-Θέσις, όνομα, η θαυματουργός εικών της Παναγίας
-Ίδρυσις της παλαιάς μονής, η νέα μονή
-Τα πατριαρχικά σιγίλλια
-Η βιβλιοθήκη και το αρχείον
-Η περιουσία
-Η προς το αναγεννώμενον έθνος ενίσχυσις
-Η επέτειος θρησκευτικής πανήγυρις της 15ης Αυγούστου
«ΘΑΡΡΟΣ» 5 Απριλίου 1933
Εν τω μέσω της ευφορωτάτης μεσσηνιακής πεδιάδος υπερήφανος ίσταται η ηρωική και τραχεία Ιθώμη, πολλά υπομιμνήσκουσα της ιστορίας της ευκλεούς πατρίδος του Αριστοδήμου, ουχί όμως ορθώς εγράφη υπό πολλών ότι εν Β 729 μνημονεύει ταύτην ο θείος Όμηρος ως κλωμακόεσσαν, «οι δ’ είχον Τρίκκην και Ιθώμην κλωμακόεσσαν» (βραχώδη), ένθα είναι φανερόν ότι πρόκειται περί θεσσαλικής πόλεως παρά την Πίνδον. Επί του όρους λοιπόν τούτου εύρηται η παλαιά Μονή Βουλκάνου.
Το όνομα τούτο της μονής πιθανώς ελήφθη εκ της Ιθώμης, ήτις κατά τους μέσους και νεωτέρους χρόνους ωνομάζετο Βουλκάνον ή κοινώς Βουρκάνον, απαντά δ’ εν τω συναξαρίω Νίκωνος του Μετανοείτε, όπερ ανάγεται εις τον ΙΒ΄ αιώνα ή και παλαιότερον και ομώνυμον προς το όρος κάστρον υπήρχεν επ’ αυτού του οποίου δεν έχει ασφαλώς καθορισθή η θέσις.
Αλλ’ η μονή κατά το αρχαιότερον σωζόμενον σιγίλλιον (1583) λέγεται κατά την εποχήν εκείνην της «Παναγίας της Κορυφής» και κείται εν τη κορυφή του «Βουνού του Δορκάνου».
Το δεύτερον τούτο όνομα εγένετο πιθανώτατα κατά παρετυμολογίαν προς το δορκάς και προς ανεύρεσιν αρχαϊκωτέρου τύπου, πάντως όμως το λεχθέν ότι εκλήθη ούτως «εκ των πολλών δορκάδων, αίτινες ενέμοντο εν τω όρει Ιθώμης, ας και οι πρεσβύτεροι ενθυμούνται», δεν φαίνεται εις ημάς σοβαρόν.
Το δε νεώτερον σιγίλλιον (1630) αναφέρει επίσης την μονήν επ’ ονόματι της «Παναγίας της λεγομένης Κορυφής» και κειμένην εν «Βουρκάνω» κατά τον συνήθη δημώδη και σήμερον τύπον. Εις δε τα άλλα, τα επιδοθέντα μεταγενεστέρως εις την μονήν, το όνομα αναφέρεται κατά τον γραπτόν τύπον Βουλκάνου.
Η Μονή Βουλκάνου εις την μνήμην της Κοιμήσεως της Θεοτόκου τιμωμένη, ανιδρύθη και συνεστάθη κατ’ αρχάς επί του οροπεδίου του εν τη κορυφή της Ιθώμης και επί των θεμελίων του αρχαίου ιερού του Ιθωμάτα Διός. Αγνοείται όμως πότε ασφαλώς και υπό τινός ανηγέρθη. Και τινές μεν παραδόσεις ανάγουσι την ίδρυσιν αυτής εις το πρώτον τέταρτον του Η΄ αιώνος, εις τους χρόνους του εικονομάχου βασιλέως Λέοντος Ισαύρου, ούτινος την δίωξιν φεύγοντες μοναχοί εις ημάς άγνωστοι (ένεκα της εκ του πυρός παντελούς καταστροφής της βιβλιοθήκης και των εγγράφων αυτής) εζήτησαν και εύρον καταφύγιον επί της Ιθώμης.
Αλλά μαρτυρίαι και ειδήσεις ασφαλείς περί της μονής δεν εξικνούνται πέραν του ΙΕ΄ ή τουλάχιστον Ιω΄ αιώνος.
Περί την ίδρυσιν δ’ αυτής υπάρχει ωραία παράδοσις των εν αυτή βιούντων μοναχών. Απέναντι της Ιθώμης υψούται μικρότερον όρος, η Εύα, ούτω κληθείσα εκ των επιφωνήσεων «ευοί» και «ευάν» του Διονύσου και των οπαδών αυτού, επί της κορυφής δ’ υπήρχε του θεού τούτου και ιερόν, επί ερειπίων του οποίου ιδρύθη υπό των βυζαντινών χριστιανικός ναός «Άγιος Βασίλειος», όθεν και το έπειτα όνομα του όρους.
Υπό ερημιτών λοιπόν οικούντων επί της Εύας κατά τους χρόνους του Αυτοκράτορος Ανδρονίκου, του Παλαιολόγου πιθανώς, ώφθη εις την αντικρύ κορυφήν της Ιθώμης μετά σφοδροτάτην λαίλαπα επί δένδρου εικών, την οποίαν κατηύγαζε το φως ανημμένης κανδήλας. Τούτο πληροφορηθείσα μετ’ εκπλήξεως η ευσεβής Αυτοκράτειρα, διέταξε να κτίσωσιν επί της θέσεως εκείνης μοναστήριον. Και ο μεν κορμός του δένδρου, επί του οποίου είδον και εύρον την θαυματουργόν εικόνα, ενετοιχίσθη ως ανώφλιον της πύλης του ναού της Παναγίας, και εκ του ξύλου αυτού απέκοπτον τρίμματα οι προσκυνηταί ως φάρμακον αντιπυρετικόν.
Η δε εικών, έχουσα ύψος δύο σπιθαμών, επάργυρος και κηρόπλαστος, κατά τους πατέρας παριστά ημίσωμον την Θεομήτορα και φέρει την επιγραφήν «η οδηγήτρια επονομαζομένη εν τω όρει Βουλκάνω». Αμυδρά δε πλέον εκ του χρόνου είναι το σπουδαιότερον και πολυτιμότερον κειμήλιον και το κατ’ εξοχήν παλλάδιον της μονής, αναβιβάζεται δε κατά την επέτειον εκείσε εκ της κάτωθεν νέας μονής.
Η παλαιά είναι μήκους μεν 54, πλάτους δε 30 βημάτων. Ο δ’ εν αυτή ναός ανηγέρθη εκ βάθρων και ετοιχογραφήθη επιμελεία του πνευματικού Νεκταρίου επί της Πατριαρχίας του Νεοφύτου, ούτινος πατριαρχίσαντος ερχομένης της ΙΖ΄ εκατονταετηρίδος (περί τω 1062) την μορφήν παριστά μία των υδατογραφιών. Το καθολικόν, ως λέγεται, μένει ηρειπωμένον. Δύο μοναχοί διαμένοντες εν αυτώ επιμελούνται της υπηρεσίας αυτού.
***
Επιγραφαί ευρέθησαν αρκεταί. Επί λευκού μαρμάρου είναι εγκεχαραγμένη η εξής: «Μακάριος ούτος ο έχων υπακοήν αγαθήν μιμητής γαρ του αγαθού ημών Δεσπότου ΑΨΝΣ’ (1756) Μαΐου 18». Εκ των ανευρεθεισών και δημοσιευθεισών υπό του Ν. Βέη (Δελτ. Ιστ. Και Εθνολ. Εταιρίας σ. 385) είναι επί μαρμάρου το εξής ωραίον μονόστιχον εις ιαμβικόν τρίμετρον: «Μνήμη θανάτου χρησίμευε τω βίω ΑΨΙΒ΄(1712)». Άλλη επί αργυράς πλακός του επί της Αγίας Τραπέζης Ευαγγελίου έχει ως εξής: «Δια συνδρομής Ιακώβου και Ιγναντίου εκ της ιδίας και δια εξόδου Πέτρου Προσκυνητού εκ της Πελοποννήσου εκ χώρας Καρύταινας 1814 Αυγούστου Κ΄ Βουλκάνου».
***
H Moνή Βουλκάνου ήτο και είναι μία των πλουσιωτέρων της Πελοποννήσου και εκ των πλουσιωτέρων της Ελλάδος. Η όλη ανατολική πλευρά και η κορυφή του όρους αποτελούν ιδιοκτησία αυτής, αι δε πρόσοδοι δεν είναι ευκαταφρόνητοι. Μετόχια έχει εν Ανδρούση παρά το χωρίον Σάμαρη, εν Κορώνη μονύδριον, άλλοτε εν Σμύρνη και αλλαχού. Προσόδους όμως αυτής αποτελούσι και τα βαρύτιμα αναθήματα, άτινα ανά παν έτος αφιερούνται εις την μνήμην της Παναγίας του Βουλκάνου, από δε του βοός μέχρι του προβάτου πλείστα ζώα οδηγούνται προς την μονήν θύματα της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων των απορρεουσών εκ των γινομένων υπό ευσεβών χριστιανικών ταγμάτων.
Προς ενίσχυσιν του αγώνος του 1821 υπέστη ουχί μικράς θυσίας και τοις μετρητοίς εις τας παροχάς τροφίμων εις τα εκείθεν διερχόμενα ελληνικά στρατεύματα. Κατά τα έτη 1822 και 1823 παρέδωκεν εις την επί των εράνων επιτροπήν σκεύη και άλλα είδη αξίας 5.850 γροσίων, κατά δε την 26ην Μαΐου του 1822 ασχέτως προς ταύτα κατέβαλεν εις την Πελοποννησιακήν Γερουσίαν 8.000 γρόσια αντί ομολογίας μήπως εξοφληθείσης. Κατά δε τους νεωτέρους χρόνους τρόφιμος αυτής υπήρξε ο εκ Λεζίου του Δήμου Ιθώμης Νεόφυτος Παναγιωτόπουλος, ο μετέπειτα και άλλοτε επίσκοπος Τριφυλίας, όστις εσπούδασεν εν τω Πανεπιστημίω Αθηνών δαπάναις της μονής. Ίσως και άλλος τις, τον οποίον δεν γνωρίζομεν.
***
Τη 15η Αυγούστου εκάστου έτους, επετείω της μνήμης της Κοιμήσεως της Θεομήτορος, τελείται έκπαλαι εν τω καθολικώ κατανυκτικωτάτη ιερουργία και μία των μεγαλυτέρων θρησκευτικών πανηγύρεων εν Πελοποννήσω. Πλήθη προσκυνητών της Παναγίας συρρέουν εξ όλων σχεδόν των επαρχιών της Μεσσηνίας, πολλάκις δ’ ο αριθμός αυτών ανέρχεται εις πολλάς χιλιάδας, πάντοτε υπέρ τας πέντε.
Όσοι έταξαν, έκαμον δηλαδή τάμα εις την Παναγίαν του Βουλκάνου δια σωτηρίαν, ην εύρον πράγματι εκ της αντιλήψεως και βοηθείας της Παναγίας, οι λεγόμενοι ταματαραίοι, αρχίζουν αθρόοι να καταφθάνωσιν δύο ημέρας πρότερον. Κομίζοντες μεθ’ εαυτών συνήθως βόας, ίππους και πρόβατα ή άλλα ζώα σταθμεύουν εις το μετόχιον της νυν μονής.
Κατά την παραμονήν δε ανεβαίνουν εις το Καθολικόν. Κατά την πρωίαν της εορτασίμου ημέρας μυρμηκιαί ανδρών, γυναικών και παιδίων κατακαλύπτουσι το όρος, εκ των οποίων ουχί σπανίως τινές ανέρχονται και ανυπόδητοι. Εις τον ναόν ιερουργεί ο ηγούμενος εν μεγάλη στολή, καθ’ α ορίζει το σιγίλλιον Γρηγορίου του Ε΄, «τον κατά καιρούς εν αυτώ ηγούμενον εν ταις εορτασίμοις ημέραις φορείς επ’ εκκλησίαις μανδύαν προχειριζόμενον και πατερίτζαν».
Εις μεγαλοπρεπές εικονοστάσιον ευρίσκεται η περιώνυμος εικών και παρ’ αυτήν μέγα δοχείον, εις το οποίον κατατίθενται τα παντοειδή αναθήματα των ευσεβών.
Κατά την διάρκειαν δε της λειτουργίας υπάρχει η συνήθεια να ρίπτωσιν αι μητέρες τα βρέφη των προ της εικόνος της Παρθένου εις ένδειξιν μεγάλης αφοσιώσεως εις αυτήν, ότι δηλ. και τα νήπια αυτών τέκνα αφιερούν εις την μεγάλην Μητέρα, ανάδοχος δε αυτών θεωρείται ο πρώτος βάλων επ’ αυτά την χείρα.
Μετά την λειτουργίαν άρχεται η κατάθεσις των αναθημάτων, ήτοι χρημάτων, κοσμημάτων, ενδυμάτων κ.λπ. τα οποία όμως εξαγοράζουσι πάλιν αντί τιμήματος πλέον μεγάλου και ουχί του πραγματικού, π.χ. πολύτιμα κοσμήματα ή φορέματα πολυτελή γυναικών, οι σύζυγοι και οι αδελφοί αυτών κ.λπ. Γίνεται επίσης η στάθμισις (το ζύγισμα) παιδίων, αντί του όλου βάρους των οποίων προσφέρεται ίσον κηρού ή λιβανωτού, ούτω δ’ ολόκληροι σωροί σχηματίζονται.
Μετά ταύτα γίνεται η κάθοδος εις την νέαν μονήν. Οι κώδωνες των ναών κρούονται χαρμοσύνως. Το πλήθος χωρεί συνοδεύον τον ηγούμενον, όστις περικυκλούται υπό των λοιπών πατέρων, ψαλλόντων τον παρακλητικόν κανόνα και κρατών εντός χρυσοϋφάντου θήκης την Αγίαν Εικόνα. Άμα δε τη προσόδω εις την πύλην του μοναστηρίου τελείται δέησις και η εικών αποτίθεται εν τω ναώ και εις την οικείαν θέσιν αυτής.
Και ούτω λήγει η θαυμασία αύτη θρησκευτική εορτή και πανήγυρις.
Δ.Ι. Γεωργακάς
Φιλόλογος