-«Η Τουρκία δεν επανακάμπτει νοτίως του Καστελόριζου και αυτό πρέπει να καταστεί σαφές προς πάσα κατεύθυνση»
-«Η ανάληψη πρωτοβουλιών της Ελλάδας για τον απεγκλωβισμό της από τα αδιέξοδα μιας πολυετούς αδράνειας μας εκπλήσσει ευχάριστα»
Τις τελευταίες 20 μέρες η χώρα μας βρίσκεται αντιμέτωπη με τη σοβαρότερη ελληνοτουρκική κρίση των τελευταίων 24 ετών. Οι «ισορροπίες» στην Ανατολική Μεσόγειο κρέμονται σε μια «κλωστή», καθώς οι «στόλοι» των δύο χωρών βρίσκονται σε πολεμική διάταξη για τρίτη εβδομάδα. Την ίδια στιγμή ένας διεθνής διπλωματικός «μαραθώνιος» βρίσκεται σε εξέλιξη με στόχο την αποκλιμάκωση. Παράλληλα με όλες αυτές τις εξελίξεις τους τελευταίους μήνες, το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών έχει προχωρήσει στην σύναψη σημαντικών συμφωνιών, όπως η ανακήρυξη ΑΟΖ με την Ιταλία και η μερική συμφωνία για ΑΟΖ με την Αίγυπτο. Τελευταία «είδηση», μέσα σ’ αυτόν τον καταιγισμό εξελίξεων, η δήλωση του πρωθυπουργού για επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ. προς δυσμάς. Ωστόσο, τόσο οι συμφωνίες με Ιταλία και Αίγυπτο όσο και η απόφαση για επέκταση των χωρικών υδάτων, στο Ιόνιο προς ώρας, έχουν επιφέρει και κριτική δημιουργώντας εύλογες απορίες.
Απάντηση σε αυτές τις απορίες επιχειρούμε να δώσουμε στη συνέντευξη που ακολουθεί με τον κ. Θεόδωρο Κατσούφρο. Με τον κ. Κατσούφρο είχαμε συνομιλήσει στο «Θάρρος» πριν από περίπου 9 μήνες, λίγες ημέρες μετά την επισύναψη του ανυπόστατου, όπως τονίζει, τουρκολιβυκού μνημονίου, το οποίο «πυροδότησε» τις εξελίξεις. Μιλώντας πάντα με βάση την εμπειρία του γύρω από το «Διεθνές Δίκαιο», μας δίνει απαντήσεις για τις συμφωνίες με Ιταλία και Αίγυπτο, για το τι σημαίνει η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνη στο Ιόνιο, ενώ καταθέτει και «ρηξικέλευθες» προτάσεις γύρω από την «επίμαχη» περιοχή του Καστελόριζου.
Συνέντευξη στον Κώστα Γαζούλη
Οι εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι καταιγιστικές. Πιστεύετε ότι η σύναψη των δύο συμφωνιών με την Ιταλία και την Αίγυπτο αλλά και η αναγγελία της επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης της Ελλάδας στο Ιόνιο θα οδηγήσουν σε περαιτέρω επιδείνωση ή θα συμβάλουν στην εκτόνωση της κρίσης;
Πιστεύω ότι η μέθοδος του κατευνασμού και της αδράνειας που ακολουθήσαμε τα τελευταία 45 χρόνια δεν απέδωσε. Χρειαζόμασταν αυτή τη φυγή προς τα εμπρός, ιδιαίτερα μετά την υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου.
Με αφορμή τη συζήτηση στη Βουλή των σχεδίων νόμου για την κύρωση των συμφωνιών με την Ιταλία και την Αίγυπτο και την αναγγελθείσα επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στο Ιόνιο, καλόν είναι να γίνει ένας πρώτος απολογισμός των πεπραγμένων. Καθώς δεν υπάρχουν ιδανικές λύσεις στις εξαιρετικά βεβαρυμένες σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία, οι συγκεκριμένες επιλογές της στην παρούσα συγκυρία ενδέχεται να βρεθούν δικαίως ή αδίκως στο στόχαστρο και να οδηγήσουν σε βλαπτικές πολιτικές αντιπαραθέσεις. Διευκρινίζω εξαρχής ότι η απάντηση στο αν το «παρών» ή η ένσταση αντισυνταγματικότητας κατά τη συζήτηση των συμφωνιών στην ολομέλεια της Βουλής μπορούν να χαρακτηριστούν ως πράξεις πολιτικής ευθύνης ή ανευθυνότητας ανήκει στους πολιτικούς αναλυτές. Αντιθέτως, ως δικαιοκεντρικές, οι σκέψεις και επισημάνσεις που ακολουθούν βασίζονται αποκλειστικά σε νομική επιχειρηματολογία.
Εκκινώ τη συλλογιστική μου από δύο αυτονόητες αλήθειες. Πρώτον, η αυστηρή τήρηση του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένου του δικαίου της θάλασσας, αποτελεί διαχρονικά τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Δεύτερον, κατά τη συζήτησή τους στην Βουλή, αντικείμενο της μεν συμφωνίας με την Ιταλία αποτέλεσε η οριοθέτηση των αντίστοιχων θαλάσσιων ζωνών δικαιοδοσίας, της δε συμφωνίας με την Αίγυπτο η οριοθέτηση της ΑΟΖ. Με άλλα λόγια, αμφότερες αφορούν λειτουργικές ζώνες εντός των οποίων ασκούνται κυριαρχικά δικαιώματα και όχι κυριαρχία. Άρα, οι απόψεις που ακούστηκαν ότι με τις συγκεκριμένες συμφωνίες απεμπολείται ή συρρικνώνεται η εθνική μας κυριαρχία μόνον ως αστειότητες μπορούν να εκληφθούν ή, στη χειρότερη περίπτωση, ως εκδηλώσεις λαϊκισμού. Τις διαψεύδει μάλιστα εκκωφαντικά η δήλωση του πρωθυπουργού ότι επίκειται η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης μας από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια στο Ιόνιο. Όταν γίνει πράξη, η επέκταση αυτή θα σημάνει βεβαίως αύξηση της εθνικής μας κυριαρχίας, εφόσον τα εσωτερικά ύδατα που θα περικλείονται από τις ευθείες γραμμές βάσης και η αιγιαλίτιδα ζώνη των 12 νμ εξομοιώνονται με έδαφος.
Μήπως όμως θα μπορούσε η μερική αυτή επέκταση να θεωρηθεί από την Τουρκία ως εκ μέρους μας αποδοχή του γεγονότος ότι το Αιγαίο αποτελεί θάλασσα ειδικών περιστάσεων;
Έχω την αίσθηση ότι η ορθή συναφώς υπόδειξη του Ευάγγελου Βενιζέλου (βλέπε την ηλεκτρονική έκδοση της Καθημερινής, 26 Αυγούστου 2020) ότι λόγοι υπαγορευόμενοι από την ανάγκη ύπαρξης «στρατηγικού ειρμού» καθιστούν επιτακτική τη ρητή διευκρίνιση ότι η επέκταση αυτή δεν θα χωρεί σε «αντιδιαστολή προς το Αιγαίο» ικανοποιείται ως καλυπτόμενη ήδη από τον Έλληνα ΥΠΕΞ, ο οποίος, κατά τη σχετική συζήτηση στη Βουλή, ανέφερε ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΕΞ μελετούν την επέκταση και νοτίως της Κρήτης. Εξάλλου, μετά την πρωθυπουργική ανακοίνωση ότι η επέκταση στα 12 νμ είναι «ένα δικαίωμα το οποίο η χώρα μας επιφυλάσσεται να ασκήσει μελλοντικά και σε άλλες θαλάσσιες περιοχές», δημοσιογραφικές πληροφορίες (βλέπε Β. Νέδος και Γ. Μπουρδάρας, «Στα 12 νμ τα χωρικά ύδατα στο Ιόνιο», ηλεκτρονική έκδοση της Καθημερινής, 27 Αυγούστου 2020) αναφέρουν ότι η κυβέρνηση αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο το ζήτημα να ρυθμιστεί «με ένα νόμο ο οποίος θα αφήνει σαφώς να εννοηθεί ότι η Ελλάδα διατηρεί ανά πάσα στιγμή το δικαίωμα επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης και στο Αιγαίο». Εξού και το γεγονός ότι το τουρκικά ΜΜΕ υποδέχθηκαν με δυσθυμία, εκνευρισμό και ανησυχία την ανακοίνωση του πρωθυπουργού (βλέπε iefimerida.gr, 27 Αυγούστου 2020).
Ένα ακόμη θετικό μήνυμα σχετικά με την επέκταση στα 12 νμ μάς έρχεται αναπάντεχα από τη γειτονική Αλβανία η οποία χαιρετίζει το αναγγελθέν μέτρο ευελπιστώντας ότι θα υπάρξει σύντομα και ελληνοαλβανική συμφωνία οριοθέτησης (βλέπε την ηλεκτρονική έκδοση της Καθημερινής, 27 Αυγούστου 2020). Ας μου επιτραπεί ένα σύντομο σχόλιο επ’ αυτού. Το γεγονός ότι το μεγαλύτερο τμήμα της προς οριοθέτηση θαλάσσιας περιοχής μεταξύ Αλβανίας και Ελλάδας ανήκει στα εσωτερικά ύδατα των δύο κρατών ή στην αιγιαλίτιδα ζώνη τους λειαίνει τις τυχόν δυσχέρειες του παρελθόντος λόγω της επέκτασης. Η οριοθέτηση της αιγιαλίτιδας ζώνης χωρεί βάσει της μέσης γραμμής σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 15 της Σύμβασης του 1982, σε αντίθεση με τα άρθρα 74 και 83 αυτής που αφορούν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ και προβλέπουν συμφωνία οριοθέτησης προς επίτευξη ενός δίκαιου αποτελέσματος.
Τέλος, θα προσέθετα και τη δική μου πρόταση προς τους αρμοδίους να σκεφτούν το ενδεχόμενο επέκτασης των 12 νμ και στο Καστελόριζο, όσο και αν φαίνεται ρηξικέλευθο. Η εκ μέρους της Τουρκίας επίκληση του γεγονότος ότι το Καστελόριζο ανήκει γεωγραφικά στην Ανατολική Μεσόγειο μάς επιτρέπει να εκλάβουμε ότι το casus belli ισχύει λογικά για το Αιγαίο, ενώ η ίδια η Τουρκία έχει υιοθετήσει από το 1964 αιγιαλίτιδα ζώνη 12 νμ στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Ελλάδα δεν οφείλει να λογοδοτήσει για την επέκταση καθόσον αυτή λαμβάνει χώρα με μονομερή πράξη και υπό τον όρο της συμμόρφωσής της στα προβλεπόμενα από το διεθνές δίκαιο όρια (12 νμ). Η κίνηση αυτή θα μας επέτρεπε να διευρύνουμε θεαματικά τη νότια θαλάσσια μετώπη του συμπλέγματος με αποτέλεσμα τη διαπλάτυνση του θαλάσσιου «διαδρόμου» που δικαιούται το σύμπλεγμα ως ΑΟΖ. Στο σημείο αυτό είναι εξαιρετικά κρίσιμο και χρήσιμο να υπομνηστεί ότι τόσο η διεθνής νομολογία (κυρίως η απόφαση του ΔΔΧ του 2002 στην υπόθεση Καμερούν/Νιγηρία) όσο και η διεθνής πρακτική (συμφωνία του 1978 μεταξύ Βενεζουέλας και Κάτω Χωρών/Ολλανδικών Αντιλλών, συμφωνία του 2018 μεταξύ Δανίας/νήσος Bornholm και Πολωνίας) διακρίνουν την περίπτωση της θαλάσσιας οριοθέτησης μεταξύ δύο κυρίαρχων κρατών, στο ένα εκ των οποίων ανήκει μία νήσος ή ένα νησιωτικό σύμπλεγμα, από εκείνη μεταξύ τριών κυρίαρχων κρατών, τα δύο εκ των οποίων διαθέτουν αντικείμενες μεταξύ τους ακτές, ενώ μία νήσος ή ένα νησιωτικό σύμπλεγμα που παρεμβάλλεται ανήκει σε ένα τρίτο κράτος, οπότε και δεν συντρέχει το φαινόμενο cut-off. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η παρουσία της νήσου ή του συμπλέγματος διακόπτει τη σχέση των ακτών των δύο κρατών ως αντικειμένων και η οριοθέτηση χωρεί μεταξύ του ενός εκ των δύο και του τρίτου. Συγκεκριμένα, στη θαλάσσια περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου μεταξύ Τουρκίας (Α κράτος), Αιγύπτου (Β κράτος) και Ελλάδας (Γ κράτος), αυτό σημαίνει ότι στην αντιστοιχούσα στη θαλάσσια μετώπη του συμπλέγματος ζώνη ενδιαφερόμενες για την οριοθέτηση είναι αποκλειστικά Αίγυπτος και Ελλάδα. Η Τουρκία δεν επανακάμπτει νοτίως του Καστελορίζου και αυτό πρέπει να αποτελέσει την κόκκινη γραμμή μας και να καταστεί σαφές προς πάσα κατεύθυνση (της Αιγύπτου συμπεριλαμβανομένης). Στο πλαίσιο της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923, η Τουρκία οριοθέτησε το 1932 τα θαλάσσια σύνορα της με το σύμπλεγμα του Καστελορίζου (προς βορράν) το οποίο ανήκε τότε στην Ιταλία. Τα όποια τουρκικά κυριαρχικά δικαιώματα εκτείνονται επομένως ανατολικά και δυτικά του συμπλέγματος, συνυπολογιζομένων εννοείται των θαλάσσιων ζωνών του βάσει της Σύμβασης του 1982.
Κατά την εκτίμησή σας, η συμφωνία με την Ιταλία είναι όντως επωφελής αν ληφθεί υπόψη ότι ασκήθηκε κριτική λόγω της αναγνώρισης υπέρ των Ιταλών αλιέων του δικαιώματος να αλιεύουν στην ελληνική θαλάσσια ζώνη από τα 6 έως τα 12 νμ;
Με αφετηρία το γεγονός ότι η οριογραμμή του 1977 καταλαμβάνει πλέον, εκτός από την υφαλοκρηπίδα, και την ΑΟΖ, εκτιμώ ότι έχει εξαντληθεί οποιαδήποτε συζήτηση επί του θέματος. Υπενθυμίζω απλώς ότι η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε το 1977 για την οριοθέτηση ήταν η μέση γραμμή, ενώ τα αντικείμενα των ιταλικών ακτών ελληνικά νησιά ελήφθησαν στο σύνολό τους υπόψη για τη χάραξή της με ήσσονος σημασίας διορθώσεις (βλέπε σχετικό άρθρο μου «Η ελληνοϊταλική συμφωνία της 24ης Μαΐου 1977 για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Ιονίου και οι ενδεχόμενες επιπτώσεις της στο Αιγαίο» στο νομικό περιοδικό Αρμενόπουλος, 1980, σελίδες 135 έως 152). Το σημαντικό στοιχείο που προσδίδει δηλαδή στη νέα συμφωνία προστιθέμενη αξία είναι η συμβατική καθιέρωση ελληνικής, ηπειρωτικής και νησιωτικής, ΑΟΖ. Εξάλλου, σύμφωνα με τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου, η νέα συμφωνία ήταν αναγκαία για την επέκταση της οριογραμμής της υφαλοκρηπίδας και στην ΑΟΖ (βλέπε απόφαση του ΔΔΧ του 2009 στην υπόθεση Ρουμανία/Ουκρανία, σκέψη 69, τελευταία παράγραφος). Άρα, τηρήθηκαν στο ακέραιο τα προαπαιτούμενα του διεθνούς δικαίου.
Ερχόμενος στις ενστάσεις λόγω των αναγνωριζόμενων αλιευτικών δικαιωμάτων στους Ιταλούς, αν και αναφέρονται ρητώς στη συμφωνία (άρθρο 3α), εμπίπτουν στη σφαίρα εφαρμογής του ενωσιακού και όχι του διεθνούς δικαίου. Η αλιεία, και συγκεκριμένα η διατήρηση και η διαχείριση των θαλάσσιων αλιευτικών πόρων, ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ήταν επομένως αναγκαία η συνημμένη στη συμφωνία κοινή γνωστοποίηση προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την οποία διασφαλίζεται η συνέχιση της δυνατότητας των Ιταλών αλιέων να αλιεύουν στα ύδατα μεταξύ 6 και 12 νμ και μετά την επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτισας ζώνης, υπό τον όρο της τήρησης τόσο της εθνικής όσο και της ενωσιακής αλιευτικής νομοθεσίας και με περιορισμούς στα είδη και στον αριθμό των αλιευτικών σκαφών. Σημειωτέον ότι οι Ιταλοί αλίευαν και αλιεύουν στα θαλάσσια ύδατα πέραν των 6 νμ, εφόσον πρόκειται ακόμη για διεθνή ύδατα, ενώ θα εξακολουθούν να αλιεύουν από τα 6 έως τα 12 νμ και μετά την επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης βάσει της συμφωνίας και της κοινής γνωστοποίησης, ενώ θα αποκλείονται όλοι οι άλλοι αλιείς της Ένωσης, όπως προβλέπει ο ισχύων κανονισμός 1380/2020. Τούτων λεχθέντων, δεν αναγνωρίζονται -και ευτυχώς-ιστορικά ή παραδοσιακά δικαιώματα στην Ιταλία, όπως προκύπτει και από τη ρητή μνεία του άρθρου 58 της Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας του 1982, το οποίο αναφέρεται στα δικαιώματα όλων των τρίτων κρατών εντός της εθνικής ΑΟΖ. Τέλος, όσον αφορά όλους τους αλιείς της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των Ιταλών, θα έχουν το δικαίωμα, λόγω της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου και σύμφωνα με την αρχή της ίσης πρόσβασης, να αλιεύουν εντός της ελληνικής ΑΟΖ μετά τα 12 νμ. Αυτό θα ίσχυε ούτως ή άλλως, είτε το συμφωνούσαμε είτε όχι με τους Ιταλούς. Σχετικοποιώντας λοιπόν την «εκχώρηση» των αλιευτικών δικαιωμάτων στους Ιταλούς, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η ελληνοϊταλική συμφωνία είναι επωφελής και για τα δύο συμβαλλόμενα μέρη και υπηρετεί λυσιτελώς τόσο τη διεθνή όσο και την ενωσιακή νομιμότητα.
Και η περισσότερο αμφισβητούμενη συμφωνία με την Αίγυπτο;
Η όποια αξιολόγηση πρέπει να γίνει στο πλαίσιο της παρούσας συγκυρίας. Η υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου υπήρξε καταλυτική για την επίσπευση των διαπραγματεύσεων με την Αίγυπτο και την επίτευξη της συμφωνίας για την, έστω και μερική, οριοθέτηση ως ανάχωμα στο μνημόνιο. Επιτρέψτε μου στο σημείο αυτό δύο επισημάνσεις σχετικά με τη νομική υπόσταση του μνημονίου που συνδέεται άμεσα με την αποδόμησή του και που έχει κακοποιηθεί και εξακολουθεί να κακοποιείται από μερίδα των ΜΜΕ, αλλά και από διάφορους πολιτικούς αναλυτές, πολιτικούς και από μέλη της διεθνολογικής κοινότητας. Πρώτον, ορθότατα και εξαρχής η Ελλάδα θεώρησε το μνημόνιο ως ανυπόστατο. Στο από 9 Δεκεμβρίου 2019 έγγραφο της μόνιμης αντιπροσωπείας της Ελλάδας στον ΟΗΕ, το μνημόνιο απορρίπτεται «in its entirety as null and void and without any effect» (στο σύνολό του ως ανυπόστατο και μη επαγόμενο οποιοδήποτε έννομο αποτέλεσμα). Την ίδια γραμμή ακολουθεί σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος της χώρας, επιδεικνύοντας πρωτοφανή ομοψυχία. Το εθνικό μέτωπο είναι αρραγές στο σημείο αυτό. Συντασσόμενος με τον πρώην πρόεδρο της Δημοκρατίας Π. Παυλόπουλο, ο οποίος το χαρακτηρίζει «όχι απλώς άκυρο αλλά παντελώς ανυπόστατο» (βλέπε τύπο της 6ης Δεκεμβρίου 2019) και «θεσμικώς διάτρητο και ανυπόστατο» (βλέπε τύπο της 3ης Ιανουαρίου 2020), ο Έλληνας ΥΠΕΞ διαμηνύει (από την επίσημη ιστοσελίδα του ΥΠΕΞ στις 9 Ιουνίου 2020) ότι «η οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών επιτυγχάνεται σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και όχι με ανυπόστατες συμφωνίες όπως η συμφωνία Τουρκίας- Sarraj». Στο ίδιο πνεύμα κινούνται και οι δηλώσεις του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης (βλέπε vouliwatch.gr/news/article/a-tsipras-i-krisi-sta-ellinotoyrkika-apotelesma-tis-kyvernitikis-adraneias, 4 Δεκεμβρίου 2019). Βαρύνουσα σημασία έχει το γεγονός ότι την ίδια άποψη διατυπώνουν με έγγραφά τους προς τον ΟΗΕ και η Αίγυπτος, η Κύπρος, η Συρία, τα ΗΑΕ και το Μπαχρέιν.
Ως ανυπόστατο, το μνημόνιο αποδομείται υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου. Θεωρείται ανύπαρκτο. Δεν παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι ουδενός, ούτε καν μεταξύ των ιδίων των συμβαλλομένων. Συνακόλουθα, δεν διέπεται από τις διατάξεις της Σύμβασης της Βιέννης του 1969 για το δίκαιο των Συνθηκών.
Δεύτερον, το μνημόνιο είναι ανίσχυρο και δεν λογίζεται ως ισχύουσα διεθνής συμφωνία εφόσον δεν ολοκληρώθηκε και ούτε πρόκειται να ολοκληρωθεί η διαδικασία επικύρωσής του από τη Λιβύη με δεδομένη την άρνηση της λιβυκής Βουλής των Αντιπροσώπων να συμπράξει.
Ως εκ τούτου είναι άκρως επικίνδυνο να θεωρείται στην Ελλάδα ως «ισχύουσα συμφωνία».
Πώς νομίζετε ότι η ελληνοαιγυτιακή συμφωνία συμβάλλει στην αποδόμηση του μνημονίου;
Όπως προείπα, η νομική αποδόμησή του συντελείται με τον χαρακτηρισμό του ως ανυπόστατης συμφωνίας. Η ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία το αποδομεί στην πράξη στον βαθμό που το καλύπτει χωρικά. Δεν το αντικαθιστά ακυρώνοντάς το αφού πρόκειται για ανύπαρκτη συμφωνία αλλά οριοθετεί την ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου εξ αρχής και μάλιστα εγκύρως.
Σε αντίθεση με το μνημόνιο, πρόκειται για συμφωνία οριοθέτησης μεταξύ δύο κυρίαρχων κρατών με ευθέως αντικείμενες ακτές βάσει των συναφών διατάξεων της Σύμβασης του 1982, στην οποία είναι αμφότερα συμβαλλόμενα μέρη. Το άρθρο 5 της συμφωνίας προβλέπει την επικύρωσή της και τη θέση της σε ισχύ κατά την ημερομηνία ανταλλαγής των οργάνων επικύρωσης, οπότε και θα κινηθεί η διαδικασία καταχώρισής της στον ΟΗΕ, χωρίς τα εμπόδια στα οποία προσκρούει το μνημόνιο όπως προεξέθεσα. Επομένως, δεν νοείται να αναφερόμαστε σε «διεμβολισμό» ο οποίος προϋποθέτει την «ύπαρξη» του ψευδομνημονίου. Η ανωτέρω επενέργεια της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας αποτελεί το κύριο επίτευγμά της. Αλλά δεν είναι το μόνο. Σημαντικότατη είναι και η αναγνώριση του νησιωτικού τόξου Κρήτης-Κάσου-Καρπάθου και Ρόδου ως αντικείμενης στην αιγυπτιακή ελληνικής ακτής από την οποία υπολογίζεται η οριογραμμή, οπότε καταρρίπτονται πανηγυρικά οι ανερμάτιστοι τουρκικοί ισχυρισμοί ότι ο υπολογισμός πρέπει να χωρεί από τις αντικείμενες ηπειρωτικές ακτές των παράκτιων κρατών και να αγνοούνται παντελώς και αδιακρίτως τα νησιά.
Πώς εξηγείτε όμως τη μερική οριοθέτηση; Το στοιχείο αυτό δεν αφήνει κάποιο αρνητικό αποτύπωμα τελικά;
Θα είμαι κατηγορηματικός. Πρώτον, η μερική οριοθέτηση δεν αποτελεί καινοφανή λύση. Τη γνωρίζει τόσο η διεθνής νομολογία (βλέπε τις αποφάσεις του ΔΔΧ του 1985 στην υπόθεση Λιβύη/Μάλτα και του 2002 στην υπόθεση Καμερούν/Νιγηρία) όσο και η διεθνής πρακτική.
Θα σταθώ σε μία λεπτομέρεια με σημειολογική σημασία για τη σημερινή στάση της Γερμανίας η οποία έτυχε στο παρελθόν ανάλογης μεταχείρισης από δύο γειτονικές της χώρες, και συγκεκριμένα τη Δανία και τις Κάτω Χώρες. Η Γερμανία υπέγραψε το 1965 με τη Δανία και το 1964 με τις Κάτω Χώρες συμφωνίες για τη μερική οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας τους στη Βόρεια Θάλασσα. Ακολούθως, το 1966 Δανία και Κάτω Χώρες οριοθέτησαν μεταξύ τους, με συμφωνία βάσει της μέσης γραμμής, την υφαλοκρηπίδα τους στη Βόρεια Θάλασσα, αγνοώντας την παρεμβαλλόμενη Γερμανία. Εκτιμώντας ότι η εν λόγω συμφωνία συνιστούσε res inte alios acta (πράξη τρίτων), μη δεσμευτική για την ίδια, και μη αποδεχόμενη το αποτέλεσμά της, η Γερμανία συνήψε με τις δύο χώρες συνυποσχετικά για την από κοινού προσφυγή στο ΔΔΧ προς επίλυση της διαφοράς τους. Με την απόφασή του του 1969, το ΔΔΧ προσδιόρισε τις αρχές και τους κανόνες δικαίου που ρύθμιζαν τότε την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και αποτέλεσαν τη βάση για τη σύναψη ταυτόσημων συμφωνιών της Γερμανίας με Δανία και Κάτω Χώρες το 1971. Με τις νέες αυτές συμφωνίες και από την έναρξή ισχύος τους, η ολλανδοδανική συμφωνία του 1966 έπαυε να παράγει έννομα αποτελέσμα, ενώ στην πράξη Δανία και Κάτω Χώρες δεν διέθεταν πλέον κοινά θαλάσσια σύνορα. Η ιστορία επαναλαμβάνεται λοιπόν και δεν δικαιολογεί τη σημερινή «ουδέτερη» στάση της Γερμανίας εν προκειμένω.
Επανερχόμενος στην ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία, θυμίζω ότι το άρθρο 1 αυτής προβλέπει την «ολοκλήρωση» της οριοθέτησης πέραν του σημείου Α (ανατολικά) και Ε (δυτικά) μεταξύ των μερών και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Ως εκ τούτου, δεν τίθεται θέμα παραίτησης της Ελλάδας από τα κυριαρχικά δικαιώματά της που απορρέουν από την παρουσία της Ρόδου και του συμπλέγματος του Καστελορίζου. Θα τολμούσα δε να υποστηρίξω ότι ορθώς η Ρόδος δεν συμπεριελήφθη ολόκληρη στην οριοθέτηση επειδή σε μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι το Καστελόριζο αποκόπτεται από το νησιωτικό κορμό της Δωδεκανήσου στον οποίο ανήκει ιστορικά, γεωγραφικά, οικονομικά, πολιτισμικά και διοικητικά. Θα υπογράμμιζα μάλιστα ότι οι δύο χώρες επέδειξαν υποδειγματική αυτοσυγκράτηση, σοβαρότητα και σεβασμό στο διεθνές δίκαιο, αποδεχόμενες με τη στάση τους ότι οι τυχόν διαφορές με τρίτα εμπλεκόμενα στην περιοχή παράκτια κράτη (Τουρκία και Λιβύη) μπορούν να επιλυθούν ειρηνικά, καλόπιστα και πολιτισμένα (όπως μεταξύ Γερμανίας, Δανίας και Κάτω Χωρών) με διαπραγματεύσεις ή και με προσφυγή στη διεθνή δικαιοσύνη.
Άρα, και στο πλαίσιο της συμφωνίας με την Αίγυπτο, η Ελλάδα απέδειξε έμπρακτα την πίστη της στο διεθνές δίκαιο.
Έχετε, τελικά, κάποια συγκεκριμένη ενθαρρυντική πρόταση για την ευόδωση της μέχρι σήμερα αναληφθείσας προσπάθειας;
Με βάση τα όσα προανέφερα, θεωρώ ότι καθίσταται αδήριτη ανάγκη η άμεση επανέναρξη και ταχύτατη ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για την οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Αίγυπτο. Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων θα ήταν ευκταίο να προσέλθει και η Κύπρος. Εξαιρώ προς το παρόν την Τουρκία λόγω της αδιαλλαξίας της και της μη αναγνώρισης της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά και τη Λιβύη λόγω της συνεχιζόμενης πολιτικής αστάθειας. Στην υποθετική περίπτωση της μη επιτυχούς έκβασης των διαπραγματεύσεων προτείνω την άμεση σύναψη συνυποσχετικού με Αίγυπτο και Κύπρο για την προσφυγή στο ΔΔΧ. Αν η συμμετοχή της Κύπρου κριθεί πολιτικά ανέφικτη ή άκαιρη, επιβάλλεται η από κοινού προσφυγή με την Αίγυπτο στο ΔΔΧ, αφήνοντας την Κύπρο να παρέμβει κατά την δίκη ενώπιον του ΔΔΧ. Βάσει του άρθρου 63 του Καταστατικού του ΔΔΧ, η Κύπρος δικαιούται να παρέμβει ως συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση του 1982 η οποία και θα αποτελεί κατά βάση το εφαρμοστέο από το ΔΔΧ δίκαιο. Το τεράστιο πλεονέκτημα της διαδικασίας αυτής έγκειται στο ότι θα αναγνωριστεί το ενιαίο και αδιαίρετο της Κυπριακής Δημοκρατίας ως ανεξάρτητου κράτους εκπροσωπούμενου από τη νόμιμη κυβέρνησή του.
Ποιο είναι το συμπέρασμά σας από όλο αυτό τον «καταιγισμό» εξελίξεων σε διπλωματικό επίπεδο τους τελευταίους μήνες;
Συνδέοντας την αμέσως προηγούμενη πρότασή μου με τον αρχικό στόχο του απολογισμού, θα τολμούσα να διατυπώσω την άποψη ότι, αν ο σεβασμός στο διεθνές δίκαιο αποτελεί θεωρητικώς τον πυλώνα της εξωτερικής μας πολιτικής, η μετουσίωση του σε πράξη είναι το μέγα ζητούμενο. Η παρατηρούμενη τελευταία κινητικότητα της Ελλάδας και η ανάληψη πρωτοβουλιών για τον απεγκλωβισμό της από τα αδιέξοδα μιας πολυετούς αδράνειας μάς εκπλήσσει ευχάριστα για τον λόγο ότι τα θετικά βήματα επιβεβαιώνουν εντέλει τη μετάβαση από τους λόγους στις πράξεις.
*O Θεόδωρος Κατσούφρος είναι Νομικός διεθνολόγος, μέλος της Ελληνικής Εταιρίας Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων, συνεργάτης του Ευρωπαϊκού Κέντρου Αριστείας του ΕΚΠΑ, πρώην υπάλληλος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διεύθυνση email : themakats@gmail.com.