους χώρους του ΒΙΟΠΑ. Παράλληλα, ακόμα και μεγάλες εταιρείες πελάτες μας, μας πληρώνουν με καθυστέρηση μηνών.
Έτσι τώρα η μοναδική μας αγωνία είναι να πληρώσουμε τις υποχρεώσεις μας. Εκείνο, όμως, που μας διαλύει είναι ότι, ενώ από την πλευρά μας ακολουθήσαμε μια συνετή πολιτική, χωρίς σπατάλες και περιττά έξοδα, κάποιοι άλλοι διασκεδάζουν σε βάρος μας. Αλλά αν δεν αλλάξουμε εμείς πρώτα τον τρόπο που σκεφτόμαστε και δρούμε, δεν πρόκειται να γίνει τίποτα».
Φεύγοντας από το ΒΙΟΠΑ μπορεί ο πρωταρχικός συλλογισμός να αποδείχτηκε σωστός, αλλά η αλήθεια είναι ότι θα προτιμούσα χίλιες φορές να είχα πέσει έξω… 

Του Αντώνη Πετρόγιαννη
Φωτό: Παναγιώτης Μπαμπαρούτσης