«ΘΑΡΡΟΣ» 14 Μαΐου 1939: Μια νύχτα με τις μηχανοκίνητες ψαροπούλες στο Μεσσηνιακό κόλπο

«ΘΑΡΡΟΣ» 14 Μαΐου 1939: Μια νύχτα με τις μηχανοκίνητες ψαροπούλες στο Μεσσηνιακό κόλπο

Δια τα ελληνικά ακρογιάλια έχουν γραφή πολλά, λίγοι όμως είναι εκείνοι που έχουν την ικανότητα να τα νοιώσουν ή την ευτυχία να τ’ απολαύσουν.

Ο Μεσσηνιακός κόλπος είναι ένας από τους πιο γραφικούς. Ο Ταΰγετος προς ανατολάς υψούται μεγαλοπρεπής και επιβλητικός, το μεγαλείον δε αυτού φαίνεται μόνον όταν απομακρυνθή κανείς αρκετά απ’ αυτόν.

Προς δυσμάς τον Μεσσηνιακόν κόλπον κλείνει η χερσόνησος της Πυλίας, η οποία αποτελείται, εκτός του Λυκοδήμου, από χαμηλά βουνά.

Προς βορράν ανοίγει ο κάμπος της Μεσσηνίας, ο οποίος περιβάλλεται από ψηλά βουνά και μεσ’  τη μέση αυτών υψώνεται η Ιθώμη η οποία δεσπόζει όλου του κόλπου. Το θέαμα από τον Μεσσηνιακόν κόλπον όλης της γύρω περιοχής είναι εξαιρετικό, μας έδωκε δε την ευκαιρία να τ’ απολαύσωμε ο φιλόξενος χαρακτήρ του αλιευτικού συγκροτήματος των Δραγωναίων. Λίγοι ξέρουν ότι στον Μεσσηνιακό κόλπο χάρις εις το συγκρότημα αυτό είναι τελειότατα οργανωμένη η μηχανική αλιεία. Κάθε βράδυ φεύγουν τα πετρελαιοκίνητα αλιευτικά για να φέρουν την άλλη μέρα τα φρέσκα ψάρια τα οποία περιλαμβάνονται μεταξύ των προτερημάτων των Καλαμών.

Έτσι, λοιπόν, και μεις μόλις εκδηλώσαμε την επιθυμία να παρακολουθήσουμε την διαδικασία του μηχανικού ψαρέματος και λάβαμε από τους ιδιοκτήτας την καταφατικήν απάντησιν, επεβιβάσθημεν της «Αγίας Βαρβάρας» η οποία είναι το μεγαλύτερο από τα αλιευτικά.

Στας δύο το πρωί ακούσαμε τους πρώτους κρότους της μηχανής με το σαλπάρισμα και σε λίγο βρισκώμαστε στ’ ανοιχτά του Μεσσηνιακού κόλπου προχωρώντας προς την Κορώνη. Κατά τα ξημερώματα αρχίζει η δουλειά. Ρίχνονται τα δίχτυα και το σκάφος παραπλέει τας ακτάς ήρεμα για να περισυλλέξουν τα ριγμένα δίχτυα τα ψάρια. Παρακολουθούμε με ζωηρό ενδιαφέρον όλη τη διαδικασία, ενώ με το σκάσιμο της ημέρας μας δείχνει ο Ταΰγετος όλη του την επιβλητικήν σιλουέττα.

Προχωρεί η μέρα και σιγά σιγά ξανοίγουν τα νερά του Μεσσηνιακού που τα σκουραίνει η σκιά του Ταϋγέτου. Ο Ταΰγετος είναι από τα πιο χαρακτηριστικά βουνά της Αλπικής μορφής.  Όποιος δει τον Ταΰγετο δυτικά από την Καρδαμύλη και την Τραχώνα έχει μπροστά του την εικόνα των Άλπεων και αν δεν είχε μπροστά τη θάλασσα θα νόμιζε πως είχε τις ίδιες τις Άλπεις μπροστά του. Ο ήλιος προχωρεί για να βγει και παίρνουμε πριν από την ανατολή την ωραιότερη εικόνα που μπορεί να φαντασθή άνθρωπος κοντρ λουμιέρ.

Εν τω μεταξύ στο καράβι ο Πότης Δραγώνας προθυμότατος δίνει εξηγήσεις για κάθε τεχνητήν λεπτομέρεια.

Σε λίγο σηκώνονται τα δίχτυα.  Δουλεύοντας η μηχανή τραβά δεξιά κι αριστερά τα συρματόσχοινα που έχουν μάκρος 300 οργιές. Έρχεται απάνω η πρώτη εσοδεία. Μπαρμπούνια, μαρίδες, πετρόψαρα, μπακαλιάροι αποτελούν το περιεχόμενο του σάκκου των διχτυών. Ο σάκκος αδειάζεται στο κατάστρωμα και οι ναύτες άλλοι μεν ετοιμάζουν τα δίχτυα να τα ξαναρίξουν, άλλοι δε διαλέγουν τα ψάρια.

 Ήδη βρισκόμαστε στο νοτιώτερον άκρον της Πυλίας στο Ακρωτήριον Ακρίτα. Είναι ένα ακρωτήριο από μαλακά χώματα που το δέρνει κάθε χειμώνα το πουνεντογάρδι  και του αλλάζει εντελώς την όψι.

Προχωρούμε βραδέως προς την «ταβέρνα» Λαχανάδας. Από  δω η Πυλία έχει εντελώς διαφορετικήν όψιν, νερά  κρεμαστά και γραφικώτατοι λόφοι κλείνουν τον κόλπον. Το πλήρωμα εξακολουθεί την πολύμοχθη δουλειά του,  ενώ ο Δραγώνας με τον αδελφό του τον Άγγελο και με τον μικρό Κουκούτση καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για να περιποιηθούν τους φιλοξενούμενους και να δώσουν κάθε εξήγηση στην διαδικασία του ψαρέματος.

Η δουλειά αυτή βάστηξε όλη την ημέρα. Ρίξιμο και σήκωμα των διχτυών, διαλογή και κασσέλιασμα των ψαριών, αποτελούν την διαρκή ασχολία του πληρώματος.

Μετά δώδεκα ώρες συνεχούς εργασίας του πληρώματος και συνεχούς παρακολουθήσεως των επισκεπτών, η «Αγία Βαρβάρα» βάζει πλώρη και πάλι για τον Ακρίτα και εκείθεν δια την Καλαμάτα, όπου φθάνει στις πέντε το πρωί να αφήση στους Καλαματιανούς τα φρέσκα ψάρια πώφερε, στους δε επιβάτας της τας αρίστας εντυπώσεις από την εκδρομή.

Ω.