Ν. Βατόπουλος: Η αστική αναδιάταξη πρέπει να γίνει εθνικό όραμα

Ν. Βατόπουλος: Η αστική αναδιάταξη  πρέπει να γίνει εθνικό όραμα

Το βιβλίο του «Όπου και να ταξιδέψω. Περπατώντας σε 24 πόλεις» των εκδόσεων Μεταίχμιο παρουσίασε ο Νίκος Βατόπουλος, προχθές το απόγευμα, στο Ιστορικό Δημαρχείο Καλαμάτας. Η εκδήλωση έγινε σε συνεργασία με το βιβλιοπωλείο BOOKMARK του Λυκούργου Καρολεμέα και μίλησαν ο δημοσιογράφος-συγγραφέας Ηλίας Μπιτσάνης και o πολιτικός μηχανικός-συνδημιουργός της πλατφόρμας «Οι φωνές μέσα από τα κτήρια: Η Ιστορία των κτηρίων της Καλαμάτας», Βασίλης Παπαευσταθίου. Συμμετείχε και ο Σωτήρης Θεοδωρόπουλος, εκπαιδευτικός, ιδρυτής της ομάδας «Πάμε Βόλτα».
Στην προσωπική του σελίδα στο facebook ο Βασίλης Παπαευσταθίου έγραψε, μεταξύ άλλων, για την εκδήλωση: “Βρισκόμαστε σε ένα πολύ σημαντικό κτήριο στην καρδιά της Καλαμάτας, το Ιστορικό Δημαρχείο της πόλης, ένα κτήριο φορτωμένο ιστορική και κοινωνική μνήμη. Ευχαριστούμε ιδιαίτερα το δήμαρχο της πόλης που μας το παραχώρησε για την εκδήλωση.
Ο Νίκος Βατόπουλος γεννήθηκε το 1960 στην Αθήνα. Σπούδασε Κοινωνιολογία και εκπαιδεύτηκε Μεταπτυχιακά στις Ευρωπαϊκές Σπουδές στο Ηνωμένο Βασίλειο. Από το 1988 εργάζεται στην “Καθημερινή”. Έχει αποκτήσει ειδίκευση για θέματα αθηναϊκού περιβάλλοντος, δίνει συχνά ομιλίες με θέμα την Αθήνα και διοργανώνει περιπάτους στον αρχιτεκτονικό ιστό της πόλης.
Απ’ όλες τις ιδιότητές του, βρίσκω γοητευτική την ενασχόλησή του ως Αθηναιογράφος, ακολουθώντας μια μακρά παράδοση που ξεκίνησε από τον Καμπούρογλου και τον Στ. Παγανέλη, τον Κ. Μπίρη και τον Γ. Καιροφύλλα, έως τη Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη και τον Δημήτρη Φιλιππίδη. Κατά μία έννοια ο Φρέντυ Γερμανός και η Ελένη Βλάχου ήταν επίσης Αθηναιογράφοι.
Ανήκει, δηλαδή, σε αυτό το ιδιαίτερο είδος της δημοσιογραφικής γραφής, του χρονογραφήματος, της ερασιτεχνικής ιστορίας, της ανεκδοτολογίας, των απομνημονευμάτων και της αποθησαύρισης άχρηστων και χρήσιμων πληροφοριών. Είναι, με άλλα λόγια, ο ανεπίσημος ιστορητής της εξέλιξης μιας πόλης όχι μόνο μέσα από τα επίσημα τεκμήρια της, αλλά και μέσα από τα μονοπάτια στα οποία τον οδηγεί η έρευνα του.
Όπως γράφει και ο ίδιος, ερχόμενος “πλήρης από την Αθήνα, εκπαιδευμένος στην αστική ιχνηλασία, ώριμος να δεχθεί ποικίλες εκδοχές ενός τρόπου ζωής που του ήταν οικείος και ξένος”, ο Νίκος Βατόπουλος ξεκίνησε ως περιηγητής στον τόπο του, να περπατήσει την υπόλοιπη Ελλάδα με κεντρική θεώρηση τη μεγάλη αγάπη του για τις ελληνικές πόλεις, για την Ιστορία, το παρελθόν και το μέλλον, και τους ανθρώπους που έζησαν, ζουν και θα ζήσουν.
“Όσο προχωρούσα στο σώμα της Ελλάδας, από την Πελοπόννησο ως τη Θράκη, τόσο μεγάλωνε η επιθυμία αυτή. Έβλεπα την κακή οικιστική εξέλιξη, που σε πολλές πόλεις άρχισε στη διάρκεια της δικτατορίας, έβλεπα μια διάχυτη αδιαφορία και ασυδοσία, αλλά μαζί έβλεπα όχι μόνο τη δυνατότητα, αλλά κυρίως την ομορφιά. Όψεις μια Ελλάδας, εξωραϊσμένης πλέον στην κοινή αντίληψη αλλά απολύτως υπαρκτής και ανοικτής σε ερμηνείες και προσεγγίσεις.
Από ένα απλό σπίτι σε μια συνοικία ως ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο, από μια μισοσβησμένη αγιογραφία ως το περίγραμμα ενός αιωνόβιου δέντρου και από την ατμόσφαιρα ενός παλιού καφενείου ως την αυλή ενός σχολείου, η Ελλάδα έστελνε διαρκώς σήματα. Υπήρχε μια συνέχεια και εγώ ακολουθούσα μια πορεία”, αναφέρει.
Από την Κομοτηνή και τη Φλώρινα μέχρι την Ερμούπολη και τη Ρόδο η διαδρομή του τον φέρνει στην Καλαμάτα, την πόλη που γεννήθηκε ο παππούς του το 1894, μια πόλη για να τη χαίρεσαι, όπως γράφει ο Νίκος Βατόπουλος, γεμάτη με ορισμένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά κτήρια του ελληνικού νότου, και με ένα ιστορικό βάθος που ακόμα την αιμοδοτεί, ως άνεμος που την σπρώχνει προς τα εμπρός.
Ο Νίκος Βατόπουλος και όλοι οι άνθρωποι που ασχολούνται με την ανάδειξη μιας πόλης είναι σημαντικοί, γιατί μας προσφέρουν όλα τα απαραίτητα εργαλεία και συμπληρώνουν τα αισθητηριακά μας όργανα (την όραση, την ακοή, την όσφρηση) για να “αντιληφθούμε” τον τόπο μας.
Κλείνοντας με τα λόγια του συγγραφέα: “Έχω ταχθεί κατά της στερεότυπης απαξίωσης του αστικού αποθέματος της χώρας μας. Κάθε πόλη έχει ιστορία, έχει ανθρώπους που νοιάζονται και πασχίζουν. Αν υπάρξει μια καλή συγκυρία και κυρίως αν απελευθερωθούν οι δημιουργικοί άνθρωποι, πολλές πόλεις μπορούν να αλλάξουν. Έπιασα τον εαυτό μου να στέκεται με δέος απέναντι σε όψεις όλων αυτών των πόλεων, σε θραύσματα και σπαράγματα ιστορικών διαδρομών, αστικής ανάπτυξης και πηγαίου, λαϊκού αισθητηρίου. Δύσκολα μπορώ να φανταστώ την ανάταξη της χώρας χωρίς τον επανασχεδιασμό των ιστορικών πόλεών της. Η αστική αναδιάταξη της χώρας πρέπει να είναι το νέο συνεκτικό εθνικό μας όραμα”».
Α.Π.