Mόνος στην άκρη του κόσμου
Σκέφτομαι τον Πάντι την ώρα που βρήκε αυτό το μαγικό σημείο για να χτίσει το σπίτι του. Όχι ένα τυχαίο σπίτι και όχι ένα τυχαίο τοπίο. Στέκομαι εκεί, στην άκρη του γκρεμού, και βλέπω τον αφρό των κυμάτων στον όρμο, τις κεραμιδένιες στέγες, αυτή τη θερμή τερακότα που θερμαίνει ακόμη περισσότερο με το πράσινο της φύσης, και νιώθω σαν τον μοναχικό περιπλανώμενο στο ρομαντικό πίνακα του Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ (1774-1840). Σαν ένας οδοιπόρος πάνω από μια θάλασσα ομίχλης, υποκύπτω και εγώ στην επιθυμία μιας μετάληψης.
Το σπίτι των Λη Φέρμορ γνωρίζει πια μιαν άλλη εποχή χάρη στο Μουσείο Μπενάκη, στο οποίο δωρήθηκε από τους ιδιοκτήτες του και το οποίο με την πολύτιμη βοήθεια του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος το επανέφερε στη ζωή και το κληροδοτεί στο μέλλον.
Εδώ, ο χρόνος καταλύεται με μια έννοια σχεδόν μεταφυσική, καθώς είναι ένα σπίτι που έχει γίνει «τόπος» με τη φιλοσοφική έννοια, έχει αποσπαστεί από το «εδώ και τώρα» και έχει ενταχθεί σε μια κοιλότητα του νου και της σκέψης. Πώς να προσεγγίσει κανείς αυτό το σπίτι, καθώς είναι σφραγισμένο από τη σκέψη του Πάτρικ και της Τζόαν, η οποία ήταν μια εξαιρετική φωτογράφος, ένα μείγμα ανθρώπων με μεγάλο ηθικό μέγεθος…
Γι’ αυτόν το λόγο, το σπίτι που έφτιαξαν είναι αυτό που είναι. Ένα συμπίλημα της ιδέας της Ελλάδας ή, πιο σωστά, η επιτομή της Μεσογείου, μια πνευματική Αρκαδία, που αγαπάει και την ύλη, που χαϊδεύει την πέτρα, τους ζεστούς και μαλακούς λίθους, τα κεραμίδια, τις ράχες των βιβλίων, τους μίσχους των λουλουδιών.
Ο Πάντι, ας τον πούμε έτσι, όχι από ανεδαφικό ναρκισσισμό, αλλά μάλλον από ψυχική εγγύτητα, υποθέτω ότι στο σπίτι που ήθελε να χτίσει επιθυμούσε να διατυπώσει μιαν αρχή. Τον σκέφτομαι ξανά τη στιγμή που ατενίζει για πρώτη φορά αυτή την έκταση και οραματίζεται τι θα μπορούσε να φτιάξει. Δεν υπάρχει κάτι ωραιότερο ίσως σε αυτόν το μοναδικό συνδυασμό απολλώνιου και διονυσιακού πνεύματος.
Η γη καρπίζει διαρκώς, η θάλασσα αφρίζει, ο ουρανός είναι θόλος, το σπίτι γίνεται οίκος, το τοπίο γίνεται τόπος. Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, ένας άνθρωπος από τα σπλάχνα του εικοστού αιώνα, που κυριολεκτικά περπάτησε πάνω στο ανάγλυφο σώμα της Ευρώπης, το γεωφυσικό και το ψυχικό, έρχεται σε αυτό το σημείο της ελληνικής γης για να ζήσει σύμφωνα με το προσωπικό του ευαγγέλιο.
Εκείνη την εποχή, στη δεκαετία του ’60, όταν χτίζεται το σπίτι, η Αθήνα ολόκληρη χτίζεται από την αρχή, όπως και όλος ο κόσμος που ανασυντάσσεται μεταπολεμικά. Κυριαρχούν νέες ιδέες, επικρατεί το διεθνές στιλ και οι μελλοντολογικές συζητήσεις, οι άνθρωποι ονειρεύονται ταξίδια και πρωτόγνωρες υλικές ανέσεις. Και σε αυτή τη συγκυρία, ο Πάτρικ Λη Φέρμορ καλεί τον Νίκο Χατζημιχάλη, έναν αρχιτέκτονα, σε χρόνια χρυσής, ώριμης νιότης, λίγο πάνω από τα 40, και του αναθέτει το σχεδιασμό του σπιτιού. Ο αρχιτέκτων Νίκος Π. Χατζημιχάλης (1923-1986), γιος της λαογράφου Αγγελικής Χατζημιχάλη, είναι ένας άνθρωπος εσωτερικός, πνευματικός, στον αντίποδα του καλπάζοντος υλισμού.
Από τη γη της Μάνης φυτρώνει το σπίτι. Οι πέτρες του χρυσίζουν, ανακαλούν τον αρχέγονο ελληνικό νότο, και αυτή η θέρμη μού φέρνει γεύση από Αίγινα, Λευκωσία, Ιεροσόλυμα, Κορσική και ρωμαϊκές επαρχίες της Κυρηναϊκής. Μοιράζομαι αυτούς τους συνειρμούς για να υποδηλώσω το βάθος της δεξαμενής από την οποία ανελκύεται αυτή η λέμβος των αναμνήσεων, αυτή η κοινή αντίληψη για τον έξω τόπο, τον τόπο που ορίζεται από την απόσπαση του εαυτού.
Σε αυτή την κιβωτό των Λη Φέρμορ σε τυλίγει η ευγένεια της απλότητας. Εισχωρεί μέσα σου, σου επιβάλλει τον ψίθυρό της. Η απλότητα εδώ είναι μια αυταξία και ως αυτόνομη περιοχή προσελκύει και ενσωματώνει εκδοχές φίνας πολυτέλειας, εκείνης που έχει να κάνει με ένα κυδώνι σε ένα κεραμικό σκεύος ή τη σειρά των βιβλίων, διαβασμένων, κουρασμένων από τη χαρά που έχουν δώσει.
Οι Λη Φέρμορ ήταν άνθρωποι που έζησαν τα νεανικά τους χρόνια στο Μεσοπόλεμο. Άνθρωποι γεωπολιτικών κλυδωνισμών και εσωτερικού εκκρεμούς. Σε αυτόν το μεσογειακό κλωβό, που μυρίζει νοτισμένο χώμα, πατημένο, ανακατεμένο στις αισθήσεις με την υγρή θέρμη της τραχιάς πέτρας και το θυμίαμα του κυπαρισσόμηλου και της ελιάς, υπάρχει η συνάντηση του αρχέγονου, πηγαίου και λαϊκού με την έννοια του ακατέργαστου και πρωτόγονου στη διαχρονία του, με το λόγιο, το έλλογο, το αστικό και το επεξεργασμένο. Αυτή η γονιμοποίηση δίνει τη γεύση ενός καρπού και αυτή η αίσθηση ζητεί την εκπροσώπησή της σε αρχιτεκτονική με εσωτερικό μεγαλείο, δηλαδή απλή, βασική, ευρύχωρη, στον αντίποδα κάθε αυτοαναφορικού ναρκισσισμού. Τα βιβλία στο σπίτι των Λη Φέρμορ μού θύμισαν τη βιβλιοθήκη του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα στον τελευταίο όροφο της Πινακοθήκης στην οδό Κριεζώτου, εκείνη η κοινή πηγή φωτός, που αναβλύζει από μέσα. Είναι μια δάδα.
Στη Μάνη, εκεί στην εύκρατη απόληξή της στην Καρδαμύλη, σε ένα σημείο που όσοι έχουν επισκεφθεί γνωρίζουν ότι εκεί μπορεί να συναιρεθούν ο ελληνικός λόγος και η ελληνική αντίληψη για το μέσα και το έξω, με εκείνη τη γλυκύτητα του τοπικού και την οικουμενικότητα μιας ελευθερίας, ιδιάζουσας και εν πολλοίς αμετάφραστης, φυλάσσεται ένας «τόπος». Μεταλαμβάνουμε οι οδοιπόροι, οι διαβάτες, οι ταξιδευτές του νου.
Του Νίκου Βατόπουλου, “Καθημερινή”
Φωτογραφία: Αλέξανδρος Αντωνιάδης