-«Ξέρεις, πρέπει να ξέρεις, αφού τόσον τους γνώρισες, ότι οι άνθρωποι ήσαν, είναι και θα είναι πάντοτε αγνώμονες προς τους μεγάλους»
«Βάσκανος μοίρα μάς το άρπαξε…»…
«Ο μαύρος χάρος ζήλεψε τα… νειάτα του»…
«Έπαυσε πια αναπνέη (!) το ζωοδότη αέρα»…
«Ύστερα από μια μακρόχρονη… φλεβίτιδα, αρτηριοσκλήρωσι, αρθρίτιδα κ.τ.λ. εξέπνευσε προχθές…»…
Αυτά και τόσα άλλα παρόμοια θα εγράφοντο εις τας εφημερίδας, σαν νεκρόλογα, στο θάνατο κάποιου επιφανούς τέκνου της Καλαμάτας, κάποιου Καλαματιανού, βέρου Καλαματιανού, που θα είχε μια θριαμβευτική, μια πολυτάραχη, μια πολύχρονη, μια θριαμβευτική σταδιοδρομία μέσα σ’ αυτή την πόλη. Στήλες και στήλες θα εγράφοντο από πολλούς και ποικίλους για κάποιον που θα είχε προσφέρη στην καλαματιανή ολότητα τόσας και τόσας υπηρεσίας όσας είχε προσφέρει το καϋμένο το Τραμ, μέσα στα τριάντα (τόσα μου φαίνεται πως είναι) χρόνια της ζωής του.
Στέφανοι από φυσικά και τεχνητά άνθη θα κατετίθεντο επί της σορού του κάπως επιφανούς Καλαματιανού, μουσικές και Δεσποτάδες θα ακολουθούσαν το ξόδι του, κάποιοι «φουγαροφορούντες» κύριοι θα κρατούσαν τας ταινίας, λόγοι… σπαραξικάρδιοι θα εξεφωνούντο και τόσαι και τόσαι άλλαι τιμαί θα απεδίδοντο…
Κι όμως, πόση αλήθεια αγνωμοσύνη στο άμοιρο το Τραμ (διάβαζε «Θηρίο» για τα τελευταία χρόνια). Καμμιά μα απολύτως καμμιά τιμή, καμμιά αναγνώριση των πολλαπλών του υπηρεσιών και ευεργεσιών από το… αγνώμον καλαματιανό κοινόν όσον και των περιχώρων, γιατί κι αυτά, δηλαδή τους κατοίκους των, τους είχε εξυπηρετήση…
Πέθανε το δύστυχο μονάχο του, ρηγμένο σε κάποια εκεί γωνιά, πέθανε όμως σαν ξεχωριστός ήρως δίνοντας ό,τι είχε και δεν είχε, και την τελευταία ικμάδα της ζωής του μέχρι την τελευταία στιγμή που του τη ζήτησαν. Πέθανε μονάχο του χωρίς να βρεθή κανείς να του… κλείση τα μάτια, να του… δέση τα… σαγόνια, να του… σταυρώση τα χέρια.
Πέθανε χωρίς πολλοί, μα πάρα πολλοί να το πάρουμε χαμπάρι, πέθανε με το πικρό παράπονο στην όψι του για την αγνωμοσύνη όλων των Καλαματιανών στους οποίους τόσα και τόσα πρόσφερε μέχρις της τελευταίας του στιγμής, όσο μπορούσε και όπως μπορούσε…
Και σαν να μη έφθανε αυτό, ο… «Μπαμπάς του», οι «Οικείοι» του, μας ανήγγειλαν το θλιβερόν γεγονός – το θάνατό του – μετά… 96 ολοκλήρους ώρας, θαρρείς και φοβόντανε, περίμεναν καμμιά περίπτωσι… νεκροφανείας, αν και δω που τα λέμε ο καϋμένος ο… «Μπαμπάς» είχε και κάποιο δίκηο. Πόσες και πόσες φορές το φουκαριάρικο δεν έφθασε μέχρις τον επιθανάτιο ρόγχο κι όμως… ξαναγύρισε στην κανονική του ζωή;
Πόσες φορές – τούτων ουκ έστιν αριθμός – δεν υπεβλήθη σε… μεταμοσχεύσεις για να ξαναβγή οπωσδήποτε ξανανοιωμένο στο φως, στη ζωή, για να ξαναρχίση κούτσα – κούτσα το ατέρμονο ταξείδι του Καλαμάτα – Παραλία και πίσω πάνω, πίσω κάτω;
Έδωσε και ο μεγάλος μας νεκρός (το Τραμ) μέσα στην τριαντάχρονη, ίσως και πιο πολύ, θριαμβευτική του σταδιοδρομία ό,τι μπορούσε φέροντας στους ώμους του όλους εμάς.
Και πέθανε τόσο άδοξα, τόσο μαγκουφιασμένα, χωρίς τίποτε να μας το δείξη την παρελθούσαν Κυριακή, χωρίς να μείνη στο νεκρικό του δωμάτιο – το υπόστεγο – ούτε μια ώρα με δίπλα τους δικούς του. Εμάς… Χωρίς κανείς να μάθη τας τελευταίας του θελήσεις.
Κακόμοιρο Τραμ, μέσα στην σημερινή παγκόσμια ζάλη από όσα γίνονται, μέσα στην ανησυχίαν για το ανήξερο του αύριο, μέσα στο εξολοθρευτικό «Σιμούν» που έρχεται σιγά σιγά σε κάθε χώρα, πέθανες χωρίς καλά καλά να το πάρουμε χαμπάρι ότι έφυγες από ανάμεσά μας.
Ποιος να τόλεγε ότι το προχθεσινό σου κυριακάτικο ταξείδι θάταν το τελευταίο σου. Ποιος να μας τόλεγε πως δεν θα είχαμε ξανά την… «χαρά» να σε ξαναδούμε στους δρόμους της Καλαμάτας μας…
Ποιος να μας τόλεγε ότι δεν θα ξανακούγαμε άλλη φορά το μεγαλόπρεπο «σούρσιμό» σου πάνω στις ράγες σου, το εξωφρενικό και ηρωικό… φρενάρισμά σου στην «Ιονική»… για να σταματήσης στη… Λαϊκή…
Τι θα γίνουμε πια τώρα χωρίς εσένα και τον κοσμοαγάπητο κ. Λατόρε σου;
Γιατί τώρα που αρχίζαμε για τα καλά να σε συνηθίζουμε με τα καπρίτσια σου, τα σκαμπανεβάσματά σου, με τα ξετροχιάσματά σου, μας έφυγες, σε χάσαμε…
Πόσες και πόσες φορές δεν σε πήραμε, τώρα στα γεράματά σου τα ηρωικά – αν και υπήρχαν κι άλλα συγκοινωνιακά μέσα – για να νοιώσουμε την ηδονή του τραντάγματός σου στο «γρήγορο αργοξεκίνημά σου» και να «φάμε… μια ώρα…καβάλι»…
Πόσες φορές δεν μπήκαμε ξυρισμένοι σε κάποια σου στάση για να βγούμε, ύστερα και εγώ δεν ξέρω από πόση ώρα, αξύριστοι…
Κι όμως με όλα σου αυτά τα ωραία ελαττώματα σε προτιμούσαμε… όταν δεν βιαζόμαστε…
Ποιος, λοιπόν, μπορεί να μην είναι σύμφωνος στο ότι θα ’πρεπε, ήταν μεγάλη και επιτακτική υποχρέωση, να του αποδοθούν του «Θηρίου» μεγάλαι και ξεχωρισταί τιμαί;
Πόσαι και πόσοι δεν έχουμε κάποια γλυκειά ανάμνηση για κάποιο «αιθέριο» ή και… «οινοπνευματικό»… πλάσμα από σένα…
Πόσαι και πόσοι δεν βρήκαμε τη μοναδική ευκαιρία να πλησιάσουμε κάποιον ή κάποια, να μυρίσουμε το άρωμά της, να γίνουμε «εφαψίαι» κάποιας που μήνες, χρόνια δεν μπορέσαμε να πλησιάσουμε, μέσα στο άμοιρο το Τραμ, που αν και ταβλεπε από πάνω και από κάτω, δεν έβγαζε… «τσι»…
Θάπρεπε, λοιπόν, μουσικές, λουλούδια, πυροτεχνήματα, χοροί, λόγοι, να συνοδεύσουν το θάνατό σου.
Ακόμη ένα σου βαγόνι να συρθή από θηλυκά λουλούδια της καλαματιανής «Σέρρας» και από πολλούς ωμορφονιούς, με τη συνοδεία της μουσικής και λόγοι σε θλιβερό εύθυμο τόνο να εκφωνηθούν από ειδικούς…
Τα θηλυκά της Καλαμάτας θάπρεπε άνθινα στεφάνια να πλέξουν για το καϋμένο το Τραμ, που τόσο τα ευεργέτησε…
Οι αρσενικοί μανδράχαλοι και «καρδιοθραύσται» θάπρεπε να του αποδώσουν κάποιον φόρο ευγνωμοσύνης, γιατί τόσον τους εξυπηρέτησε.. μετά εισιτηρίου και άνευ…
Αλλά δεν έγινε τίποτε από όλα αυτά που έπρεπε.
Ωστόσο, φτωχό μας Τραμ, μη θλίβεσαι αυτού στο… υπερπέραν που είσαι. Αυτή είναι η μοίρα των… μεγάλων.
Πριν σε χάσουμε όλες και όλοι μας διαμαρτυρόμεθα, χαλούσαμε τον κόσμο: Να σταματήση, είναι αίσχος, προσβάλλει την πόλη μας, και τόσα άλλα ξεφωνίζαμε, οι αγνώμονες – αν και για να αποδώσουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι – το είχες παρακάνει τώρα τελευταία και εσύ…
Τώρα, όμως, που σε χάσαμε μας κακοφαίνεται, μας πειράζει, μας στενοχωρεί, μας λυπεί, κάτι μας λείπει…
Είναι βλέπεις ανθρώπινο να μην εκτιμούμε την αξία, την καλωσύνη και κάθε τι κάποιου παρά μονάχα σαν τον χάσουμε. Τότε μονάχα σκεβούμαστε τι είχαμε και… τι χάσαμε…
-Αναπαύσου, αγαπημένε μας νεκρέ, εν ειρήνη. Είθε τα εξαρτήματά σου να εύρουν μια καλή χρήσιν – κατά τόπον χλοερόν – και η μνήμη σου, ας είσαι βέβαιο ότι θα μείνη αιωνία στην πόλιν μας.
Ημείς τουλάχιστον οι νεώτεροι – αφού οι πρεσβύτεροι φάνηκαν τόσον αγνώμονες – θα θυμόμαστε πάντα πόσο μας εξυπηρέτησες μετά εισιτηρίου και άνευ εισιτηρίου, όπως είπαμε…
Ταπεινοί επιμηθείς ερχόμαστε, έστω και τόσον αργά, να ζητήσουμε την συγχώρησή σου από το υπερπέραν που βρίσκεται το πνεύμα σου. Ξέρεις, πρέπει να ξέρεις, αφού τόσον τους γνώρισες, ότι οι άνθρωποι ήσαν είναι και θα είναι πάντοτε αγνώμονες προς τους μεγάλους.
Για να πεισθής ρώτησε αυτού που βρίσκεται η ψυχή σου και το συγγενή σου το … «Θηρίο» της Κηφισιάς…
ΜΕΦΙΣΤΟ