Ένας κρυμμένος κόσμος με απαράμιλλη φυσική ομορφιά που μας καλεί, όχι μόνο να τον εξερευνήσουμε και να τον θαυμάσουμε, αλλά και να ξαναβρούμε μέσα σ’ αυτόν κάτι πιο σημαντικό: τη χαμένη μας αδρεναλίνη
Η ύπαρξη της Νέδας υπέπεσε για πρώτη φορά στην αντίληψή μου υστέρα από συζητήσεις που κάναμε με φίλους σχετικά με εξορμήσεις, πεζοπορίες και συναφείς δραστηριότητες.
Εν συνεχεία, δοκιμάζοντας για πρώτη φορά την υπέροχη μπύρα μεσσηνιακής προελεύσεως «Νέδα» (της οποίας είμαι fan), γεννήθηκε μέσα μου η επιθυμία να διαβώ αυτό το μέρος κάποτε, στο άμεσο μέλλον.
Η επιθυμία αυτή καιρό με τον καιρό έχασε την αρχική της ένταση και μάλλον μετατράπηκε σε μια ξεχασμένη υποχρέωση. Μέχρι που ένα ξαφνικό τηλεφώνημα μια βδομάδα πριν άλλαξε τα δεδομένα.
H ΕΞΟΡΜΗΣΗ
Το ραντεβού μας είχε οριστεί στις 8.00 η ώρα το πρωί της Κυριακής, στα γραφεία του Ορειβατικού Συλλόγου Καλαμάτας. Εκεί θα μας περίμενε ένα πούλμαν για να ταξιδέψουμε όλοι μαζί προς τη Νέδα. Πράγματι, 30 λεπτά μετά ξεκινήσαμε προς τον προορισμό μας. Ήμασταν περίπου 50 άτομα, ανάμεσά τους και κάποιοι πρωτάρηδες στις πεζοπορίες, όπως κι εγώ. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής το κλίμα ήταν πολύ εύθυμο με τραγούδια, μουσική, πλάκες και πολύ θετική ενέργεια στην ατμόσφαιρα, πράγμα που μου προξένησε ιδιαίτερη εντύπωση. Μία ώρα και σαράντα λεπτά μετά και έπειτα από μια κουραστική και ταυτόχρονα όμορφη διαδρομή, φτάσαμε στον προορισμό μας. Αποβιβαστήκαμε στο χωριό Πλατάνια, όπου και αφήσαμε τα πράγματά μας σε ένα βαν του Ορειβατικού Συλλόγου, για να τα παραλάβουμε στο τέλος της πεζοπορίας. Επιβιβαστήκαμε ξανά στο πούλμαν και 10 λεπτά μετά ήμασταν στις όχθες του ποταμού.
Το ταξίδι άρχιζε…
Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και η θερμοκρασία ιδανική (25-30 βαθμούς). Αφού μας δόθηκαν κάποιες γενικές οδηγίες από τους επικεφαλής του Ορειβατικού Συλλόγου ξεκινήσαμε. Το πρώτο μισάωρο η διαδρομή ήταν εύκολη, καθώς χωρίς μεγάλη δυσκολία διασχίζαμε το ποτάμι. Το νερό μετά βίας έφτανε τα 30-40 εκατοστά και η πεζοπορία ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη. Το φαράγγι απλωνόταν μπροστά μας και εμείς αυτό που κάναμε ήταν να ακολουθούμε την πορεία του ποταμού. Το πρώτο μικρό ξάφνιασμα ήρθε λίγο μετά, όταν η στάθμη του νερού έφτανε το ένα μέτρο και έπρεπε να περάσουμε αναγκαστικά. Το κάναμε και ουσιαστικά όλοι τότε νιώσαμε στο πετσί μας τη χαμηλή θερμοκρασία του νερού. Αξίζει να επισημανθεί ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας τα νερά ήταν θολά από τον πολύ κόσμο και την άμμο που σηκωνόταν από τα βήματά μας. Έτσι, έπρεπε να ψηλαφίζουμε προσεκτικά με το βάδισμά μας το βυθό του ποταμιού. Και τούτο, διότι σε μερικά σημεία η στάθμη ήταν χαμηλή, ενώ στο αμέσως επόμενο βήμα μπορεί να βάθαινε απότομα. Στην αρχή μού φάνηκε δύσκολο, αλλά, καθώς περνούσε η ώρα, εξοικειωνόμαστε όλο και καλύτερα. Καθώς άρχισε να ξεδιπλώνεται μπροστά μας η υπέροχη φύση και το ποτάμι να δίνει τη θέση του στη στεριά, έφτασε η στιγμή να κάνουμε το πρώτο μας διάλειμμα. Ήταν αρκετά νωρίς για διάλειμμα, αλλά αμέσως μετά κατάλαβα το γιατί. Καθώς ξαποσταίναμε στο ξέφωτο, μας προτάθηκε (σε όσους θέλαμε) να θαυμάσουμε τους καταρράκτες που βρίσκονταν κρυμμένοι λίγο πιο δίπλα. Πράγματι, κανείς δεν έχασε την ευκαιρία. Περνώντας μέσα από τις σκιές των δέντρων και διασχίζοντας ένα πανέμορφο ξύλινο γεφυράκι βρεθήκαμε μπρος σε ένα υπέροχο θέαμα. Στο τέλος της γέφυρας ύστερα από πυκνές φυλλωσιές, μπορούσε κανείς να θαυμάσει τον πανέμορφο αυτόν καταρράκτη ύψους 40 μέτρων περίπου, να ρέει από ψηλά και να καταλήγει σε ένα μικρό ποταμάκι. Τα νερά του ήταν πολύ ήρεμα και οι χρωματισμοί που σχηματίζονταν καθώς το νερό κυλούσε μοναδικοί. Ήταν ένα καλά κρυμμένο μυστικό στις απαρχές του φαραγγιού.
Αποκομίζοντας αρκετή θετική ενέργεια από τη στάση αυτή συνεχίσαμε. Τώρα η φύση άρχισε σιγά σιγά να δίνει τη θέση της στους τεράστιους βράχους δεξιά και αριστερά. Η στεριά άρχιζε ολοένα και περισσότερο να γίνεται απροσπέλαστη. Σε κάποια σημεία και ενώ βαδίζαμε με προσοχή, το ρεύμα του ποταμού ήταν ορμητικό και μπορούσε να σε παρασύρει ελαφρώς. Τα μέλη του Ορειβατικού Συλλόγου ήταν πάντα παρόντα και διακριτικά έτειναν χείρα βοηθείας όποτε χρειαζόταν.
Στη συνέχεια ήρθε το δεύτερο ξάφνιασμα. Πολλά μέτρα μπροστά μας διακρίναμε τις φιγούρες των ατόμων που είχαν προχωρήσει πιο μπροστά να κοντοστέκονται… Δεν υπήρχε άλλη επιλογή, έπρεπε να περάσουμε από εδώ κολυμπώντας! Αφού ξεπεράσαμε αυτόν το γλυκό δισταγμό, βουτήξαμε στα κρύα νερά και συνεχίσαμε. Το αίσθημα ήταν υπέροχο και αμέσως κατάλαβα ότι δε συμμετείχα σε μια συνηθισμένη πεζοπορία.
Στη συνέχεια της διαδρομής τα σημεία που θα έπρεπε να περάσουμε κολυμπώντας, γίνονταν ολοένα και συχνότερα. Η διαδρομή ήταν εξ ολοκλήρου μέσα στο νερό, άλλοτε στο μισό μέτρο, άλλοτε στο ένα, άλλοτε κολυμπώντας, με αποκορύφωμα ένα τμήμα όπου τα νερά ήταν ορμητικά και με αρκετό βάθος. Με τη βοήθεια τον σχοινιών και πολύ καλή συνεργασία ξεπεράσαμε και αυτόν το σκόπελο. Ήταν εμφανές στα πρόσωπα όλων ότι παρ’ όλη τη σχετική κούραση απολάμβαναν αυτή την ξεχωριστή και ιδιαίτερη εμπειρία. Η εικόνα, κοιτάζοντας μπρος και πίσω κατά τη διάρκεια της διάβασης του ποταμού, μοναδική: Η Νέδα ξεδιπλωνόταν μπροστά μας και χανόταν στο βάθος του ορίζοντα μέσα σε πελώριους βράχους ύψους πολλών μέτρων. Πιο μπροστά διακρίνονταν οι φιγούρες των πιο εξοικειωμένων της ομάδας, αδρά, σε σημεία που αργότερα προσεγγίζαμε εμείς, για να γίνει ξανά το ίδιο. Πιο πίσω οι υπόλοιποι ακολουθούσαν γελώντας, αλλά και με μια γλυκιά αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Επίσης, αξίζει να ειπωθεί ότι η αλληλοβοήθεια ήταν αυθόρμητη από όλα τα μέλη της ομάδας (παρέας). Είχαμε γίνει ένα με το ποτάμι!
Πλησιάζαμε στο τέλος… Αφού περπατήσαμε αρκετά μέτρα εκτός νερού στην αριστερή όχθη (διαδρομή που μερικοί από μας είδαν σαν όαση), φτάσαμε στο Στόμιο. Το Στόμιο είναι μια σκοτεινή σπηλιά μέσα από την οποία περνά το ποτάμι, για να αναδυθεί στη συνέχεια πιο ήρεμο, βγαίνοντας από την πίσω μεριά. Η ορμή του ποταμού στη περιοχή του Στομίου έφτανε στη μέγιστη ένταση. Μια άβυσσος κατάπινε τη Νέδα, για τη φέρει ξανά στο φως του ήλιου εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα. Η εικόνα, πάντως, ήταν πολύ όμορφη: Στο βάθος η σπηλιά, γύρω μικροί καταρράκτες, νερά και διάφορα φυτά επικρεμάμενα έντυναν το σκηνικό. Αφού ήταν αδύνατο να μπούμε στη σπηλιά λόγω της ορμής του νερού δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να σκαρφαλώσουμε. Με τη βοήθεια των παιδιών του συλλόγου αλλά και σχοινιών που ήταν έξυπνα τοποθετημένα, καταφέραμε να φτάσουμε στην κορυφή, όπου μας περίμεναν μικρές λίμνες και ένα καταπράσινο σκηνικό.
Το σημείο εκείνο θύμιζε πολύ έντονα το Πολυλίμνιο. Αφού διασχίσαμε μερικά μέτρα βρεθήκαμε στο τέλος της διαδρομής και μπροστά σε μια εικόνα μοναδική σχεδόν βγαλμένη από τις ιστορίες του δάσους. Ένα φωτεινό ξέφωτο, που αποτελούνταν από μια λίμνη, δέντρα και ένα μεγάλο καταρράκτη, τα νερά του οποίου έλουζαν την λίμνη. Παιδιά και μεγάλοι δροσίζονταν στα γαλάζια νερά της. Η εικόνα αυτή είναι πολύ γνωστή και κάποιος μπορεί πολύ εύκολα να τη θαυμάσει, απλά κάνοντας αναζήτηση στο διαδίκτυο με τη λέξη Νέδα.
Αφού κολυμπήσαμε, γελάσαμε και χαλαρώσαμε, ανηφορίσαμε ένα υπέροχο γραφικό μονοπάτι και φτάσαμε στο τέλος… Από εκεί ανεβήκαμε οδικώς στο σημείο που μας είχε αφήσει το πούλμαν την πρώτη φορά. Είχαν περάσει γύρω στις 6 ώρες από τη στιγμή που πρωτοβρέξαμε τα πόδια μας στα νερά της Νέδας. Ξαποστάσαμε με ανακούφιση στο ταβερνάκι στην κορυφή του χωριού με την υπέροχη θέα. Μια ώρα μετά πήραμε το δρόμο της επιστροφής.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τελικά, το να διασχίσει κάποιος την Νέδα αξίζει τον κόπο. Όχι μόνο για τη μοναδικότητα της διαδρομής και την εμπειρία μιας πεζοπορίας. Το πιο σημαντικό είναι ότι η διαδρομή αυτή αποτελεί μια απόδραση από την καθημερινότητα. Κάπου εκεί στο δρόμο προς Κυπαρισσία και στρίβοντας αριστερά στην ταμπέλα με την ένδειξη «Νέδα», μακριά από τα αστικά κέντρα, υπάρχει ένας κρυμμένος κόσμος με απαράμιλλη φυσική ομορφιά που μας καλεί όχι μόνο να τον εξερευνήσουμε και να τον θαυμάσουμε, αλλά και να ξαναβρούμε μέσα σ’ αυτόν κάτι πιο σημαντικό: την χαμένη μας αδρεναλίνη.
Του Ηλία Γαραντζιώτη