Ο κορωνοϊός συνεχίζει απτόητος το φονικό του σεργιάνι και στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να δημιουργεί όχι μόνο υγειονομικό αλλά και οικονομικό πανικό. Ιδιαίτερα, ο δεύτερος προκαλεί και αλυσιδωτές αρνητικές επιδράσεις σε όλο το φάσμα της παραγωγής, αρχίζοντας από τον πρωτογενή τομέα.
Μιλώντας, χθες, με τον Μενέλαο Γερονικολό, ο οποίος βρίσκεται εδώ και χρόνια στο τιμόνι της μεσσηνιακής εταιρείας «Μενέλαος Βαλτζής ΒΕΚΑΠ Ε.Π.Ε.», μας έλεγε ότι τα φετινά στοιχεία για τη διάθεση χλωρών σύκων είναι εξαιρετικά αρνητικά, μια και η ζήτηση- ελέω κορωνοϊού- εμφανίζει μια πτώση της τάξης του 60%-70%.
Κύρια εξαγωγική η εταιρεία που ηγείται στη συλλογική εστίαση και στην τροφοδοσία μονάδων που έχουν κάθε σχέση με τον τουρισμό, αλλά και τις πώληση προϊόντων σε διάφορες χώρες γενικότερα (σ.σ. όλη της η παραγωγή πωλείται σε περισσότερες από είκοσι (20) χώρες στον κόσμο), είναι φυσικό η φετινή χρονιά για την ίδια να αποτελεί ένα δυνατό “πονοκέφαλο”.
Μάλιστα, αν αναλογιστεί κάποιος ότι η συγκεκριμένη εταιρεία είναι ένα από τα παλαιότερα και πιο έμπειρα κονσερβοποιεία στην Ελλάδα, αλλά και ολόκληρης της περιοχής των Βαλκανίων, μπορεί να καταλάβει το μέγεθος του προβλήματος.
Βέβαια, δεν είναι μόνο ο κορωνοϊός που “χτυπάει” τη συκοπαραγωγή στη Μεσσηνία. Είναι και οι πολιτικές που έχουν υλοποιηθεί από συνεταιρισμούς έως τον εκάστοτε αρμόδιο υπουργό.
Η περιοχή της Μεσσηνίας κάποτε ήταν γνωστή για την παραγωγή σύκων, εκτός των άλλων αγροτικών προϊόντων. Η απουσία, όμως, στρατηγικής και κεντρικού σχεδιασμού στον αγροδιατροφικό τομέα διέλυσαν την παραγωγή. Οι δε επιδοτήσεις και η -σχεδόν- μονοκαλλιέργεια της ελιάς κατέστρεψαν τη δυναμική της συκοκαλλιέργειας στο νομό.
Αυτή είναι μια πραγματικότητα που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, αν προσθέσουμε και το γεγονός ότι άλλες περιοχές (Λακωνία, Εύβοια) αύξησαν κατακόρυφα την παραγωγή τους, φυτεύοντας νέους συκεώνες.
Επίσης, το μέλλον της γεωργίας στη Μεσσηνία, όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, απειλείται από τη γήρανση του εργατικού δυναμικού και την έλλειψη επιθυμίας εκ μέρους των νέων να εργαστούν στον τομέα αυτόν. Αυτές οι πραγματικότητες σε συνδυασμό με τις αυξημένες απαιτήσεις της αγοράς για διάθεση προϊόντων προστιθέμενης αξίας απαιτούν μία νέα, διαφορετική, ενοποιημένη αντιμετώπιση της αγροτικής παραγωγής…