Με επιτυχία στέφθηκε η εξόρμηση του Ορειβατικού Καλαμάτας στον Όλυμπο το Σαββατοκύριακο 11-12 Ιουλίου, οπότε και οι τριάντα πεζοπόροι που συμμετείχαν στην αποστολή κατάφεραν και ανέβηκαν στην ψηλότερη κορυφή της Ελλάδος, τον Μύτικα, στα 2.918 μέτρα.
Η ανάβαση στον Όλυμπο είναι πάντα μια ιδιαίτερη εμπειρία για τον καθέναν. Μία από αυτές μας περιγράφει στο κείμενό του ο μαθηματικός Σταύρος Χρονόπουλος:
«Όλυμπε, ανήφορε του Δία» Άγγελος Σικελιανός
Από μαθητής Δημοτικού που ήμουνα, όταν διάβαζα ελληνική μυθολογία ο νους μου ταξίδευε εκεί ψηλά στον Όλυμπο, σχημάτιζε εικόνες, έρωτες και έριδες πάνω σε κορυφές που θεωρούσα ότι άνθρωπος δεν μπορεί να προσεγγίσει. Όταν μεγάλωσα και αντιλήφθηκα τη δύναμη που έχει το είδος μας, το τοποθέτησα στο κάδρο των στόχων της ζωής μου: Ανάβαση στην κορυφή της Ελλάδας μας, την κορυφή του Ολύμπου, τον Μύτικα (2.918 μ).
Συνάντησα τους ορειβάτες του ΕΟΣ Καλαμάτας, αφού είχε πια βραδιάσει για τα καλά στο Λιτόχωρο. Μετά τις σχετικές χειραψίες και συστάσεις φάγαμε και ανεβήκαμε με το λεωφορείο στην Παλαιά Μονή του Αγίου Διονυσίου, όπου και κατασκηνώσαμε για να κοιμηθούμε. Η αγωνία για την επόμενη μέρα, οι σκέψεις για τις δυσκολίες που με περίμεναν, η προσδοκία για τις εικόνες που θα έβλεπα, αλλά και ο ήχος από τα νερά του ποταμού Ενιπέα δε μου άφησαν πολλά περιθώρια να κοιμηθώ.
Πριν ξημερώσει, σηκωθήκαμε, ετοιμάσαμε τα πράγματά μας και πήγαμε στην αφετηρία του μονοπατιού, στη θέση Γκορτσιά. Εκεί μας περιμένανε τα συμπαθή μουλάρια για να φορτώσουμε μέρος των αποσκευών για να διευκολύνουμε την ανάβασή μας. Με τα ορειβατικά μπαστούνια ανά χείρας, ξεκινήσαμε το περπάτημα. Μέσα σε ένα πανέμορφο δάσος με πεύκα, έλατα και οξιές, με αρκετή δροσιά και διασκεδαστική κουβέντα μετά τρεις ώρες φτάσαμε στο καταφύγιο της Πετρόστρουγγας (1.840 μ.). Αφού ξεκουραστήκαμε, ενώ κάποιοι «ευχαριστήθηκαν» την κούνια, συνεχίσαμε την ανάβαση μέσα σε ένα όμορφο δάσος από ρόμπολα, κοιτώντας στα δεξιά μας το φαράγγι του Ουρλιά και στο βάθος το Δίον και την πόλη της Κατερίνης.
Όσο η ώρα περνούσε, η θερμοκρασία και το υψόμετρο αυξάνονταν, τα δέντρα γίνονταν πιο αραιά, η κλίση του εδάφους πιο μεγάλη και έτσι με αρκετή κούραση φτάσαμε στην κορυφή Σκούρτα (2476 μ.) Τα σύννεφα μας κυκλώνανε, ο αέρας φυσούσε δυνατά και ιδρωμένοι όπως ήμασταν, δεν υπήρχαν περιθώρια για ξεκούραση. Συνεχίσαμε, σε αλπικό περιβάλλον, διαβαίνοντας τον «Λαιμό», πιάσαμε το συρματόσκοινο, αναρριχηθήκαμε εύκολα στο «Πέρασμα του Γιόσου» και καταλήξαμε στο «Οροπέδιο των Μουσών». Στήσαμε τις σκηνές κοντά στο καταφύγιο του Κάκκαλου και ξεκουραστήκαμε προκειμένου να ξεκινήσει η επιχείρηση να φτάσουμε στην κορυφή. Ξάπλωσα, έχοντας το βλέμμα στο «Στεφάνι» (Θρόνος του Δία), στο μονοπάτι που θα διασχίζαμε στα «Ζωνάρια», στα σύννεφα που αγρίευαν το τοπίο και σε έκαναν να πιστεύεις πως πράγματι εκεί πίσω υπάρχουν «Καζάνια». Περισσότερο, όμως, κοιτούσα τον Μύτικα. Όπως λέω και στους μαθητές μου, «αν δεν κοιτάς εκεί που θες να πας, θα πας εκεί που κοιτάς»
Ώρα 16,00 και η ομάδα ξεκίνησε την επιχείρηση για να φτάσει στην κορυφή από το επικίνδυνο Λούκι, με βαθμό δυσκολίας 5/5. Από το πρωί είχαμε συναντήσει αρκετό κόσμο στο βουνό, κι έτσι, όταν φτάσαμε στο σημείο που ξεκινούσε η ορειβασία στο Λούκι, υπήρχαν ήδη πολλοί που ανέβαιναν και κατέβαιναν, με αποτέλεσμα το εγχείρημά μας να φαντάζει επικίνδυνο.
«Το καλό το παλικάρι (ο αρχηγός) ξέρει κι άλλο μονοπάτι». Με το κράνος επί κεφαλής, ξεκινήσαμε την προσπάθεια για να προσεγγίσουμε την κορυφή από άλλον «δρόμο». Ύστερα από δυνατές συγκινήσεις, συνεχή ενθάρρυνση του αρχηγού και έκκριση μεγάλης δόσης αδρεναλίνης σε αρκετά σημεία, φτάσαμε στην πολυπόθητη κορυφή της Ελλάδας. Τα συναισθήματα για τους περισσότερους πρωτόγνωρα αλλά για όλους δυνατά, ανακάτευαν το μυαλό. Σουρούπωνε και έπρεπε να κατέβουμε από το Λούκι με ασφάλεια. Με χαρά, πειράγματα και πολύ καλή διάθεση, αφού είχαμε εκπληρώσει το στόχο μας, πήραμε το δρόμο της επιστροφής για τη σκηνή στο Οροπέδιο των Μουσών, με μία στάση για μακαρονάδα στο καταφύγιο Γιόσος Αποστολίδης.
Ο αέρας φυσούσε μανιασμένος, η υγρασία είχε ποτίσει τα πάντα, όμως μέσα στη σκηνή ξεκουραζόσουν με τη συνείδησή σου αναπαυμένη, ότι έκανες το καθήκον σου και εκπλήρωσες το στόχο σου.
Ξημέρωσε. Δεν ήθελα να κάτσω μέσα στη σκηνή. Έχανα στιγμές, εικόνες και σκέψεις και όσο ήμουν χωμένος στον υπνόσακο, τόσο πλάνταζε η ψυχή μου. Σηκώθηκα, ντύθηκα ζεστά και βγήκα έξω να αγναντέψω τη μεγαλοσύνη του βουνού. Σε λίγο η επιστροφή θα ξεκινούσε και ο Καζαντζάκης φώναζε μέσα μου: «Κάποτε με κυριεύει επίμονα η ιδέα να ανεβώ σε ένα βουνό και να μην κατέβω πια» (Γράμμα στον Παντελή Πρεβελάκη από τη Μαδρίτη την 1η Νοεμβρίου 1932).
Η κατάβαση έγινε από το «Κοφτό», ένα σύντομο μονοπάτι που χρησιμοποιούν οι τολμηροί ορειβάτες το χειμώνα, στο οποίο μας δόθηκε η ευκαιρία να πατήσουμε χιόνι (12 Ιουλίου) και στη συνέχεια να ξεκουραστούμε στο καταφύγιο «Σπήλιος Αγαπητός». Η κατάβαση συνεχίστηκε ελεύθερα για τον καθέναν με ενδιαφέρουσα κουβέντα (το βουνό εμπνέει) μέχρι τα Πριόνια, όπου κάποιοι κάνανε μπάνιο, ενώ οι υπόλοιποι βρέξαμε τα πόδια μας στα παγωμένα αλλά ιαματικά νερά του Ενιπέα.
Η επιχείρηση είχε ολοκληρωθεί με απόλυτη επιτυχία, αφού από την ομάδα μας άπαντες πατήσαμε στα 2918 μ. Όχι, δεν «κατακτήσαμε» την κορυφή του Ολύμπου – δεν αρμόζει στο βουνό αυτός ο επιθετικός όρος. Αυτό μας έχει κατακτήσει και δεν ξέρουμε το γιατί. Αν γυρεύουμε την απάντηση, το βουνό είναι εκεί και μας περιμένει.