Το βιβλίο του «Όπου και να ταξιδέψω. Περπατώντας σε 24 πόλεις» των εκδόσεων Μεταίχμιο θα παρουσιάσει ο Νίκος Βατόπουλος, σήμερα, στις 6.00 το απόγευμα, στο Ιστορικό Δημαρχείο Καλαμάτας
Αυτήν τη φορά, ο Νίκος Βατόπουλος αφήνει, προσωρινά, την Αθήνα και εξερευνά 24 αστικά κέντρα της χώρας, δίνοντας ισάριθμα πορτρέτα πόλεων με τρόπο υποκειμενικό και «ιμπρεσιονιστικό». Ο ίδιος επιθυμεί, με το βιβλίο του αυτό, να προκαλέσει ένα νέο βλέμμα στο παραμελημένο αστικό απόθεμα των ελληνικών πόλεων και να συμβάλει σε ένα δημόσιο διάλογο για την αναγέννησή τους.
Περιλαμβάνονται ειδικότερα κείμενα για τις πόλεις Άμφισσα, Άρτα, Βόλος, Δράμα, Ερμούπολη, Ζάκυνθος, Ηράκλειο, Ιωάννινα, Καλαμάτα, Καρδίτσα, Καστοριά, Κατερίνη, Κομοτηνή, Κόρινθος, Λαμία, Λάρισα, Λιβαδειά, Μυτιλήνη, Πάτρα, Ρόδος, Τρίκαλα, Τρίπολη και Φλώρινα.
Όπως αναφέρει στον πρόλογο: «Το βιβλίο αυτό γεννήθηκε ως ανάγκη και ως επιθυμία. Από το 2016 άρχισα συστηματικά να περιηγούμαι στο σώμα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ήταν η ηπειρωτική χώρα αυτή που μου τραβούσε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον, ιδίως οι πόλεις που δεν ήταν απολύτως ή καθόλου τουριστικές. Βεβαίως, το βλέμμα μου αγκάλιαζε το σύνολο της χώρας από την Κρήτη ως τη Μακεδονία και από τη Θράκη ως τα Επτάνησα, αλλά η ανάγκη μου ήταν να περιεργαστώ το αστικό απόθεμα, που ένιωθα ότι ήταν παραμελημένο, αγνοημένο, υποτιμημένο και σε απόσυρση.
[…]Έβλεπα την κακή οικιστική εξέλιξη, που σε πολλές πόλεις άρχισε στη διάρκεια της δικτατορίας, έβλεπα μια διάχυτη αδιαφορία και ασυδοσία, αλλά μαζί έβλεπα όχι μόνο τη δυνατότητα, αλλά κυρίως την ομορφιά. Όψεις μιας Ελλάδας, εξωραϊσμένης πλέον στην κοινή αντίληψη, αλλά απολύτως υπαρκτής και ανοικτής σε ερμηνείες και προσεγγίσεις. Από ένα απλό σπίτι σε μια συνοικία ως ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο, από μία μισοσβησμένη αγιογραφία ως το περίγραμμα ενός αιωνόβιου δέντρου, και από την ατμόσφαιρα ενός παλιού καφενείου ως την αυλή ενός σχολείου, η Ελλάδα έστελνε διαρκώς σήματα. Υπήρχε μια συνέχεια και εγώ απλώς ακολουθούσα μια πορεία».
Η εκδήλωση γίνεται σε συνεργασία με το βιβλιοπωλείο BOOKMARK του Λυκούργου Καρολεμέα και θα μιλήσουν: ο δημοσιογράφος-συγγραφέας Ηλίας Μπιτσάνης και o πολιτικός μηχανικός-συνδημιουργός της πλατφόρμας «Οι φωνές μέσα από τα κτήρια: Η Ιστορία των κτηρίων της Καλαμάτας», Βασίλης Παπαευσταθίου. Συμμετέχει ο Σωτήρης Θεοδωρόπουλος, εκπαιδευτικός, ιδρυτής της ομάδας «Πάμε Βόλτα».
Το βιβλίο και η Καλαμάτα
(…) H βόλτα στην παραλία της Καλαμάτας από το ένα άκρο στο άλλο, μου φέρνει μια γλυκιά γεύση. Σαν μια ανάμνηση από κάτι που δεν έζησα. Ίσως είμαι προκατειλημμένος. Η Καλαμάτα υπήρξε από παλιά ένας προορισμός που γεννούσε βαθύτατους συνειρμούς, κυρίως γιατί τη συνέδεα με όλα όσα για μένα, αλλά πιστεύω και για πολλούς ακόμη, συμβολίζουν εκείνο το ανεξιχνίαστο στην πληρότητά του αλλά οικείο, σε σημείο οδυνηρό, κοίτασμα της παλιάς Ελλάδας. Η Καλαμάτα είναι ταυτόσημη με τον ελληνικό νότο, στην πιο αρχετυπική εκδοχή του.
Την κοιτούσα από ψηλά, από το Κάστρο, με ένα βλέμμα σχεδόν στοργικό, έτσι όπως απλωνόταν ως τη θάλασσα, γαλήνια, περίεργα όμορφη.
Ένιωθα ότι σε αυτήν την πόλη η λέξη ευφορία αποκτά νόημα βαθύ που και ξεφεύγει από την τυπική ερμηνεία της. Η εύφορη γη της Μεσσηνίας και η πρωτεύουσά της, η Καλαμάτα.
Από το Κάστρο, δίπλα στο εκκλησάκι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (τόσο απλό και τόσο ποιητικό), μπορούσα να αγναντεύω την πόλη μαζί με τα όριά της. Δεν υπάρχει περισσότερο διεκδικητική εμπειρία από το να βλέπεις μια πόλη από ψηλά. Την Καλαμάτα και όλες τις ακτές της τις είχα δει και από το παράθυρο του αεροπλάνου, σε εκείνη τη μία και μοναδική φορά που είχα φθάσει αεροπορικώς, αλλά η θέα από το Κάστρο έχει εκείνη την οικειότητα και την απόσταση που χρειαζόμουν για να σκεφτώ πάνω σε αυτήν την πόλη. Οι πόλεις θέλουν χρόνο και ψυχική ευρυχωρία.
Ανεβαίνοντας πρώτα πάνω, καθώς άφηνε πίσω μου το κέντρο της και τα παλιά της σπίτια στους πρόποδες του Κάστρου, είχα την αίσθηση ότι αυτή η πόλη είναι μεγάλη, ότι όσο ανέβαινα άλλο τόσο απομακρυνόταν το Κάστρο, σε ένα παιχνίδι χρόνου και απόστασης. Η αλήθεια είναι πως μου είχε καλλιεργήσει την εντύπωση πως απλώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά αυτή η εντύπωση ήταν μάλλον το αποτέλεσμα μιας παραπλανητικής εικόνας, καθώς γύριζα ελικοειδώς και εγκαρσίως στις γειτονιές της. Αν τεντώσει κανείς την πόλη από την Κορώνη ως την Καρδαμύλη, θα φτιάξει μια σειρά κτηρίων ανόμοιων και ανισοϋψών, με πολυκατοικίες, κτήρια γραφείων, μονοκατοικίες, νεοκλασικά διώροφα, ξενοδοχεία και δημόσια κτήρια, που θα μπορούσαν να είναι η βεντάλια της Καλαμάτας. Όμως η πόλη, κάθε πόλη, είναι μεγαλύτερη από το άθροισμα των επιμέρους κτηρίων της.
Γι’ αυτό όταν πλέον μπορούσα να την παρατηρήσω από το Κάστρο της, ανάμεσα στα πεύκα και τις μακριές σκιές του απογεύματος, ρουφούσα την εικόνα της γνωρίζοντας πως όσα μπορούσα να διακρίνω – ταράτσες, λευκές πολυκατοικίες, κόκκινες κεραμιδένιες στέγες, πλατείες, τρούλους και κωδωνοστάσια εκκλησιών, νεκροταφεία, γήπεδα και πράσινες τούφες – όλα αυτά και ακόμη περισσότερα ήταν το απόσταγμα μιας πόλης με μακρά αστική παράδοση.
Όπως σε κάθε πόλη ενός κάποιου μεγέθους και εντός ορισμένου ιστορικού στίγματος, θέλω να καταρρίπτω τη θεωρία εκείνη που επιθυμεί να μειώσει το ρόλο, την παρουσία και την επίδραση των αστών στην εξέλιξη και την πρόοδο της χώρας. Έχουμε ακόμη πολλά να μάθουμε και να συνεκτιμήσουμε προτού ασπαστούμε χωρίς επεξεργασία απόλυτες θεωρίες.
Στην Καλαμάτα είδα ορισμένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά νεοκλασικά κτήρια του ελληνικού νότου, που αποτελούν ως σήμερα τα διαπιστευτήριά της στη μακρά και συναρπαστική διαδρομή συγκρότησης του ελληνικού κράτους. Τα νεοκλασικά κτήρια, από τα απλά μονώροφα, όσα απέμειναν, ως τα περισσότερα διαδεδομένα διώροφα, εκείνου του τύπου με τις ψηλές εξώθυρες, τον μονό ή διπλό εξώστη με μαρμάρινα φουρούσια, ζωφόρο, παραστάδες, επίκρανα, στηθαίο και ακροκέραμα και πιθανώς αγάλματα, είναι ακόμη παρόντα σε ικανό αριθμό, τέτοιο τουλάχιστον ώστε η προπολεμική πόλη να μην είναι μόνο ελλειπτικά εκπροσωπούμενη. Είδα ακόμη εκείνες τις υβριδικές απόπειρες της αρ νουβό σε εκείνα τα κτίσματα τα μετά το 1915, για ρήξη με τον κλασικό κανόνα. Είδα σπέρματα νεογοτθισμού και μια διασπορά της αρ ντεκό. Με άλλα λόγια, είδα την Καλαμάτα κάτω από την κυρίαρχη εικόνα της.
Μια πόλη που συνομιλούσε από παλιά με την αισθητική παλέτα του ελληνικού εξαστισμού.(…)