Της Λίτσας Πλαγιανού
Μέλους
Μια όμορφη και ευχάριστη διαδρομή στην ευρύτερη περιοχή του όρους «Καλάθι» επέλεξε για τους φίλους και τα μέλη του ο Ορειβατικός Σύλλογος Καλαμάτας.
Το πρωί της Κυριακής, γύρω στις 8 και κάτι, ξεκινήσαμε από τα γραφεία του Συλλόγου με χαρούμενη διάθεση και σύμμαχό μας την ηλιόλουστη ανοιξιάτικη μέρα. Αφετηρία μας ο οικισμός της Άνω Βέργας ή «Σέλιτσας». Το χωριό είναι χτισμένο αμφιθεατρικά στην ανατολική πλαγιά του όρους «Καλάθι», στα 700 μ., και προσφέρει στον επισκέπτη απίστευτη πανοραμική θέα προς το Μεσσηνιακό κόλπο, την Καλαμάτα και όλο τον μεσσηνιακό κάμπο. Η ατμόσφαιρα του μικρού γραφικού οικισμού είναι καθαρά χωριάτικη, ενώ μέσα στην ησυχία του πρωινού φαίνεται σαν να ζει σ’ ένα δικό του παραμύθι, με τον όμορφο και ήρεμο εκείνο τρόπο που τόσο ονειρεύονται οι κάτοικοι της πόλης. Αφήσαμε τα αυτοκίνητα στην είσοδο του χωριού. Αυτή τη φορά πήραμε μιαν άλλη διαδρομή, προς τα δεξιά κι όχι την κλασσική προς τα αριστερά.
Ήμασταν συνολικά 29 άτομα. Στην αρχή δυσκολευτήκαμε να βρούμε το μονοπάτι, γιατί έχει κλείσει από αγκαθωτούς αγριόθαμνους. Δε χρειάστηκε όμως και πολύ να το βρούμε. Είναι ένα παλιό λιθόστρωτο μονοπάτι σε αρκετά καλή κατάσταση, που σε κάποια σημεία είναι κακοτράχαλο και γίνεται στενό και απότομο (αλήθεια, πόσοι και πόσοι δε διάβηκαν αυτό το μονοπάτι, αφού ήταν το μοναδικό που εξυπηρετούσε τους κατοίκους των γύρω χωριών!). Περπατούσαμε μέσα στο πράσινο με θέα την καταγάλανη θάλασσα (και φανταστείτε ότι πριν από μιάμιση ώρα ήμαστε ακόμα στο σπίτι μας) και σε λίγο φτάσαμε στη θέση «Αέρας», απ’ όπου η θέα ήταν ακόμα πιο μαγευτική, αφού βλέπαμε καθαρά προς Πύλο, Κορώνη, Μεθώνη, και στο βάθος το Βενέτικο.
Το πράσινο και το βαθύ γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας έδιναν στο τοπίο μια ξεχωριστή ομορφιά. Από εκεί και μετά, όμως, το μονοπάτι περνούσε ανάμεσα σε βράχους και κλαδιά που μας έκρυβαν τη θέα. Ανηφορίζοντας για λίγη ώρα φτάσαμε (στη βαθιά λάκα) σ’ ένα πανέμορφο οροπέδιο, περιτριγυρισμένο από βουνοκορφές, όπου το πράσινο οργίαζε με λίγες πινελιές κίτρινου και λευκού, που χάριζαν οι φλόμοι και οι μαργαρίτες, ένα από τα πιο κοινά αγριολούλουδα της Ελλάδας, που ομορφαίνουν κάθε άνοιξη τους αγρούς. Το ανθισμένο ανοιξιάτικο τοπίο ήταν πηγή χαράς για όλους και δεν μπορούσαμε να μη μείνουμε για λίγες στιγμές ξεκούρασης κάτω από τη λιακάδα. Λίγο πιο πέρα ένα μεγάλο κοπάδι από γιδοπρόβατα έβοσκαν αμέριμνα, απολαμβάνοντας κι αυτά τις ομορφιές της φύσης, το καθένα με το δικό του τρόπο. Στ’ αριστερά μας είχε παράκαμψη για τον Αϊ- Λια και δεξιά μας για το χωριό Αλτομιρά. Εμείς πήγαμε ευθεία κι αρχίσαμε μια ήπια ανηφορική πορεία ανάμεσα από πεζούλες, ενώ μπήκαμε στο μονοπάτι που κατευθύνεται προς στο χωριό Πηγάδια. Μετά το πρώτο μισάωρο περπατούσαμε μέσα σε πυκνό ελατόδασος, τόσο πυκνό που κάποιες στιγμές οι ακτίνες του ήλιου δεν έφταναν το μονοπάτι. Αρκετές φορές το χάναμε, αφού δεν είναι σηματοδοτημένο, και περνούσαμε μέσα από καταπράσινες εγκαταλειμμένες πεζούλες.
Για καλή μας τύχη, όμως, συναντήσαμε μια τσοπάνα, την κυρά Πότα, η οποία και μας οδήγησε στον προορισμό μας, ύστερα από αρκετή ώρα περιπλάνησης στο πανέμορφο δάσος. Φτάσαμε σε ένα πλάτωμα στην άκρη ενός γκρεμού με μεγάλο βάθος, γι’ αυτό και ονομάζεται «Βαθύ». Εκεί ανακαλύψαμε το πιο όμορφο σημείο. Μπροστά μας απλωνόταν ένα πυκνό καταπράσινο δάσος από πανύψηλα έλατα, που οι κορυφές τους ανέβαιναν ως την αρχή του γκρεμού και στο βάθος ορθώνονταν επιβλητικά οι χιονισμένες κορυφές του Ταϋγέτου. Περπατήσαμε λίγο ακόμα και βγήκαμε στο χωματόδρομο, όπου θα μπορούσε κανείς να έρθει με το αυτοκίνητο από τα Πηγάδια. Μας ξενάγησε η κυρά Πότα στην καλύβα της και στο μαντρί της, κι αφού ακολούθησε λίγη ώρα χαλάρωσης και ξεκούρασης, πήραμε το δρόμο της επιστροφής από το ίδιο μονοπάτι.
Συμπέρασμα: η επαφή με τη φύση συντελεί στην αλλαγή παραστάσεων και μας γεμίζει χαρά και αισιοδοξία.