Έρχονται φορολογικοί έλεγχοι με έμμεσο τρόπο

Έρχονται φορολογικοί έλεγχοι με έμμεσο τρόπο

Εκτίμηση εσόδων με μεθόδους, πέρα από τα λογιστικά αρχεία

Μετά την επιστροφή στη… δεύτερη κανονικότητα (η πρώτη μετά τα μνημόνια, η δεύτερη μετά covid-19), επιστροφή και των φορολογικών ελέγχων. Μάλιστα, «παίρνουν σάρκα και οστά» οι φορολογικοί έλεγχοι με τη χρήση Έμμεσων Μεθόδων Προσδιορισμού της Φορολογητέας Ύλης. Οι έμμεσες μέθοδοι ελέγχου αντικατέστησαν τον “εξωλογιστικό ή αντικειμενικό προσδιορισμό” του φορολογητέου εισοδήματος. Στην πραγματικότητα πρόκειται για τις “μεθόδους” που δύναται να χρησιμοποιήσει η φορολογική διοίκηση για τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος, χρησιμοποιώντας στοιχεία πέρα από αυτά που περιέχονται στα λογιστικά αρχεία που παρουσιάζει η ελεγχόμενη επιχείρηση.

Το φορολογικό πλαίσιο (Ν. 4038/2012, Άρθρο 67Β & ν. 4174/2013) ήταν έτοιμο. Η έκδοση εν συνεχεία των Εγκυκλίων (Α 1008/20-01-2020 και Ε 2016/31-01-2020) της Α.Α.Δ.Ε. καθόρισε τις μεθόδους που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εξειδίκευση της νομοθετικής πρόβλεψης και συγκεκριμένα όρισε τις μεθόδους:

•”της αρχής των αναλογιών”

•και “της σχέσης της τιμής πώλησης προς το συνολικό όγκο κύκλου εργασιών”.

Για την εφαρμογή “της αρχής των αναλογιών” προτείνεται η χρήση του (δείκτη) περιθωρίου μεικτού κέρδους επί των πωλήσεων και με δύο παραλλαγές της χρήσης του υπολογίζονται οι εκτιμώμενες πωλήσεις μέσω της αναγωγής του Κόστους Πωληθέντων.

Για την εφαρμογή “της σχέσης της τιμής πώλησης προς το συνολικό όγκο κύκλου εργασιών” προτείνεται η εύρεση της δυνατότητας παραγωγής μιας επιχείρησης, είτε μέσω των αγορασθέντων και αναλωθέντων α’ υλών είτε μέσω των πραγματοποιούμενων δαπανών.

ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΠΡΟΣΟΧΗ Η ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ

Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής όλων ότι Έμμεσες Μέθοδοι Ελέγχου (“ανάλυσης ρευστότητας του φορολογούμενου”, “ύψους των τραπεζικών καταθέσεων και των δαπανών σε μετρητά” κ.λπ.) έχουν χρησιμοποιηθεί ήδη σε ελέγχους φυσικών προσώπων. Εξαιτίας, όμως, της ημιτελούς προετοιμασίας της φορολογικής διοίκησης στη χρήση τους –παρότι διεύρυνε τις δυνατότητες επεξεργασίας από τη φορολογική διοίκηση σημαντικών οικονομικών πληροφοριών του ελεγχόμενου– παράλληλα ανέδειξε τις σημαντικές αδυναμίες του φορολογικού μηχανισμού να ανταποκριθεί στην ορθολογική και όχι στην τυπική χρήση τέτοιων οικονομικών πληροφοριών. 

Η φορολογική διοίκηση πρέπει, λοιπόν, με αφορμή την επέκταση της χρήσης των Έμμεσων Μεθόδων προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος να λάβει υπόψη της ότι η χρήση αυτών των μεθόδων απαιτεί:

α) εξειδικευμένη γνώση κοστολόγησης

και β) εξειδικευμένη γνώση στη λήψη του “δείγματος” των αριθμητικών μεγεθών, με δεδομένο ότι είναι αδύνατον ο φορολογικός έλεγχος να ελέγξει το σύνολο των φορολογικών στοιχείων μιας επιχείρησης.

Τυχόν αμφισβητούμενες πρακτικές εφαρμογής αυτών των Έμμεσων Μεθόδων Ελέγχου μπορεί να δημιουργήσουν νέα γενιά “αναξιόπιστων φορολογικών ελέγχων” για τους ανθρώπους της πραγματικής οικονομίας και να διαταραχθούν σημαντικά οι θετικές σχέσεις που επιδιώκεται να δημιουργηθούν μεταξύ “του επιχειρείν” και της φορολογικής διοίκησης.