«ΘΑΡΡΟΣ» 20 Μαΐου 1939: Ένα Σαββατόβραδο στο «Ρεξ»

«ΘΑΡΡΟΣ» 20 Μαΐου 1939: Ένα Σαββατόβραδο στο «Ρεξ»

Είναι αλήθεια πως η Καλαμάτα μας απέκτησε ένα κέντρον – ξενοδοχείον αντάξιο της προόδου της πόλεως. Δεν είναι δυνατόν παρά η Καλαμάτα να οφείλη χάριτας στον Στασινόπουλο, που θέλησε να δώση στην πατρίδα του ένα ξεχωριστό στολίδι.

Η Καλαμάτα μας αρχίζει να γίνεται τουριστικό κέντρο, παρά το ότι καμμία ρεκλάμα δεν έγινε ποτέ γι’ αυτή, παρά το ότι κανείς δεν ησχολήθη σοβαρώς με το ζήτημα αυτό. Έπρεπε να γίνη το «Ρεξ» για να ιδή η πόλις μας για πρώτη φορά εκείνο που είδε τις ημέρες του Πάσχα.

Ποτέ η Καλαμάτα δεν είχε την τιμήν να δεχθή τόσους ξένους επισήμους και μη.

Η πρόσφατη κάθοδος στην πόλη μας της Α.Ε. του πρεσβευτού της Αμερικής Μακ-Βή, του μεγάλου αυτού φιλέλληνος, πρόκειται να έχη σπουδαίαν επίδρασιν στη διαφήμιση της Καλαμάτας ως τουριστικού κέντρου.

Ελάτε τώρα μαζί μου ένα Σαββατόβραδο στο «Ρεξ».

Θα με ρωτήσετε: Μα γιατί Σαββατόβραδο; Γιατί απλούστατα κάθε Σάββατο βράδυ το «Ρεξ» μαζεύει στις ωραίες αίθουσές του ό,τι εκλεκτό έχει να επιδείξη η Καλαμάτα σε πλούτο και ομορφιά.

Και εμάς μας ενδιαφέρει η… τελευταία.

Μια μικρή αλλά αρμονική ορχήστρα τοποθετημένη άριστα σκορπάει τους γλυκούς ήχους των τελευταίων ταγκό και κάπου κάπου τους τρελούς τόνους του «Λάμπεθ – γουώκ».

Είναι 8 βράδυ και το μπαρ έχει πιέννες. Ο Δραγώνας σκορπάει παντού μειδιάματα, τα ούζα πάνε κι έρχονται. Και οι μεζέδες καταβροχθίζονται στα γρήγορα.

Κατά τας 9 αρχίζουν να καταφθάνουν αθρόοι τακτικοί πελάται της σάλας.

Πετούν τα καπέλλα – αν έχουν – στα χέρια του «Γκρουμ» και τρέχουν να στροβιλισθούν στους μεθυστικούς ήχους του «άδικα πήγαν τα νειάτα μου», που μας άφησε ο πολύς Αττίκ περνώντας από την πόλη μας.

Εν τω μεταξύ ο Θανάσης τούς κυνηγάει για να τους δώσει τις «φύσες» τους.

Σε λίγο η σάλα έχει γεμίσει από όμορφα ζωντανά λουλούδια της Καλαματιανής σέρρας.

Κείνο που παρατηρεί κανείς – κι αυτό δεν είναι δικηά μου γνώμη – είναι ότι οι αρσενικοί υπολείπονται κατά πολύ σε ομορφιά από τους θηλυκούς.

Δηλαδή θέλω να πω, ότι η γυναικεία μερίς της πόλης μας έχει ομορφιές ανωτέρας κλάσεως, που οι αρσενικοί δεν μπορούν να συναγωνισθούν, γιατί όπως λένε και στα Ιπποδρόμια, είναι κατωτέρας κλάσεως.

Γιατί ενώ οι κυρίες και οι δεσποινίδες πάνε στο «Ρεξ» ντυμένες όλες τόσο χαριτωμένα, τόσο κουκλίστικα, περιποιημένες, οι άνδρες όπως κι όπως έρχονται στο μοναδικό αυτό κέντρο;

Πρέπει να ξέρουν ότι η όμορφη αυτή σάλα έχει και τις αξιώσεις της!

Θέλει να βλέπει κάτι το όμορφο, από την αρχή ως το τέλος.

Ναι, κύριοι, μη ξινίζετε!

Κάποιος νεαρός διορθώνει την γραβάτα του, τραβάει το σακάκι του, κουμπώνεται και κατευθύνεται προς το απέναντι τραπεζάκι, στο οποίο κάθεται παρέα περικλείουσα στους κόλπους της ζουμπουρλούδικο θηλυκό.

Κάμνει μια χαριτωμένη υπόκλιση εποχής Λουδοβίκου 14ου και ζητάει τη δεσποινίδα για το βαλς που μόλις άρχισεν η ορχήστρα.

Η δεσποινίς, τη στιγμή που ο ιππότης έκανε τη ρεβάνς, γνέφει στον εξάδελφό της που κάθεται δίπλα της να χορέψουν.

Και ο καϋμένος ο νεαρούλης μένει εμβρόντητος από το καζίκι που έπαθε.

Κρίμα στην αριστοτεχνική Λουδοβίκεια υπόκλιση…

Όμως, δεν είναι αυτό σωστό, δεσποινίς μου.

Αν δεν θέλετε να χορέψετε, μη πάτε σε δημόσιο χορό, ή σε χώρους που γίνεται χορός.

Αν δε, πάλι, δεν θέλετε να χορέψετε με κάποιον, φερθήτε πιο ευγενικά. Αποφύγετε με εύσχημο και ευγενικό τρόπο…

Να, πήτε του ότι έχετε… σκαρλατίνα και ποτέ μη λέτε ότι σας πονάει το ποδάρι. Πάει κρύωσε αυτό το κόλπο!

Πιο κάτω από την παρεούλα μας – εγώ και κάποιος παλιόφιλος – μια παρέα από αριστοκράτες ανοίγει σαμπάνιες και οι χαριτωμένες κυρίες της παρέας χοροπηδούν σε κάθε άνοιγμα φιάλης.

Λοιπόν τι τα θέλετε, τι τα γυρεύετε, η γυναίκα είναι ζώον επιδεικτικόν.

Πάρτην σε ένα κέντρο τρίτης τάξεως. Θα δης ότι θα χάση την μιλιά της, το κέφι της, το χρώμα της.

Πάρτην σε κάποιο κέντρο από τα λεγόμενα αριστοκρατικά. Ε, σίγουρα θα τα χάσης από την αλλαγή!

Τι ζωή, τι κέφι, τι γελάκια, τι ομορφιά, τι, τι…

Σαν δε είναι και λίγο όμορφη ε, τότε βλαστήμα τα!

Λοιπόν εμείς οι άνδρες ξέρετε γιατί γεννηθήκαμε;

Κείνα που λένε για στήριγμα της γυναίκας, για στύλος του σπιτιού και τα ρέστα, είναι κουραφέξαλα.

Γεννηθήκαμε, αγαπητοί μου, για να πληρώνουμε τα κορόιδα!

Μήπως ακόμη, σας παρακαλώ, μπορείτε να μου πήτε, ποια είναι η μεγαλείτερη και η πιο έξυπνη εφεύρεσι του ανθρωπίνου πνεύματος;

Σίγουρα ο Α θα μου πη ο Ηλεκτρισμός, ο Β το ραδιόφωνο, ο Γ ο ασύρματος κ.τ.λ. Όλοι σας δεν πήρατε ούτε τη βάση!

Λοιπόν προσέξτε:

Η μεγαλείτερη, η ευφυέστερη, η πιο μαγκιόρα εφεύρεση του ανθρώπου είναι ο χορός.

Ο χορός ο ευρωπαϊκός, να εξηγούμεθα, γιατί στους άλλους οι παληοί μας, πιο έξυπνοι εκείνοι, βρήκανε το μανδήλι, για να μη ιδρώνουν τάχα τα χέρια, στην  πραγματικότητα όμως για να μη μιλάνε με τα χέρια.

Στον χορό λοιπόν αρχίζουν οι πρώτοι από οφθαλμών ακροβολισμοί, ματιές λιγωμένες, τρελλές, μοιραίες.

Ύστερα φιγούρες στις στροφές του παθιάρικου ταγκό και ύστερα, ε! ύστερα… Λόγια αιώνιας αφοσιώσεως, πίστεως και αγάπης.

Είναι μεταμεσονύκτιον. Ο φίλος μου θαμπωμένος και ταραγμένος ζητάει να φύγουμε. Όχι για ύπνο. Α, όλα κι όλα, πάμε να αφήσουμε και αλλού τα λεφτά μας…