Κική Τζωρτζακάκη «Μόνο η αγάπη δεν είναι αρκετή, αν δε διέπεται από κανόνες»


Της Βίκυς Βετουλάκη

 

Με το αίτημα δικηγόρου υπεράσπισης του κατηγορούμενου Βορειοηπειρώτη να σταλούν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών τα πρακτικά συνεδριάσεως, ώστε να ασκηθεί δίωξη για ψευδορκία στον τότε λογιστή του Δικηγορικού Συλλόγου Κυπαρισσίας, Ηλία Ψιλόπουλο, αλλά και με καταθέσεις μαρτύρων, συνεχίσθηκε χθες για δεύτερη ημέρα στο Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Καλαμάτας η δίκη για τη δολοφονία του δικηγόρου Σπύρου Ιωάννου τον Ιανουάριο του 2009, στην Κυπαρισσία.

 

 

Μια από τις πιο βασικές μαρτυρίες χθες ήταν εκείνη του λογιστή, αλλά και του δικηγόρου Γιώργου Βαρβαρίγου, που το μοιραίο βράδυ βρήκαν θανάσιμα τραυματισμένο το δικηγόρο Σπύρου Ιωάννου στο γραφείο του, όπως και του γιατρού Μιχάλη Νικολάκεα, ο οποίος φρόντισε το βαριά τραυματία μέχρι να διακομισθεί στην Εντατική Μονάδα της Τρίπολης, όπου και κατέληξε λίγες ημέρες μετά.

 

 

Να επισημανθεί, δε, το γεγονός ότι όλοι οι μάρτυρες μέχρι αυτή τη στιγμή της διαδικασίας κάνουν λόγο για σοβαρά λάθη χειρισμού της υπόθεσης από την τοπική αστυνομία, ενώ κατατέθηκε από την υπεράσπιση αίτημα για εξέταση του αστυνομικού του Τμήματος Κυπαρισσίας που χειρίσθηκε αρχικά την υπόθεση ή ανάγνωση της κατάθεσής του. Η εισήγηση της εισαγγελέως σε αυτό το αίτημα ήταν αρνητικό, καθώς ο συγκεκριμένος αστυνομικός είχε στην υπόθεση αυτή το ρόλο προανακριτικού υπαλλήλου και η δικονομία απαγορεύει την κατάθεσή του.

 

Το δικαστήριο διέκοψε νωρίς το απόγευμα, προκειμένου να συνεχίσει τη Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου.

 

Σοκαρίστηκε

Η διαδικασία ξεκίνησε με την κατάθεση του κ. Ψιλόπουλου, ο οποίος περιέγραψε ότι το μοιραίο βράδυ, περίπου στις 10.00, με κοινό τους φίλο πέρασαν από το γραφείο του θύματος και είδαν ότι είχε πελάτη. Περίπου στις 11.30 ξαναπέρασε και είδε αναμμένα φώτα, την πόρτα μισάνοιχτη και ένα σώμα πεσμένο στο πάτωμα.

Βρήκε τον άτυχο δικηγόρο σε ύπτια θέση, με κατεύθυνση προς την πόρτα και σοβαρά χτυπημένο. Υπήρχε πολύ αίμα σε έπιπλα και πάτωμα, ενώ το γραφείο ήταν αναστατωμένο και έμοιαζε να έχει προηγηθεί πάλη.

Ο κ. Ψιλόπουλος ανέφερε ότι ο άτυχος δικηγόρος βογκούσε, έβγαζε άναρθρες λέξεις και έκανε παλινδρομικές κινήσεις. Κατέθεσε πως σοκαρίσθηκε τόσο από την εικόνα, που δε θυμόταν ούτε το τηλέφωνο της Αστυνομίας, και κάλεσε το πρώτο τηλέφωνο στο κινητό του, που ήταν του κ. Βαρβαρίγου.

Επανέλαβε, όπως και στο πρώτο δικαστήριο, ότι η γραμματέας του Ιωάννου είπε πως δράστης είναι ο συγκεκριμένος Βορειοηπειρώτης.

Περιγράφοντας τη σκηνή με το θύμα στο νοσοκομείο, όπου προσπαθούσαν να τον συγκρατήσουν από τους σπασμούς για να γίνουν εξετάσεις, ο μάρτυρας κατέθεσε πως, όταν του είπε να ηρεμήσει για να γίνει καλά, τον υπάκουσε, αλλά όταν του ζήτησε να του σφίξει τη γροθιά, δεν το έκανε.

Τότε, με υπόδειξη του αστυνομικού της Κυπαρισσίας, τον ρώτησε αν τον χτύπησε ένας άλλος πελάτης του και ο τραυματισμένος κούνησε προς τα πίσω το κεφάλι και έβγαλε έναν φθόγγο σαν όχι. Όταν του ανέφερε το όνομα του Βορειοηπειρώτη, κούνησε το κεφάλι προς τα κάτω και άφησε βογκητό σαν ναι. Τότε είπε στον αστυνομικό «στον έδωσε» και εκείνος έφυγε. Θεώρησε δε, ότι πήγε να συλλάβει το Βορειοηπεριώτη, αλλά μετά τον είδε έξω από το νοσοκομείο, για να προσθέσει πως η τοπική Αστυνομία δεν έκανε καλά τη δουλειά της.

Ακολούθως ο κ. Ψιλόπουλος περιέγραψε ότι τη μεθεπόμενη ημέρα τον συνάντησε ο Βορειοηπειρώτης και του ζήτησε να μπει στο αυτοκίνητο, λέγοντάς του: «Για μπες μέσα, γιατί εσύ που τον βρήκες, σου είπε πολλά». Αυτός το απέφυγε, γιατί φοβόταν.

Στο σημείο αυτό δέχτηκε επαναλαμβανόμενες ερωτήσεις από την Έδρα, αλλά και τους συνηγόρους υπεράσπισης, για τις αντιφατικές καταθέσεις σχετικά με τα νεύματα από το θύμα, καθώς σε άλλες έλεγε ότι το θύμα έδειχνε να καταλαβαίνει και σε άλλες ότι οι κινήσεις που έκανε ήταν αντανακλαστικές. Το δικαιολόγησε λέγοντας ότι φοβόταν, διότι είχε ακούσει διάφορα για το Βορειοηπειρώτη, ενώ όλοι του έλεγαν να μη στοχοποιεί τον εαυτό του.

Σε αυτό το σημείο, η υπεράσπιση ζήτησε να διωχθεί ο μάρτυρας για ψευδορκία.

 

Κωματώδη κατάσταση

Επόμενος μάρτυρας ήταν ο δικηγόρος Γιώργος Βαρβαρίγος, ο οποίος είπε ότι εκείνο το βράδυ τού τηλεφώνησε ο κ. Ψιλόπουλος λέγοντάς του τι είχε γίνει. Όταν πήγε στο γραφείο του θύματος, βρήκε τον Ιωάννου στο πάτωμα. Αφού ειδοποίησε μια συνάδελφό τους από διπλανό γραφείο, ανασήκωσε λίγο το θύμα και είδε ότι ήταν πολύ χτυπημένο. Είχε, όπως είπε, σπασμούς, τρανταζόταν όλο του το σώμα και πλησιάζοντας το αυτί του στο στόμα του, τον ρώτησε ποιος το έκανε. Όμως, το θύμα μόνο βογκούσε. Χαρακτήρισε, δε, την κατάστασή του κωματώδη.

Μάλιστα, είπε πως από την ταραχή του έκανε λάθη, αφήνοντας αποτυπώματά του από τα παπούτσια στη λίμνη αίματος.

Για το νοσοκομείο, ανέφερε ότι είδε τη σκηνή που ο αστυνομικός ζήτησε από τον κ. Ψιλόπουλο να ρωτήσει τον άτυχο δικηγόρο, αλλά δεν αντιλήφθηκε τις αντιδράσεις του θύματος. Όμως, άκουσε τον κ. Ψιλόπουλο να λέει στον αστυνομικό «στον έδωσε».

Ο κ. Βαρβαρίγος κατηγόρησε, επίσης, για αδράνεια και αμέλεια την τοπική Αστυνομία. Μάλιστα, είπε ότι το γραφείο που έγινε το συμβάν δε φυλάχθηκε, ενώ δύο ημέρες μετά ο αστυνομικός παραδέχθηκε ότι δεν είχε κάνει έρευνα στα σπίτια των υπόπτων.

Κατά την κατάθεσή της η γραμματέας του Ιωάννου, Τασία Παναγιωτοπούλου, είπε ότι πελάτης ανέθεσε στον εργοδότη της 5 μήνες πριν από το συμβάν υπόθεση με ακάλυπτες επιταγές του Βορειοηπειρώτη. Ο τελευταίος, όμως, ποτέ δεν πήγε στο γραφείο ή γνώριζε να έχει επαφή με τον Ιωάννου. Ωστόσο, δήλωσε μάρτυρας σκηνής στο γραφείο του Ιωάννου, όπου ο πελάτης κ. Φωτεινόπουλος περιέγραφε πως τον επισκέφθηκε ο κατηγορούμενος και του είπε πως όποιος «τα βάλει με την περιουσία του, θα τον φάει το μαύρο χώμα».

Δήλωσε βεβαία ότι ο Βορειοηπειρώτης έχει διαπράξει το έγκλημα, τονίζοντας ότι το έκανε γιατί «βρήκε το διάολό του» από το συγκεκριμένο δικηγόρο, δίνοντας την εικόνα ότι κανείς άλλος στην Κυπαρισσία δεν τα έβαζε μαζί του.

Ερωτώμενη γιατί όταν είδε στο νοσοκομείο χτυπημένο το δικηγόρο κατονόμασε το Βορειοηπειρώτη ως δράστη, απάντησε ότι της βγήκε αυθόρμητα, ενώ μόλις βγήκε από την αίθουσα ο κ. Ψιλόπουλος της επιβεβαίωσε ότι και το θύμα το παραδέχθηκε.

Σε επισημάνσεις ότι άλλοι μάρτυρες λένε ότι αυτή ανέφερε για πρώτη φορά το όνομα του κατηγορουμένου ως δράστη, επέμεινε πως όταν έφτασε στο νοσοκομείο είχε προηγηθεί το περιστατικό με τα νεύματα του θύματος στον Ψιλόπουλο.

Ακολούθως κατέθεσαν οι δύο πελάτες του Ιωάννου, οι οποίοι είχαν ακάλυπτες επιταγές του Βορειοηπειρώτη και είχαν αναθέσει στο δικηγόρο την υπόθεση, ενώ αμέσως μετά ο γιατρός του Νοσοκομείου Κυπαρισσίας κ. Νικολακέας είπε ότι η κατάσταση του τραυματία ήταν βαριά και δεν ανταποκρίθηκε σε καμία εντολή ή ερώτηση που του έκανε. Όπως δε είπε, η κατάσταση που εμφάνιζε είναι αυτή που περιγράφεται ως κώμα.

 

 

Τέλος, κατέθεσαν ακόμα ο Εμιλιάν Κρασνίσκι, ξάδελφος του Αλβανού κατηγορούμενου, αλλά και ο συνταξιούχος αστυνομικός Παναγιώτης Δημητρακάκης, λέγοντας πως στα κρατητήρια ο Αλβανός τού είπε πως πήγαν με το Βορειοηπειρώτη στο γραφείο του δικηγόρου, αλλά αυτός έμεινε στο αυτοκίνητο και όταν άκουσε φωνές, μπήκε για να τους χωρίσει.

Ακολούθησαν μάρτυρες υπεράσπισης του Βορειοηπειρώτη, όπως ένας αγρότης, ο οποίος υποστήριξε ότι το μοιραίο βράδυ ήταν σε μπλόκο αγροτών μαζί του, ενώ τελευταίος μάρτυρας στη χθεσινή διαδικασία ήταν ο αδελφός του Βορειοηπειρώτη.