Για την Ευρώπη του Σοσιαλισμού και του ανθρώπου
Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συνέντευξη της Νίκης Κουλέρμου από το διεθνολόγο Θόδωρο Τσίκα, δημοσίευσε η «Χαραυγή», το εκφραστικό όργανο του ΑΚΕΛ στην Κύπρο.
Μέσα από αυτή αναδεικνύεται η παραπληροφόρηση πάνω στην οποία κτίζεται η εθνική πολιτική στο Αιγαίο, που οδηγεί σε πολύ επικίνδυνα μονοπάτια. Παραπληροφόρηση που έχει να κάνει ακόμα και με το τι ισχύει στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας.
Στη συνέντευξη καταγράφεται ότι «σαφώς τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη», παρόλα αυτά σε διεθνές επίπεδο παρατηρείται ολόκληρη συζήτηση «κατά πόσο μπορούν να έχουν πλήρη υφαλοκρηπίδα και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ)» τα πολύ μικρά νησιά.
«Έχουμε διεθνείς δικαστικές αποφάσεις, αλλά και συμφωνίες μεταξύ κρατών, που αποδίδουν μειωμένη “επήρεια” ή που δε δίνουν καθόλου “επήρεια” σε πολύ μικρά νησιά».
Αυτή την πραγματικότητα για τα πολύ μικρά νησιά αναγνωρίζει και η πρόσφατη συμφωνία Ελλάδας – Ιταλίας. Όσο και αν, ακόμα και “μετριοπαθείς” αναλυτές διαμαρτύρονται για το ότι οι Έλληνες ψαράδες στερούνται θάλασσας, μία αποτυχία συμφωνίας και με την Ιταλία θα έβαζε ακόμα ένα κράτος, και μάλιστα ευρωπαϊκό, μέσα στη λίστα αυτών με τα οποία η Ελλάδα δεν μπορεί να συμφωνήσει και θα ενίσχυε διεθνώς την αντίληψη ότι στο ζήτημα μη ύπαρξης συμφωνίας με την Τουρκία φταίει και η Ελλάδα.
Η συμφωνία, όμως, με την Ιταλία αναδεικνύει ότι στο Αιγαίο δεν είναι όλα τα δίκαια με την Ελλάδα. Δέχτηκε η Ελλάδα «περιορισμένη «επήρεια» των πολύ μικρών νησιών του Ιονίου στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας το 1977 και επιβεβαίωσε τώρα αυτήν τη θέση και για την ΑΟΖ. Δεν μπορεί παρά να εφαρμόσει τα ίδια κριτήρια και στις συζητήσεις με Αίγυπτο, Αλβανία, Λιβύη και Τουρκία».
Μια άλλη αλήθεια που θάβουν οι εθνικιστικές προσεγγίσεις, είναι ότι «δεν υπάρχει μονομερής προσδιορισμός της ΑΟΖ. Πρέπει τα κράτη, των οποίων τα ύδατα γειτονεύουν, να έρθουν σε διαπραγματεύσεις».
Σε διαπραγματεύσεις, λοιπόν, έπρεπε να καλεί η Ελλάδα την Τουρκία. Που αν αποδειχτούν αδιέξοδες, τότε η Ελλάδα να την καλέσει ανοικτά να απευθυνθούν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, το οποίο παίρνει δεσμευτικές αποφάσεις. Αν η Τουρκία αρνιόταν, θα ήταν εκτεθειμένη. Η Ελλάδα, όμως, δεν κάνει μια τέτοια ανοικτή έκκληση, διότι ξέρει ότι ΔΔΧ θα κατέληγε σε αποφάσεις που δε θα ικανοποιούσαν όλα όσα η Ελλάδα θεωρεί αναφαίρετα δικαιώματά της.
Οι εθνικιστικές κραυγές που εναντιώνονται σε μια τέτοια προσφυγή, προσπαθούν να βρουν στήριγμα πάνω στη δικαιολογημένη δυσπιστία των μαζών απέναντι σε σώματα όπως το Διεθνές Δικαστήριο. Το ζήτημα, όμως, είναι ότι το μόνο που μένει ως πρότασή τους, είναι ότι η Ελλάδα θα πρέπει να τραβήξει το δρόμο της μόνη, κάτι που αναπόφευκτα οδηγεί σε πολεμική σύγκρουση, μέσα από την οποία είναι κομμάτι δύσκολο να ελπίζουν οτιδήποτε, πόσω μάλλον μια πλήρη επικράτηση που θα τους επέτρεπε να επιβάλουν τα «δίκαιά» τους.
Μια πολεμική σύγκρουση την οποία θα ακολουθούσαν περιπολίες έτοιμων για «πυρ» πολεμικών πλοίων σε όλες τις αμφισβητούμενες ζώνες, θα έκανε εντελώς αδύνατη την αλιευτική εκμετάλλευση ή την εκμετάλλευση του όποιου ορυκτού πλούτου. Και το μόνο που θα απόμενε μετά τις απώλειες ανθρώπινων ζωών και τις καταστροφές, θα ήταν η Ελλάδα να καλεί σε βοήθεια τους συμμάχους, για να προωθήσουν οι σύμμαχοι όλα όσα η Ελλάδα δε φαίνεται διατεθειμένη να κάνει: Σοβαρές συνομιλίες βασισμένες στην αλήθεια και παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Η εθνικιστική προσέγγιση των «αναφαίρετων Ελληνικών δικαίων» είναι ψέμα και μπορεί να οδηγήσει μόνο σε καταστροφές και για τους δύο λαούς. Οι μόνοι που μπορεί να «κερδίσουν» από μια τέτοια εξέλιξη, είναι όσοι επενδύουν στο μίσος μεταξύ των λαών, για να συσπειρώνουν εθνικά και, έτσι, να περνούν τις αντιλαϊκές τους πολιτικές πιο εύκολα.
Του Σωτήρη Βλάχου