Πως περνούσαν τις μέρες και τις νύχτες τους οι Καλαματιανοί το 1930

Πως περνούσαν τις μέρες και τις νύχτες τους οι Καλαματιανοί το 1930

-Ο σύγχρονος πολιτισμός και η αλματώδης εξέλιξή της

-Πώς περνάν τις ημέρες και τις νύχτες οι κάτοικοί της στα διάφορα κέντρα

-Στην Παραλία

Μια φευγαλέα γενική ματιά

«ΘΑΡΡΟΣ» 26 Ιουλίου 1930
Εσυνηθίσαμε ν’ ανοίγουμε το στόμα διάπλατα και να διαλαλούμε μέχρι τρίτου ουρανού ότι η Καλαμάτα οπισθοδρομεί, πλέει σε πελάγη προγονοπληξίας, εξακολουθεί να ζει την εποχή της απολιτισιάς. Η μοιρολατρία και μαγκουφιά μας φαίνεται μας κλείνουν τα μάτια, ώστε να μη βλέπουμε την αλματική εξέλιξη προς τον σύγχρονο πολιτισμό της πόλεώς μας, να μη τον αισθανόμαστε ή να προσποιούμεθα για λόγους που μόνον οι από ρυτήρος απαισιόδοξοι και αντιπολιτευόμενοι ξέρουν.

Αλλά εγώ τουλάχιστον διαφωνώ… εγκαρδίως! Γιατί ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω μέγαρα οικοδομούμενα σε σχέδιο σικ εκπονήσεως σε μοντέρνο τεκτονισμό, βλέπω ρυμοτομίες, ασφαλτοστρώσεις και σκυροστρώσεις δρόμων, γιγαντιαία αυτοκίνητα συγκοινωνίας – μα δεν κάνω πολιτική –, αριστοκρατικώτατα κέντρα… φορέματα και καπέλα της τελευταίας λέξεως της μόδας… κορίτσια ξεκάλτσωτα και ανδροποιημένα… πεθερές ξανανοιωμένες, νεαρούς σαν – σαπώ, κινηματογράφους με ταινίες τελευταίας παραγωγής, θέατρα, μελόδραμα και τόσες άλλες ενδείξεις του πολιτισμού και της προόδου. Μη θέλουμε να επικρίνουμε τους διαφόρους αρμοδίους ότι δεν κάνουν τη δουλειά τους. Υπάρχουν βέβαια πολλές ελλείψεις από πολλές πλευρές στην πόλη μας. Άλλως τε, η Καλαμάτα μια επαρχία είναι. Σιγά – σιγά.

***

Ας δούμε πώς ζουν οι κάτοικοί της την ημέρα και πώς τη νύκτα. Ίσως ο φακός της παρατηρητικότητός μου να είναι… μύωψ. Αλλά κάτι βλέπουμε και την ημέρα κάποια κίνησις παρατηρείται σπασμωδική. Μη ζητάμε πολλά πράγματα, γιατί οι πύρινες ακτίνες του ήλιου μας καθηλώνουν στο γραφείο, στο κατάστημα, στο σπίτι. Αν εξαιρέσει κανείς τον ειρηνικό θόρυβο της λαχαναγοράς πέριξ της οποίας κινούμεθα από το σύθωμπο μέχρι της 10ης πρωινής για να κάνουμε τα ψώνια μας – 4 δραχμές η οκά η σταφίδα, δυστυχισμένε αγρότη-, απ’ εδώ και πέρα δεν ακούγεται τίποτα άλλο μέχρι της εβδόμης μ.μ. παρά το μονότονο τραγούδι του τζίτζικα ή του παγωτατζή και υδροπώλη που μας ταράζουν την εν 31 βαθμών θερμοκρασία… ησυχίαν μας! Εδώ κ’ εκεί βλέπουμε ανθρώπινες σκιές βουτηγμένες στον ιδρώτα και επειγόμενες να βρουν αποσκιάδα.

Η διάταξις όμως αυτή έχει τη «θέση» της για τη βορεινή Καλαμάτα. Η νεκραΐλα βασιλεύει εδώ.

Όμως, για να πάρουμε ένα αυτοκίνητο και για την παραλία. Εδώ ας πάρωμε την αναπνοή μας, ας σκουπίσουμε τον ιδρώτα και… η όρασις επί το έργον της.

Βλέπετε σεις τίποτε; Εγώ βλέπω και λιμπίζουμαι. Ποιητές δεν υπάρχουν στην πόλη μας; Ή μήπως τους έχει «κακαρώσει» η λάβα του κοχλιάζοντος ηφαιστείου που νεοελληνικώτα λέγεται ζέστη; Τα αυτοκίνητα συγκοινωνίας και τα τραμ… ξεμπαρκαρίζουν δωδεκάδας – δωδεκάδας τις ντεμουαζέλες και τους κούκλους. Άλλο καταφύγιο για σβύσιμο του εσωτερικού και εξωτερικού καμινιού, που σαν αδηφάγοι πολύποτες μας έχουν ζώσει, δεν βρίσκουμε παρά στη θάλασσα.

Τις βλέπω εύθυμες και πεταχτές να τρέχουν, «άμα τη καθόδω των» από των μεταφορικών μέσων, στην αμμουδιά, αδιαφορώντας αν το τρέξιμο αυτό, συμφωνούσης και της θαλασσίας αύρας, κάνουν να αναφουφουλιάση το φόρεμα για να δη ο καθήμενος στου Τσιτσίρη λίγο πιο πάνω από το γόνατο, και να λίξη τα ξυρισμένα μουστάκια του.

Να δύο χαριτωμένες γοργόνες που ξανανοίγονται στο βάθος λες κι έχουνε ματς κολυμβοδρομίας, βλέπετε κι άλλες δειλές που παφλάζουν στα κύματα, ορίστε και λίγο πιο πέρα στις ανδρικές καμπίνες όπου μερικοί μακροβουτούντες προσπαθούν να συναντηθούν με τις παραπάνω…

Το ρολόγι δείχνει την 12ην. Τα μεταφορικά μέσα κατακλύζονται. Η πόλις κοιμάται πια. Οι κάτοικοί της ξυπνάν στις 7 για να ριχτούν φρέσκοι και δροσεροί στις νύχτας τα παρατράγουδα.

Η Καλαμάτα μέχρι τις 7 μ.μ. κοιμάται στο καμίνι της ζέστης, οι κάτοικοί της κλεισμένοι στα γραφεία, στα καταστήματα ή στα σπίτια τους πλέον μέσα σε πελάγη ζέστης και πλήξεως. Γι’ αυτό ακριβώς όταν ο άνθρωπος αισθανθεί μετριαζομένην την ζέστη αφήνει την πέννα, ή τον πήχυ ή το εργαλείο και τρέχει σε ένα δροσερό μέρος όπου θα πάρη το αναψυκτικό του, θα αναπνεύση αέρα λιγότερο ζεστό και θα… εκτοξεύσει ματιές γύρω του.

Έτσι βλέπουμε με το σούρουπο να εκχύνωνται ανθρωπόταμοι ποικιλόχρωμοι προς την οδόν σιδηροδρομικού σταθμού, όπου τα μεγαλλείτερα και καλλίτερα από κάθε έποψιν κέντρα. Εκεί θα ξαπλώσει σε ένα κάθισμα, θα πάρη το παγωτό ή οιοδήποτε άλλο αναψυκτικό και θα αρχίσει την λογοδιάρροια πρώτα – πρώτα περί της «αφορήτου ζέστης» και κατόπιν περί πολιτικής κ.λπ. Κανένα ζήτημα δεν θ’ αφήσει ασχολίαστο. Εν τω μεταξύ, σαν ακούσει τον εφημεριδοπώλη με τις αθηναϊκές εφημερίδες θα αγοράσει ένα χάρτινο τραπεζομάνδυλο και ή θα επιδοθεί στο ξεκοκκάλισμα του περιεχομένου ή θα το χρησιμοποιήσει διπλώνοντάς το με σπουδή για βεντάλλια.

Η αυτή διάταξις ισχύει και για την Παραλία. Τα μεταφορικά μέσα από της 8ης μ.μ. μέχρι και πέραν του μεσονυκτίου είναι κατάμεστα κόσμου που πηγαινοέρχεται… Αλλά στην Παραλία η κίνησις είναι πιο ζωηρά από την της Καλαμάτας. Στο Πανελλήνιον και σ’ όλη την προέκταση της «δικαιοδοσίας» του, προς την αμμουδιά, η κίνησις οργιάζει, ο δε αντιβραχίων… σείεται εκ θεμελίων! Εκείνο επίσης που μας τέρπει ιδιαίτερα είναι το θέαμα που βλέπουμε πέρα στην αμμουδιά. Τα λαμπιόνια… της εκστρατείας, τα φαναράκια και οι ηλεκτρικοί φανοί που χρησιμοποιούνται από τους λουομένους σαρδελληδόν άνδρες και γυναίκες για να κάμουν μετά το λουτρό, την γκαρνταρόμπα τους και… το φαΐ τους, σου παρουσιάζουν ένα εξαίσιο θέαμα, σε κάνουν να τρέξεις κι εσύ να πάρης… τη βουτιά σου, να συνεργαστείς μ’ αυτούς…

Είναι η ώρα του φαγητού και τα διάφορα κέντρα σιγά σιγά αδειάζουν για να καταληφθούν πάλι εξ εφόδου στις 10.30 μ.μ., οπόταν άλλοι θα παρακολουθήσουν μία κινηματογραφική ταινία, άλλοι το μελόδραμα, άλλοι τον Καραγκιόζη, λίγοι θα ρεμβάζουν στην αμμουδιά και στα δροσερά κέντρα, ελάχιστοι θ’ αποσυρθούν για ύπνο και αρκετοί θα επιδοθούν σε αδιάπτωτο γλέντι μέσα σε ουζάδικα, ή ζυθοπωλεία, ή λουκάντες ή καμπαρέ.

Η ώρα είναι 2 πρωινή και οι συμπολίται εξακολουθούν να κυκλοφορούν παντού, άλλοι βιαζόμενοι, άλλοι σιγοτραγουδώντες με τα σακκάκια αναρριχτά κι άλλοι ογκανίζοντες σε κέντρα…

***

Αλλά μιλήσαμε περί πολιτισμού. Και μήπως δεν τον βλέπομε… να παίρνει σάρκα και οστά και στην πόλη μας; Πάνε τα παληά χρόνια – μωρέ, μπράβο μου ανακάλυψη! – που σαν βλέπαμε τον αστράγαλο του κοριτσιού, εμάς μεν μας έπιανε ίλιγγος, αυτό δε τσακιζότανε να τρυπώση σπίτι. Τώρα το βλέπουμε ανδροποιημένο και πίνον το ουζάκι ή την μπυρίτσα του, συνοδευόμενο από τον… τρίτου βαθμού φίλον του αδελφού της, στα καλλίτερα κέντρα και έχον τα ποδαράκια του – υπάρχουν και ιπποπόταμοι! – τοποθετημένα στο κάθισμα κατά τρόπον προκλητικώτατον και αναιδέστατον… Αλλά ποιον συγκινούν; Το κουμπούρι και η διμούτσουνη του προσβαλλομένου άλλοτε αδελφού… παρετυμολογήθη εις μπαστούνι στα χέρια της ντεμουαζέλας αδελφής και ο βλοσυρός πατέρας που άρπαζε το κοντοστύλιαρο και το κατέφερε αλύπητα στις μαλθακές τότε πλάτες της κόρης, τώρα παρουσιάζει την άλλοτε «μωρή Βασίλω» στον κύριο Τάκη, λέγοντας: «Η κόρη μου Λιλίκα».

Η «δυχατέρα» της κυρα Κατερινιώς, η οποία μια φορά κι έναν καιρό βοηθούσε την μάνα της στο πλύσιμο των στρατιωτικών ρούχων, τώρα με το χωστό καπελλάκι αλά – ρούσα πιέζει τα πλήκτρα της γραφομηχανής έχουσα προσεπίκουρον και τον κύριον Μίστον…

Γύρισε ο τροχός, ο μεταπολεμικός αέρας στην ορμητική διάβα του άνοιξε διάπλατα τα κλειστά παράθυρα της χαμοκέλας όπου εστεγάζετο η Μαρίνα και ο Θανάσης και τους πέταξε στα ευήλια και δροσερά δώματα της σύγχρονης ζωής…

Π…