Μια πρωτόγνωρη απειλή για τη ζωή που μεταδίδεται πολύ εύκολα από άνθρωπο σε άνθρωπο και που μερικοί ίσως να μην τα καταφέρουν, έχει αποδιοργανώσει τη σύγχρονη κοινωνία. Οι εμπειρίες μας από τον τελευταίο αιώνα, όμως, από προηγούμενες επιδημίες που επιβάρυναν την ανθρωπότητα, μας συμβουλεύουν και καθοδηγούν τα βήματά μας. Για την επιτυχία των δράσεών μας, αφενός, θα πρέπει να κατανοήσουμε όσο το δυνατόν καλύτερα τον παθογόνο μηχανισμό και, αφετέρου, να καταγράψουμε τις βιολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις του στην ανθρωπότητα.
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι ιοί συνεχώς μεταλλάσσονται και εξελίσσονται. Αυτοί που προκαλούν πανδημίες, όπως ο κορωνοϊός, έχουν πολλές πρωτοτυπίες, ώστε το ανοσοποιητικό μας σύστημα καθυστερεί να τους αναγνωρίσει και να οργανώσει έναν επιτυχημένο αμυντικό μηχανισμό απέναντι στον “ανθρωποφάγο” εισβολέα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη γρήγορη επιβάρυνση της υγείας πολλών συνανθρώπων μας, που σε συνδυασμό με τη μη διαθεσιμότητα ειδικών φαρμακευτικών θεραπευτικών αντιδότων μπορεί να οδηγήσει σε επιδημικού τύπου καταστάσεις. Αργά ή γρήγορα, όμως, ο οργανισμός κατασκευάζει τα στοχευμένα εναντίον του ιού όπλα του, τα ειδικά αντισώματα και καταπολεμά επιτυχώς το αίτιο που επιβουλεύεται τη ζωή μας, προσφέροντας παράλληλα μια μακρόχρονη ανοσία και περιορίζοντας δραστικά τη μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο. Η θετική, όμως, αυτή έκβαση απαιτεί χρόνο και μέχρι τότε είναι απαραίτητο να μάθουμε “να ζούμε με τον εισβολέα”.
Στην επιδημία της γρίπης του 1918-1919 η ιατρική επιστήμη, σε σύγκριση με το σήμερα, δε διέθετε σχεδόν κανένα όπλο στη διαγνωστική και θεραπευτική της φαρέτρα. Αλλά και τότε το μόνο εργαλείο που διέθεταν οι υγειονομικές αρχές ήταν οι οδηγίες της κοινωνικής απομόνωσης, δηλαδή κάτι σαν το σημερνό “μένουμε σπίτι μας”. Τότε, σε μια διετία και με 3 επιδημικά κύματα, μολύνθηκαν 500 εκατομμύρια συνάνθρωποί μας με 50-100 εκατομμύρια απώλειες. Ο ιός αυτός, αφού προκάλεσε το φαινόμενο της ανοσίας στους επιζήσαντες, στη συνέχεια έγινε ενδημικός χωρίς ιδιαίτερες επιβαρύνσεις με την έκφραση της εποχιακής γρίπης.
Γενικότερα σήμερα η ομάδα των κορωνοϊών είναι υπεύθυνη και για το ένα τρίτο των κρουσμάτων κοινού κρυολογήματος, αλλά στο πρόσφατο παρελθόν, το 2003, ένας κορωνοϊός, ο SARS-CoV, συγγενής του σημερινού, προκάλεσε μια επιδημία ενός συνδρόμου οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας και οδήγησε στην εφαρμογή δραστικών επιδημιολογικών μέτρων, όπως η απομόνωση των πασχόντων και η εφαρμογή καραντίνας στις περιοχές που ξέσπασε η επιδημία (Hong Kong και Toronto). Τότε τα πράγματα ήταν πιο αναγνωρίσιμα, γιατί η κλινική εικόνα όλων σχεδόν των νοσούντων ήταν βαριά και μεταδίδανε τη νόσο στα όψιμα στάδια της νόσου. Τουναντίον, σήμερα τα πράγματα είναι πιο δύσκολα, γιατί στην πλειονότητά τους αυτοί που μεταδίδουν τη νόσο είναι χωρίς συμπτώματα. Έτσι ο κύκλος της νόσου έκλεισε το 2004 με μόνο 8.098 κρούσματα και 774 θανάτους παγκοσμίως και με την εξαφάνιση αυτού του ιού.
Η γρίπη των χοίρων στη συνέχεια αντιμετωπίστηκε επιτυχώς, γιατί σε διάστημα 6 μηνών υπήρξε διαθέσιμο ειδικό εμβόλιο. Ο έγκαιρος εμβολιασμός, λοιπόν, οδήγησε την ανθρωπότητα να μη βιώσει τις εμπειρίες του 1918.
Επειδή ακόμη και τώρα οι προσπάθειες για την παρασκευή εμβολίου έναντι του σύγχρονου κορωνοϊού δεν έχουν τελεσφορήσει, πρέπει να κερδίσουμε χρόνο. Η διατήρηση των αισιόδοξων μέχρι τώρα αποτελεσμάτων του ελέγχου της πανδημίας στη χώρα μας θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την ωριμότητα που ήδη επιδεικνύουν οι πολίτες, ακολουθώντας ευλαβικά τα προτεινόμενα μέτρα.
Οι επιστήμονες εργάζονται σκληρά μελετώντας θεραπείες που θα σώζουν τη ζωή όσων προσβάλλονται. Επιπλέον, η ανίχνευση των αντισωμάτων από τους υγιείς ανανήψαντες θα αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο για την αυριανή μέρα. Η επιτυχής ανακάλυψη του εμβολίου έναντι του κορωνοϊού μπορεί να ανατείλει ίσως και σε ένα έτος από σήμερα, και θα οδηγήσει την ανθρωπότητα στο να συμβιώνει με επιτυχία μαζί του και να μην τον εκλαμβάνει πλέον σαν ένα κίνδυνο για την ανθρωπότητα.
Μέχρι τότε, όμως, θα πρέπει η Πολιτεία να φροντίσει να συνεχίσει να είναι αξιόπιστη, να διαθέτει διαγνωστικά test για να καλύπτουν τις ανάγκες, να φροντίσει να παρέχονται σε όλους τους επιστήμονες υγείας ειδικές οδηγίες με συνεχή ανανέωση των ενημερώσεων, αλλά και μέσα προφύλαξής τους, να προστατεύονται οι ευπαθείς ομάδες με όσο το δυνατό ασφαλέστερες συνθήκες και να αναγνωρίζει σταδιακά τον ανανήψαντα πληθυσμό, γιατί πάνω σε αυτόν θα στηριχθεί για την επανεκκίνηση της οικονομίας, που βρίσκεται από καιρό σε καθεστώς μερικής αναστολής.
Το σημαντικότερο, όμως, από όλα είναι να εμπνέει το αίσθημα ασφάλειας και να πείθει τους πολίτες, ώστε συνεργαζόμενοι να συστρατεύονται στην προσπάθεια επιβίωσης του Έθνους και της κοινωνίας μας.
Του Παναγιώτη Χαλβατσιώτη
-Ο Παναγιώτης Χαλβατσιώτης είναι επίκουρος καθηγητής Παθολογίας Ιατρικής Σχολής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και αντιπρόεδρος Συλλόγου Μελών Επιστημονικού και Διδακτικού Προσωπικού Ιατρικής Σχολής Αθηνών