Ο καθηγητής μιλά στο «Θάρρος» για τα τελευταία δεδομένα, τα οποία ενισχύουν την αρχική του θεωρία
Ήταν αρχές του 2012, αν και η έρευνα ξεκίνησε το 2008, όταν ο επίκουρος καθηγητής Φαρμακογνωσίας και Χημείας Φυσικών Προϊόντων στο Φαρμακευτικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών, Προκόπης Μαγιάτης, μαζί με τη συνεργάτιδά του, Ελένη Μέλλιου, «τάραξαν» τα λιμνάζοντα νερά στο χώρο του ελληνικού ελαιολάδου.
Έπειτα από έρευνα που πραγματοποίησαν σε 150 δείγματα από διάφορες περιοχές της Ελλάδος, αλλά και την Καλιφόρνια των ΗΠΑ, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ορισμένες ποικιλίες, και δη η κορωνέικη που κυριαρχεί στη Μεσσηνία, έχουν ιδιαίτερα ευεργετικές για την υγεία ιδιότητες.
Βασιζόμενοι στις αναφορές για τις φαρμακευτικές δράσεις του λαδιού (αγουρέλαιο) στην αρχαία Ελλάδα από τον Διοσκουρίδη, απέδειξαν ότι το ελαιόλαδο διαθέτει και αντιοξειδωτικές, νευροπροστατευτικές και καρδιοπροστατευτικές ιδιότητες. Αυτό οφείλεται στην ουσία ελαιοκανθάλη, η οποία έχει αρκετά ισχυρή αντιφλεγμονώδη δράση, όπως και τα φάρμακα, και στην ουσία ελαιασίνη, που είναι η πιο ισχυρή αντιοξειδωτική ουσία του ελαιολάδου.
Κατέληξαν, επίσης, στο ότι η ποσότητα των αντιφλεγμονωδών ουσιών στο λάδι της κορωνέικης ελιάς είναι αρκετά υψηλή, αλλά και ότι η ποσότητα των ουσιών αυτών στο λάδι της Μεσσηνίας είναι πολύ υψηλότερη και από τον παγκόσμιο μέσο όρο.
Αυτό, κατά τον κ. Μαγιάτη, οφείλεται σε πολλούς και σύνθετους λόγους, όπως στις κλιματολογικές συνθήκες, στα εδαφολογικά στοιχεία και στη φροντίδα των καλλιεργητών.
Η ανακοίνωση, αντί να προκαλέσει «σεισμό» στο χώρο παραγωγής ελαιολάδου, άρχισε να κάνει «περίεργους» κύκλους. Στα μέσα περίπου του 2013 υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης της εποχής εκείνης, έπειτα από ερωτήσεις στη Βουλή, προχωρεί σε μια δήλωση απαξίωσης της έρευνας, υποστηρίζοντας ότι η ελαιοκανθάλη και η ελαιασίνη δεν ωφελούν σε τίποτα!
Στο τέλος του ίδιου χρόνου ο ΕΦΕΤ, η πλέον υπεύθυνη αρχή, ανατρέπει τα ανακοινωθέντα του υπουργού και γνωμοδοτεί ότι οι δύο ουσίες μπορούν να προσμετρηθούν για τον ισχυρισμό υγείας του ελαιολάδου μας.
Αρχές του 2014 ο κ. Μαγιάτης δημοσιεύει σε διεθνές επιστημονικό περιοδικό ολοκληρωμένη τη μελέτη του. Σε αυτή αποτυπώνεται με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο, έπειτα από μετρήσεις 400 δειγμάτων ελαιολάδου απ’ όλη την Ελλάδα, ότι η Μεσσηνία έχει ένα θησαυρό στη γη της, αφού το λάδι μας περιέχει τη μεγαλύτερη ποσότητα των συγκεκριμένων πολυφαινολών.
Το πρώτο παράδοξο είναι ότι οι Μεσσήνιοι βουλευτές… έκαναν ότι δεν κατάλαβαν. Το δεύτερο είναι ότι, ύστερα από ερωτήσεις άλλων βουλευτών από άλλες περιοχές, ο ΕΦΕΤ αλλάζει την αρχική του γνωμοδότηση, υποστηρίζοντας ότι το θέμα πρέπει να διερευνηθεί περισσότερο!
Δηλαδή, αντί οι ελληνικές Αρχές να στηρίξουν την πρωτοποριακή έρευνα, έψαχναν τρόπους να βάλουν «τρικλοποδιές».
Και σαν μην έφτανε αυτό, τις προηγούμενες ημέρες υπήρξε μία γραπτή παρέμβαση στη Βουλή από συναδέλφους του κ. Μαγιάτη, οι οποίοι, ούτε λίγο-ούτε πολύ, χωρίς να κατονομάζουν, απορρίπτουν την έρευνα!
Πρόκειται για τον καθηγητή Λέανδρο Α. Σκαλτσούνη, πρόεδρο Τμήματος Φαρμακευτικής ΕΚΠΑ, διευθυντή Τομέα Φαρμακογνωσίας & Χημείας Φυσικών Προϊόντων, την καθηγήτρια Μαρία Ζ. Τσιμίδου, διευθύντρια Εργαστηρίου Χημείας και Τεχνολογίας Τροφίμων, Τμήματος Χημείας ΑΠΘ και τον καθηγητή Δημήτριο Μπόσκο, ομότιμο Καθηγητή Χημείας, ΑΠΘ.
Οι τρεις επιστήμονες αποδομούν τη θεωρία του κ. Μαγιάτη και υποστηρίζουν μεταξύ άλλων: «Το ζήτημα που τέθηκε στο ελληνικό Κοινοβούλιο είναι επιστημονικά πολύπλοκο και το ποια είναι η πιο αποτελεσματική, αξιόπιστη και οικονομική μέθοδος ανάλυσης ή το ποιες ουσίες πρέπει να προσδιορίζονται, είναι κάτι στο οποίο θα πρέπει να απαντήσει η επιστημονική κοινότητα και όχι οι ερωτώντες βουλευτές.
Το ελαιόλαδο είναι πολύ πλούσιο σε βιοενεργά συστατικά, μια κατηγορία των οποίων είναι οι βιοφαινόλες, που σχετίζονται χημικώς με την υδροξυτυροσόλη και τυροσόλη, και δεν είναι δυνατόν να ποσοτικοποιηθεί η συμβολή της κάθε επί μέρους ένωσης στο συνολικό ευεργετικό για την υγεία αποτέλεσμα… Καθώς το θέμα της ποιότητας και της παρουσίας του ελληνικού παρθένου ελαιολάδου στη διεθνή αγορά είναι υψίστης προτεραιότητας για τη χώρα, θεωρούμε ότι τα επιστημονικά θέματα που το αφορούν πρέπει να συζητούνται οργανωμένα, τεκμηριωμένα και να ακούγονται όλες οι επιστημονικές απόψεις».
Πάντως, αν η μέθοδος δεν ήταν αξιόπιστη, οι επιστήμονες που έχουν αντίρρηση θα έπρεπε να γράψουν ένα άλλο επιστημονικό άρθρο που να εξηγούν γιατί είναι λανθασμένη. Αν, αντίθετα, συμφωνούν ότι η μέθοδος είναι σωστή, θα έπρεπε να δουν αν η χρήση της προσφέρει κάτι στο κοινό καλό. Αν προσφέρει έστω και το παραμικρό, θα έπρεπε να την υποστηρίζουν ή, τουλάχιστον, να μην την πολεμούν.
Η αίσθησή μας είναι ότι η θεωρία του κ. Μαγιάτη, εκτός όλων των άλλων, ανατρέπει μεγάλα συμφέροντα εταιρειών μαζικής παραγωγής λαδιού που δε θέλουν το ποιοτικό λάδι να ξεχωρίζει, γιατί έτσι θα χάσουν μεγάλο μερίδιο της αγοράς.
ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΜΑΓΙΑΤΗΣ: «Είναι θέμα πολιτικής βούλησης η προώθηση του ελαιολάδου μας»
Με τον καθηγητή Προκόπη Μαγιάτη επικοινωνήσαμε τις προηγούμενες ημέρες και είχε την ευγένεια να απαντήσει σε κάποιες ερωτήσεις μας:
–Περιγράψτε μας περιληπτικά την έρευνά σας σχετικά με τις φαινόλες, ελαιοκανθάλη και ελαιασίνη, στο ελαιόλαδο. Πώς ξεκινήσατε, πώς εξελίσσεται και τι αποτελέσματα έχουν φανεί έως τώρα;
H έρευνά μας ξεκίνησε με αφορμή μια παρατήρηση από κείμενα του αρχαίου Έλληνα συγγραφέα Διοσκουρίδη, ο οποίος συνιστούσε το αγουρέλαιο ως το καλύτερο έλαιο για χρήση στην υγεία. Αυτό μας έκανε να αναζητήσουμε τη διαφορά σε χημικό επίπεδο ανάμεσα στο λάδι από άγουρες και ώριμες ελιές, αρχικά από την ίδια ποικιλία και τον ίδιο ελαιώνα. Παρατηρήσαμε ότι με την ωρίμανση επέρχεται με εντυπωσιακό τρόπο μια δραματική πτώση στα επίπεδα των δυο κυριότερων φαινολικών συστατικών, που στη συνέχεια αποδείχτηκε ότι ήταν η ελαιοκανθάλη και η ελαιασίνη. Είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον ότι μελέτες από άλλα εργαστήρια από διάφορα μέρη του κόσμου έχουν αποδώσει τα τελευταία χρόνια σε αυτές τις δυο ουσίες αντιφλεγμονώδεις, αντιοξειδωτικές, καρδιοπροστατευτικές και νευροπροστατευτικές ιδιότητες, γεγονός που επιβεβαιώνει θριαμβευτικά τα αρχαία κείμενα.
Η κύρια συνεισφορά της ερευνητικής μου ομάδας στο θέμα αυτό ήταν η ανάπτυξη μιας ταχύτατης και ακριβέστατης μεθόδου προσδιορισμού των ουσιών αυτών, γεγονός που μας επέτρεψε να αναλύσουμε ως τώρα πάνω από 1.000 δείγματα από δεκάδες ποικιλίες και χώρες, και έτσι να βγάλουμε συμπεράσματα για τις παραμέτρους που καθορίζουν τα επίπεδα των ουσιών αυτών μέσα στο λάδι.
Ως τώρα γνωρίζουμε με σαφήνεια ότι αυτό καθορίζεται από την ποικιλία, την εποχή συγκομιδής και τις πρακτικές που ακολουθούνται στο ελαιοτριβείο. Είναι αξιοσημείωτο ότι λάδι που θα παραχθεί από τον ίδιο ελαιώνα σε διαφορετική εποχή ωρίμανσης ή σε διαφορετικό ελαιοτριβείο, μπορεί να έχει τεράστια διαφορά.
Έχοντας αυτό ως βάση καταρτίσαμε μια πολύ μεγάλη τράπεζα δεδομένων, που μας επιτρέπει πλέον να χαρακτηρίζουμε ένα λάδι αν είναι πλούσιο, μέτριο ή φτωχό ως προς την περιεκτικότητά του σε ελαιοκανθάλη και ελαιασίνη, καθώς μέχρι πρότινος δεν υπήρχε μέτρο σύγκρισης.
Με αυτό το κριτήριο μπορέσαμε να επιλέξουμε κατάλληλα λάδια για να χορηγηθούν σε ανθρώπους υπό αυστηρά ελεγχόμενο τρόπο και να μετρηθεί η επίδρασή τους στην υγεία.
Η μελέτη, που στηρίζεται σε χορηγία του Ιδρύματος Καπετάν Βασίλη και της εταιρείας ΓΑΙΑ, πραγματοποιείται αυτή την περίοδο στις ΗΠΑ από εργαστήρια του Τμήματος Διατροφής του αμερικανικού υπουργείου Γεωργίας και του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, και τα αποτελέσματα αναμένονται με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον.
Αξίζει, πάντως, να σημειώσουμε ότι δεν είναι μόνο αυτές οι δύο ουσίες οι φαινόλες του ελαιολάδου. Υπάρχουν αρκετές ακόμα, που συνήθως, όμως, βρίσκονται σε μικρότερη ποσότητα και για τις οποίες ακόμα δε γνωρίζουμε τι ακριβώς ρόλο έχουν για την υγεία.
Μάλιστα, πολύ πρόσφατα ανακαλύψαμε μια καινούρια φαινόλη μέσα στο ελαιόλαδο και αυτό μαζί με τη συνολική χαρτογράφηση του ελληνικού λαδιού και με τα ως τώρα αποτελέσματα των μελετών σε πειραματόζωα, θα παρουσιαστούν σε συνέδριο που διοργανώνει η Ιατρική Σχολή του Harvard για τη Μεσογειακή Διατροφή στις 27-28 Σεπτεμβρίου.
-Ποια είναι η καινοτομία της μεθόδου NMR που χρησιμοποιείτε για τη μέτρηση των επιπέδων ελαιοκανθάλης και ελαιασίνης, και πόσο ακριβής και αξιόπιστη είναι σε σχέση με άλλες μεθόδους;
Η καινοτομία της μεθόδου έγκειται στο ότι μπορεί να προσδιορίσει τα επίπεδα των ουσιών αυτών στο λάδι χωρίς αυτές να υποστούν καμία χημική αλλοίωση.
Η τελευταία εκδοχή της μεθόδου μας, που παρουσιάσαμε σε διεθνές συνέδριο στην Ιταλία τον περασμένο Μάιο, μας επιτρέπει να μετρήσουμε τα συστατικά σε μόλις 3 λεπτά σε μια σταγόνα λαδιού χωρίς καμία απολύτως επεξεργασία.
Όλες οι προηγούμενες μέθοδοι χρησιμοποιούσαν χρωματογραφικά υλικά, τα οποία μετέτρεπαν εν αγνοία των ερευνητών τις ουσίες σε μια σειρά τεχνητών (μη πραγματικών) προϊόντων, τα οποία καθιστούσαν την ανάλυση εξαιρετικά περίπλοκη, μη επαναλήψιμη και έδιναν μια εντελώς παραπλανητική εικόνα για τη σύσταση του ελαιολάδου.
-Θα μπορούσαν οι φαινόλες, ολεοκανθάλη και ολεασίνη, να συμπεριληφθούν στον ισχυρισμό της υγείας του κανονισμού της Ε.Ε. (432/2012); Εάν ναι, και παρά τις ερωτήσεις βουλευτών στο ελληνικό κοινοβούλιο, γιατί διστάζει το επίσημο κράτος να πάρει ανάλογη πρωτοβουλία;
Οι ουσίες αυτές είναι παράγωγα της τυροσόλης και της υδροξυτυροσόλης αντίστοιχα. Ο κανονισμός είναι αρκετά σαφής όσον αφορά ποια συστατικά προσμετρώνται και αυτό δεν είναι θέμα της Βουλής. Το θέμα στη βάση του είναι τεχνικό και δεν αφορά στη Βουλή, καθώς υπάρχουν αρμόδιοι φορείς, όπως ο ΕΦΕΤ, που έχει την ευθύνη.
Το λεπτό ζήτημα είναι ότι δεν υπάρχει επίσημος τρόπος μέτρησης των ουσιών αυτών. Μέχρι να υιοθετηθεί κάποια μέθοδος σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι ελεγκτικοί φορείς είναι υποχρεωμένοι να αποδέχονται κάθε αξιόπιστη δημοσιευμένη μέθοδο, όπως αυτή που έχουμε αναπτύξει.
Αυτό που είναι θέμα πολιτικής είναι το κατά πόσο ως κράτος θέλουμε να προωθήσουμε διεθνώς την άποψη ότι το ελαιόλαδο δεν είναι απλό τρόφιμο, αλλά μπορεί υπό προϋποθέσεις να δρα περισσότερο ευεργετικά στην υγεία.
Αν έχουμε ως μόνο σκοπό να μειώσουμε το κόστος παραγωγής για να ανταγωνιστούμε τα σπορέλαια, τότε οι προοπτικές είναι δυσοίωνες. Αν, όμως, αναγνωρίσουμε και προβάλλουμε ότι το ελαιόλαδο έχει συστατικά που δε βρίσκονται σε κανένα άλλο τρόφιμο και ότι αυτά τα συστατικά τα αναγνωρίζει η Ε.Ε. ως υγειοπροστατευτικά, τότε μπορεί να πολλαπλασιάσουμε την αξία του προϊόντος προς όφελος του παραγωγού.
Η πρωτοβουλία που θα μπορούσε να πάρει το κράτος είναι αυτό που ήδη κάνουμε άτυπα στο πανεπιστήμιο, δηλαδή να καταγράφουμε τα επίπεδα σε κάθε δείγμα που αναλύουμε και να καταρτίζουμε πίνακες με σειρά αξιολόγησης, ώστε ο καταναλωτής ή ο έμπορος να γνωρίζει τι ποιότητας είναι το λάδι που αγοράζει. Αν αυτό γινόταν από κάποιον ειδικότερο φορέα και όχι κατ’ ανάγκη το πανεπιστήμιο, τότε θα δείχναμε ως χώρα ότι υιοθετούμε πρακτικές που προωθούν το ελαιόλαδο ως λειτουργικό τρόφιμο, δηλαδή τρόφιμο που προστατεύει την υγεία. Αυτό θα ήταν κάτι πραγματικά καινοτόμο για το μάρκετινγκ του ελληνικού ελαιολάδου και είναι κάτι που ζητούν δεκάδες ποιοτικοί παραγωγοί.
-Λέγεται ότι οι καταναλωτές χωρών που δεν παράγουν ελαιόλαδο συχνά προτιμούν ελαιόλαδα πιο ήπιας γεύσης, κι όχι πικρά και πικάντικα, χαρακτηριστικά της γεύσης της κορωνέικης ποικιλίας.
Θεωρείτε ότι η προώθηση της κορωνέικης ποικιλίας ως τρόφιμου εξαιρετικής σημασίας για την υγεία του ανθρώπου θα βοηθούσε στη μεγαλύτερη διείσδυσή της στις διεθνείς αγορές;
Με βάση την τράπεζα δεδομένων που έχουμε δημιουργήσει τα τελευταία 4 χρόνια, η κορωνέικη ποικιλία μπορεί να παράγει λάδια με πολύ έντονη πικρή και πικάντικη γεύση, ανάλογα με την εποχή συγκομιδής και διάφορες άλλες συνθήκες. Αυτό, σε συνεργασία με την Ομάδα Γευσιγνωσίας Ελαιολάδου Καλαμάτας του ΤΕΙ Πελοποννήσου, το έχουμε συσχετίσει συστηματικά και σταθερά με υψηλά επίπεδα ελαιοκανθάλης και ελαιασίνης.
Επομένως, ένα λάδι με τέτοια οργανοληπτικά χαρακτηριστικά έχει πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα να καλύπτει τις προδιαγραφές του κανονισμού 432/2012 και έτσι να έχει ισχυρότερη υγειοπροστατευτική δράση.
Η ιδιότητα αυτή για μεγάλη μερίδα του καταναλωτικού κοινού έχει μεγαλύτερη σημασία από τον παράγοντα γεύση ή συσκευασία. Αυτό, μάλιστα, έχει αποδειχθεί με μελέτες μάρκετινγκ στην αμερικανική αγορά. Επομένως, είναι σημαντικό να εδραιωθεί στο καταναλωτικό κοινό η πεποίθηση ότι το καλό κορωνέικο λάδι μπορεί να έχει πιο έντονη γεύση, αλλά αυτό το καθιστά πιο χρήσιμο για την υγεία, με βάση τις προδιαγραφές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι με βάση κάποια φήμη.
Είναι εντυπωσιακό ότι χάρη στη συστηματική καταγραφή που έχει γίνει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών τα καλύτερα λάδια ως προς την περιεκτικότητα σε υγειοπροστατευτικά συστατικά μπορούν πλέον να τεκμηριώνουν επίσημα τη θέση τους στην πανελλαδική κατάταξη και έτσι να επιτυγχάνουν υψηλότερη τιμή.
Το φετινό Νο1 στη λίστα πέτυχε εξαγωγή στο εξωτερικό με τιμή παραγωγού 10 φορές ψηλότερη από την τρέχουσα τιμή χύμα ελαιολάδου. Νομίζω αυτό και μόνο το στοιχείο είναι ικανό να πείσει και τον πιο δύσπιστο για την υπεραξία που μπορεί να προσφέρει η επιστημονική έρευνα πάνω στο ελαιόλαδο.
Του Αντώνη Πετρόγιαννη