Συρρίκνωση των πωλήσεων – διόγκωση της απαισιοδοξίας
Μια πρώτη αποτίμηση των επιπτώσεων της κρίσης του κορωνοϊού σε πανελλαδικό δείγμα επιχειρήσεων λιανικού εμπορίου επιχειρεί η εξαμηνιαία έρευνα του Ινστιτούτου Εμπορίου και Υπηρεσιών (ΙΝ.ΕΜ.Υ) που είναι το επίσημο επιστημονικό ινστιτούτο της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (Ε.Σ.Ε.Ε.).
Όπως προκύπτει, χωρίς αμφιβολία τα αποτελέσματα συμβαδίζουν με εκείνα της ΕΛΣΤΑΤ, φωτίζουν ωστόσο πλευρές της επιχειρηματικότητας στο λιανικό εμπόριο που μπορεί να συμβάλλουν στη συγκρότηση πολιτικών. Για τη συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων (σχεδόν οι 9 στις 10) ο κύκλος εργασιών του 2020 θα είναι χαμηλότερος σε σύγκριση με την περυσινή χρονιά (2019) λόγω της πανδημίας.
Ωστόσο, από την έρευνα καταγραφής των «λουκέτων» που πραγματοποιεί τα τελευταία 10 χρόνια το ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ- φαίνεται ότι η επιχειρηματικότητα προς το παρόν αντέχει παρά τα όποια περιοριστικά μέτρα έχουν επιβληθεί. Με άλλα λόγια, φαίνεται ότι η αγορά τήρησε στάση αναμονής.
Επιπτώσεις
Πέρα από κάθε αμφιβολία, το αποτύπωμα της πανδημίας στο οικοσύστημα του λιανικού εμπορίου είναι βαθύ επηρεάζοντας αρνητικά τις προσδοκίες των οικονομικών μονάδων. Όμως, οι επιπτώσεις δεν κατανέμονται ισόρροπα και με μια κανονικότητα. Μία από τις συνέπειες της πανδημίας είναι η αύξηση της έντασης των διακλαδικών και των διαπεριφερειακών αντιθέσεων. Είναι χαρακτηριστικό πως κάποιες Περιφέρειες, εν μέσω βέβαια ισχυρών πιέσεων, διατηρούν υψηλότερους βαθμούς ανθεκτικότητας, π.χ. η Αττική έναντι των νησιωτικών περιοχών, οι οποίες επλήγησαν σε συντριπτικό βαθμό εξαιτίας της πτώσης της τουριστικής κίνησης.
Το στοιχείο αυτό τεκμηριώνει και την ιδιότυπη αντοχή που παρατηρείται στην πορεία των λουκέτων στην Περιφέρεια Αττικής. Παράλληλα, παρόμοιες αντιθέσεις επιταχύνονται και σε κλαδικό επίπεδο.
Για παράδειγμα (όπως φαίνεται και στον αντίστοιχο πίνακα) οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο λιανικό εμπόριο τροφίμων εμφανίζουν σχετικά λιγότερο αρνητικές εκτιμήσεις για την πορεία του κύκλου εργασιών το 2020 συγκριτικά με την ένδυση-υπόδηση. Η διττή αυτή παρατήρηση δείχνει πως οι επιπτώσεις της πανδημίας του COVID-19 δεν είναι σε καμία περίπτωση οριζόντιες. Για το λόγο αυτό μια βαθύτερη προσέγγιση των επιπτώσεων της ύφεσης θα οδηγήσει στη διαμόρφωση κατάλληλων εργαλείων και πολιτικών για την αντιμετώπιση του ισχυρού αρνητικού αντίκτυπου.
Κύκλος εργασιών
Ο μέσος όρος πτώσης του κύκλου εργασιών, για όσες επιχειρήσεις θα έχουν μικρότερες πωλήσεις φέτος συγκριτικά με πέρυσι, διαμορφώνεται σε 50%. Το στοιχείο αυτό μοιάζει να συμβαδίζει με τη χρονοσειρά των σημειακών εκτιμήσεων του τζίρου, όπου παρατηρείται μείωση κατά 20% του μέσου τζίρου των επιχειρήσεων κατά το πρώτο εξάμηνο σε σύγκριση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2019.
Μία ακόμη εξαιρετικά ανησυχητική επίπτωση της κρίσης COVID 19 εντοπίζεται στον τομέα των επενδύσεων, όπου σχεδόν οι μισές επιχειρήσεις ακύρωσαν προγραμματισμένες επενδύσεις.
Ο αντίκτυπος αυτής της εκτεταμένης αποεπένδυσης θα είναι ιδιαίτερα ισχυρός, καθώς η αρνητική απάντηση δε σημαίνει κατ’ ανάγκη τη χρονική μετατόπισή τους. Ως εκ τούτου, η έλλειψη επενδύσεων θέτει σε κίνδυνο την προσπάθεια προσαρμογής στο νέο, γεμάτο προκλήσεις οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον.
Η έρευνα καταγράφει σημαντικές καθυστερήσεις/ ακυρώσεις στις παραγγελίες μετά την άρση του “Lockdown”.
Επτά στις δέκα επιχειρήσεις παρατήρησαν καθυστερήσεις στις παραγγελίες τους ή προχώρησαν σε ακυρώσεις εξαιτίας του δυσμενούς περιβάλλοντος που προκάλεσε η πανδημία. Σημειώνονται, λοιπόν, αναταράξεις στην εφοδιαστική αλυσίδα, φαινόμενο μάλιστα που επηρεάζει τη λειτουργία των επιχειρήσεων σε διεθνές επίπεδο, με τις μεγαλύτερες και περισσότερο οργανωμένες να φαίνεται να εδραιώνονται και να αποσπούν νέα μερίδια αγοράς.
Παράλληλα, σημαντικές είναι οι διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται στην εφοδιαστική αλυσίδα κατά επιμέρους κλάδο δραστηριότητας. Κι εδώ τα μεγαλύτερα εμπόδια αντιμετωπίζουν η ένδυση και υπόδηση και ακολουθούν οι άλλοι υποκλάδοι, ενώ στα τρόφιμα η εικόνα είναι σαφώς βελτιωμένη, χωρίς όμως να λείπουν και εκεί τα προβλήματα.
Αύξηση πώλησης ελληνικών προϊόντων
Ένα από τα ενδιαφέροντα ευρήματα της έρευνας είναι ότι η συμμετοχή των ελληνικών προϊόντων που εμπορεύονται οι εμπορικές επιχειρήσεις αυξάνεται σε σύγκριση την προηγούμενη περίοδο.
Η διατάραξη της εφοδιαστικής αλυσίδας λόγω του COVID-19 ενδέχεται να επιτάχυνε την τάση αυτή, ενώ η παγιοποίησή της δύναται να συμβάλει στη διεύρυνση των αλυσίδων αξίας της ελληνικής οικονομίας.
Σχεδόν έξι στις δέκα επιχειρήσεις έκαναν χρήση της εμπρόθεσμης καταβολής ασφαλιστικών εισφορών με έκπτωση 25%.
Ως εκ τούτου, η συγκεκριμένη πρωτοβουλία κινήθηκε προς τη σωστή κατεύθυνση για την άμβλυνση των επιπτώσεων της πανδημίας. Ωστόσο, τέσσερις στις δέκα επιχειρήσεις δεν κατόρθωσαν να επωφεληθούν του μέτρου, γεγονός ενδεικτικό του μεγέθους των πιέσεων που δέχθηκαν οι επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου, της περιορισμένης ρευστότητας, αλλά και της αβεβαιότητας για τις εξελίξεις στο μέλλον.
Υψηλή ήταν η απήχηση του μέτρου καταβολής μειωμένου μισθώματος κατά 40% τους μήνες Μάρτιο έως Ιούνιο, καθώς επωφελήθηκαν σχεδόν οκτώ στις δέκα επιχειρήσεις.
Από την άλλη, περίπου δύο στις δέκα επιχειρήσεις δεν αξιοποίησαν τη συγκεκριμένη παρέμβαση για διάφορους λόγους.
Παρόμοια είναι η εικόνα για τις επιχειρήσεις που χρηματοδοτήθηκαν μέσω Αποζημίωσης Ειδικού Σκοπού.
Το μάλλον υψηλό ποσοστό των επιχειρήσεων που δεν επωφελήθηκε από το μέτρο αυτό, μπορεί να οφείλεται κυρίως και στο είδος των επιχειρήσεων που ερωτήθηκαν (π.χ. επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη λιανική τροφίμων).
Μόλις 3 στις 10 ωφελήθηκαν από τη χρηματοδότηση μέσω της 1ης φάσης της Επιστρεπτέας Προκαταβολής.
Πιθανόν, το πολύ αυστηρό πλαίσιο της πρώτης φάσης εφαρμογής, ιδιαίτερα αν το τελευταίο συγκριθεί με εκείνο της αντίστοιχης δεύτερης, περιόρισε, τουλάχιστον σε πρώτο στάδιο, τους ωφελημένους στις επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου. Παρόλα αυτά, οι διορθωτικές κινήσεις της δεύτερης φάσης του μέτρου αποκατέστησαν σε σημαντικό βαθμό τις καταγεγραμμένες στρεβλώσεις και αδικίες, ενώ η επικείμενη τρίτη και τελευταία φάση εκτιμάται πως θα διευρύνει ακόμη περισσότερο των αριθμό των δικαιούχων.
Προσδοκίες – εκτιμήσεις
Ενδεικτικό της αβεβαιότητας αλλά και της απαισιοδοξίας της αγοράς αποτελεί και η εκτίμηση των επιχειρήσεων του λιανικού σχετικά με το χρονικό διάστημα που θα χρειαστεί για την επαναφορά στην προ της πανδημίας κατάσταση.
Σχεδόν έξι στις δέκα επιχειρήσεις (55%) θεωρούν ότι θα χρειαστούν τουλάχιστον δύο χρόνια για την αποκατάσταση της ομαλότητας, ενώ μία στις δέκα εξαρτά την απάντησή της από το εάν θα υπάρξει δεύτερο κύμα της πανδημίας ή όχι. Αντίθετα, μόλις το 6,1% των επιχειρήσεων πιστεύουν πως η αγορά έχει ήδη επιστρέψει στην προτέρα κατάσταση ή θα το κάνει εντός του επόμενου εξαμήνου.
Ο αντίκτυπος της πανδημίας αποτυπώνεται τόσο στις αγορές εμπορευμάτων όσο και στον εξαμηνιαίο κύκλο εργασιών. Μία στις δύο επιχειρήσεις προβλέπει ότι το επόμενο εξάμηνο η συνολική κατάσταση της επιχείρησης θα είναι χειρότερη από εκείνη του α΄ εξαμήνου του 2020.
Στο ίδιο πλαίσιο, οι μισές επιχειρήσεις εκτιμούν ότι ο κύκλος εργασιών κατά το πρώτο εξάμηνο του 2020 θα μειωθεί σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους.
Ωστόσο, μάλλον ενθαρρυντικά είναι τα αποτελέσματα για την αγορά εργασίας, καθώς η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων προβλέπει ότι θα διατηρήσει σταθερές τις θέσεις μισθωτής απασχόλησης το δεύτερο εξάμηνο του 2020.
Το πρώτο εξάμηνο του έτους οι αγορές περιορίστηκαν κατά 14,7% σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2019, ενώ το ίδιο διάστημα ο τζίρος των επιχειρήσεων μειώθηκε κατά 20,2%. Η εικόνα αυτή συνδέεται με τις απαντήσεις των επιχειρήσεων, καθώς οι επτά στις δέκα έκαναν λιγότερες αγορές εμπορευμάτων σε σύγκριση με το προηγούμενο εξάμηνο και οι οκτώ στις δέκα υποστήριξαν ότι οι πωλήσεις ήταν χαμηλότερες για την ίδια περίοδο.
Η επιδείνωση των συνθηκών στην αγορά αποτυπώνεται και στις μεταβολές του κύκλου εργασιών το πρώτο εξάμηνο του 2020 σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό.
Το εύρημα αυτό είναι ενδεικτικό του μεγέθους των πιέσεων που δέχθηκε η αγορά κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, μετά μάλιστα μια μακρά περίοδο ισχυρών αναταράξεων εξαιτίας της οικονομικής κρίσης.
Μόλις δύο στις δέκα επιχειρήσεις διαθέτουν υπηρεσία ηλεκτρονικών παραγγελιών, η ύπαρξη της οποίας ήταν άκρως απαραίτητη για την πραγματοποίηση πωλήσεων κατά την κορύφωση της κρίσης υγείας το πρώτο εξάμηνο του έτους.
Το εν λόγω εύρημα δεν προκαλεί εντύπωση, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη η πυκνότητα των εξελίξεων και ο αιφνιδιασμός της αγοράς από το μέγεθος των επιπτώσεων σε συνδυασμό με την έλλειψη κινήτρων και το δισταγμό των πολλών επιχειρηματιών να επενδύσουν σε νέες τεχνολογίες, ιδιαίτερα όταν η διαδοχή δεν είναι εξασφαλισμένη. Από την άλλη, η αποεπένδυση που παρατηρήθηκε στο λιανικό εμπόριο σίγουρα αποτελεί ένα ακόμη εμπόδιο στην προσπάθεια αναβάθμισης των ψηφιακών δυνατοτήτων των επιχειρήσεων του κλάδου.
Η αντοχή των «λουκέτων»
Σε επίπεδο συνόλου καταγραφών, τα λουκέτα αυξάνονται οριακά κατά 1,08% σε σχέση με το Μάρτιο του 2019. Ωστόσο, η μείωση αυτή δεν είναι καθολική, αλλά παρουσιάζει διακυμάνσεις ανά αγορά. Έτσι, η Αθήνα παρουσιάζει οριακή βελτίωση, ενώ αντίθετα στις πολύ σημαντικές αγορές του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης και της Πάτρας καταγράφονται αυξήσεις της τάξης του 1% στα κλειστά καταστήματα.
Ωστόσο, οι μεταβολές που καταγράφονται δεν οφείλονται αποκλειστικά και μόνο στις επιπτώσεις της πανδημίας, αλλά και στην έντονη κινητικότητα της επιχειρηματικότητας που καταγράφεται στα κέντρα των πόλεων. Από την έρευνα κατέστη σαφές ότι σχεδόν το 50% του συνόλου των «λουκέτων» της περιόδου καταγραφής είχε γίνει πριν από το «Lockdown».
Σε γενικές γραμμές παρατηρείται μία ελαφρά υποχώρηση της παρουσίας του εμπορίου, η οποία εν πολλοίς ισοφαρίζεται από την ενίσχυση της παρουσίας των λοιπών κλάδων οικονομικής δραστηριότητας. Η εστίαση, παρά τα όποια περιοριστικά μέτρα έχουν επιβληθεί, φαίνεται να αντέχει και να ενισχύει οριακά την παρουσία της σε όλες σχεδόν τις τοπικές αγορές.
Συνοψίζοντας, η έρευνα καταλήγει: «Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η επιχειρηματικότητα προς το παρόν φαίνεται να αντέχει παρά τα όποια περιοριστικά μέτρα έχουν επιβληθεί. Με άλλα λόγια, φαίνεται ότι η αγορά τήρησε στάση αναμονής, προσδοκώντας αυξημένο τζίρο λόγω τουριστικών ροών. Σε αυτό βοήθησαν και τα μέτρα υποστήριξης της επιχειρηματικότητας, αλλά και η άτυπη αναστολή είσπραξης ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς (Εφορία, ΕΦΚΑ, ΔΕΚΟ, ιδιοκτήτες κ.λπ.). Εκ των υστέρων θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα μέτρα αυτά ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά θα πρέπει να επεκταθούν για να καλυφθούν οι μειωμένοι τζίροι της θερινής περιόδου (έλλειψη τουριστικών ροών), αλλά και οι επιπτώσεις του δεύτερου διαφαινόμενου κύματος πανδημίας που είναι προ των πυλών».
Β.Β.