Η υπόθεση των αρχαιοτήτων της Υπαπαντής είναι μια ευκαιρία για να ξαναδούμε συνολικά την εικόνα της Καλαμάτας στο πέρασμα του χρόνου και πώς θα πρέπει να πορευτούμε στη νέα μετά κορωνοϊό περίοδο.
Σε ό,τι αφορά την ανάγκη ανάδειξης των αρχαιοτήτων, δε χρειάζεται να επιχειρηματολογήσουμε γιατί το θεωρούμε αυτονόητο, ειδικά μετά τη συλλογή πέραν των 2.000 υπογραφών δημοτών, στο πλαίσιο διαδικτυακής έρευνας, των δημόσιων δηλώσεων, επιστολών, συνεντεύξεων στα τοπικά Μέσα Ενημέρωσης από τοπικούς παράγοντες της Αυτοδιοίκησης, της Εκκλησίας και του πολιτισμού. Οφείλουμε, ωστόσο, να παρατηρήσουμε ότι υπάρχει πλήρης αφωνία από εκπροσώπους της επιχειρηματικής κοινότητας και τους (κυβερνητικούς) πολιτικούς της Μεσσηνίας, οι οποίοι μάλλον περιμένουν να δουν πού «γέρνει η ζυγαριά» ή να ακούσουν τις θέσεις της υπουργού Πολιτισμού για να πάρουν θέση.
Σε κάθε περίπτωση, μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους η πρόταση του κατεξοχήν επαΐοντος στο θέμα αυτό, καθηγητή Πέτρου Θέμελη (Θάρρος, 19 Αυγούστου 2020), της «Περιβαλλοντικής – Πολιτιστικής Ένωσης Μεσσηνίας» (Ελευθερία & Θάρρος, 13 Αυγούστου 2020) και του Συλλόγου Εκτάκτων Αρχαιολόγων (Θάρρος, 21 Αυγούστου 2020), που προτείνουν συστηματική αρχαιολογική διερεύνηση και υπό αυστηρούς επιστημονικούς όρους διενέργεια των εργασιών στην πλατεία Υπαπαντής.
Επειδή, όμως, «ουδέν κακόν αμιγές καλού» δράττουμε την ευκαιρία για να δούμε τις κατά καιρούς αναπλάσεις στην Καλαμάτα (κεντρική, πλατεία, Ιστορικό Κέντρο, Νέδοντα κ.α.) και κατά πόσο αυτά τα έργα επηρέασαν ή κατάφεραν να εξασφαλίσουν στην Καλαμάτα μια συντηρήσιμη ανάπτυξη.
Πολλοί έχουν αναφερθεί στην ανάγκη των αναπλάσεων, αλλά εμείς θα σταθούμε στον αείμνηστο Αντώνη Τρίτση που έλεγε ότι «ανάπλαση ιστορικού κέντρου σημαίνει ανάκτηση της ιστορικής πόλης, για να τη γνωρίσουν οι κάτοικοί της, οι διερχόμενοι, οι επισκέπτες, οι τουρίστες, οι φοιτητές, οι φίλοι της πόλης». Συνεπώς, οι αναπλάσεις θεωρούνται έργα καθαρά αναπτυξιακά, όταν βοηθούν στη διατήρηση της ιστορικής συνέχειας της πόλης, την ενίσχυση της ιστορικής συνείδησης των πολιτών και της επαναλαμβανόμενης εμπειρίας για τους επισκέπτες.
Με δεδομένο ότι αστικό περιβάλλον και συμπεριφορά συνδέονται άρρηκτα, σε μια πόλη δίχως ύφος διαβρώνονται με την πάροδο του χρόνου οι παραδοσιακοί κανόνες κοινωνικής διαβίωσης των κατοίκων της, με επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής τους, η πόλη παραμένει αδιάφορη για τους επισκέπτες και δεν ευνοεί τη διαμόρφωση φιλικού και ανταγωνιστικού περιβάλλοντος ικανού να προσελκύσει επενδυτικό ενδιαφέρον και, κατ’ επέκταση, να εξασφαλίσει συντηρήσιμη ανάπτυξη.
Στην Καλαμάτα τα τελευταία 40 χρόνια οι αναπλάσεις ξεπέρασαν κάθε λογική, αφού όλοι οι δημαρχούντες έκαναν τη δική τους ανάπλαση (ειδικά στην κεντρική πλατεία), ξοδεύοντας πολύτιμους αναπτυξιακούς εθνικούς ή ευρωπαϊκούς πόρους για να φτιάξουν την ίδια πλατεία με διαφορετικά οικοδομικά υλικά. Και πάντα με την ίδια δικαιολογία, «…εάν δεν κάνουμε το έργο, θα μας πάρουν τα λεφτά». Καμία, όμως, απάντηση δε έχει δοθεί στα ερωτήματα, αν το έργο αυτό ήταν το πλέον σημαντικό για τις ανάγκες μας. Αν το έργο αυτό θα πρόσθετε αξία στην πόλη. Αν το έργο αυτό θα βοηθούσε στη διατήρηση της ιστορικής συνέχειας της πόλης…
Παρατηρεί κανείς ότι σε καμία από τις αναπλάσεις που έγιναν τα τελευταία 40 χρόνια –ηθελημένα ή μη- δεν προβλέφθηκε η προβολή της κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας της πόλης. Αλλιώς, πώς να εξηγηθεί η απαξίωση σημαντικών ιστορικών κτηρίων, η μη τοποθέτηση πινακίδων που να πληροφορούν για την ιστορία εμβληματικών κτηρίων (βιομηχανικών, αρχοντικών κ.ά.) εντός του ιστού της ή οι ατυχείς επιλογές δενδροφύτευσης σε δρόμους και πλατείες, όπου έπρεπε να δεσπόζουν οι ελιές;
Συμπέρασμα -εκ του αποτελέσματος– είναι ότι και στην πόλη μας τις τελευταίες δεκαετίες (ειδικά μετά τους σεισμούς του 1986) ξεκίνησε η απαξίωση του «πολιτισμού του άστεως», με συνέπεια οτιδήποτε αστικό & βιομηχανικό να βρίσκεται στο στόχαστρο και στη λοιδορία μιας καταστροφικής ιδεολογικής αντίληψης που επικρατούσε εκείνη την εποχή, επειδή θεωρούσαν ότι ταυτιζόταν με το “μπουρζουά”. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χαθούν σημαντικά βιομηχανικά μνημεία άρρηκτα συνδεδεμένα με την οικονομική και κοινωνική ιστορία της πόλης, όπως το Ελαιουργείο-Σαπωνοποιείο Λιναρδάκη, που θα μπορούσε να αναπαλαιωθεί και να φιλοξενήσει σύγχρονες δραστηριότητες, όπως του αυτές του Φεστιβάλ Χορού, αντί να κατασκευαστεί στη θέση του νέο αλλά απρόσωπο κτήριο παντελώς άσχετο με την ιστορία της με κόστος μεγαλύτερο των 14 εκατ. ευρώ.
Σήμερα, για να ανταποκριθεί η Καλαμάτα στο ρόλο της και ως μητροπολιτικό κέντρο της Μεσσηνίας, για να ισχυροποιηθεί απέναντι στον ανταγωνισμό και να γίνει μια ΒΙΩΣΙΜΗ ΠΟΛΗ, πρέπει να συνδεθεί με το παρελθόν της και να αναδείξει τις ιδιαιτερότητές της. Η ανάδειξη των αρχαιοτήτων της Υπαπαντής, είναι ένα βήμα για να αναδειχθεί ο μακραίωνος βίος της Καλαμάτας και η ανάπλαση του Ιστορικού της Κέντρου είναι μια ευκαιρία για να συνδεθεί αυτό το μακρινό παρελθόν της πόλης με την πιο πρόσφατη ιστορία της. Μια ιστορία που ξεκίνησε στα βάθη των αιώνων (2.600-2.300 π.Χ.) και στους νεότερους χρόνους συνδέθηκε με παραδοσιακά αγροτικά προϊόντα, όπως οι ξακουστές σε ολόκληρο τον πλανήτη «Ελιές Καλαμών», μοναδικό συγκριτικό της πλεονέκτημα που παραμένει αναξιοποίητο.
Στους δύσκολους και χαλεπούς καιρούς μας, δεν έχουμε την πολυτέλεια να αφήνουμε τίποτα αναξιοποίητο. Είναι ώρα να πάψουμε να αναμασάμε τα ίδια και να κοπιάρουμε πολυφορεμένες ιδέες «ανάπλασης». Είναι ώρα να ακούσουμε τους επαΐοντες αρχιτέκτονες, τις ιδέες και τις προτάσεις τους και να ακολουθήσουμε τα λαμπρά παραδείγματα πόλεων που κατάφεραν με απλές ιδέες να μπουν στην διεθνή πρωτοπορία προβάλλοντας την ιστορία και τις ιδιαιτερότητές τους. Η Καλαμάτα έχει την τύχη να είναι ξεχωριστή, αρκεί να το δείξει!
Του Γιώργου Καραμπάτου
πρώην προέδρου του Επιμελητηρίου Μεσσηνίας